Δευτέρα 25 Μαρτίου 2013

[Η νέα «Ελένη»] του Τάσου Κωστόπουλου ("ΑΥΓΗ"< 1/11/2009)

..........................................................



Η νέα «Ελένη»
 
"ΑΥΓΗ", Ημερομηνία δημοσίευσης: 01/11/2009
 
Διαφωνώ απόλυτα με όλους όσοι υποστήριξαν, είτε εκθειάζοντας είτε κατηγορώντας τον γι’ αυτό, πως το βλέμμα του Παντελή Βούλγαρη είναι απλά «ανθρώπινο». Απεναντίας, έχουμε μια ταινία που παίρνει με τον τρόπο της θέση, υιοθετώντας μια πολύ συγκεκριμένη πολιτική (θα έλεγα ακόμη και κομματική) οπτική. Αυτό που βλέπουμε στο «Ψυχή βαθιά» είναι ο Γράμμος και το Βίτσι όπως τα ερμηνεύει -την τελευταία δεκαετία ή λίγο παραπάνω- η μερίδα εκείνη της ελληνικής κοινωνίας που αυτοονομάστηκε «μεσαίος χώρος». Ούτε οι κνίτες που έχουν αναγάγει σε πολιτική στράτευση το ομαδικό καλοκαιρινό trekking στα πεδία των μαχών, ούτε οι φασίστες που οραματίζονται τη νεκρανάσταση της «Χ», αλλά ο μέσος απολίτικος νεοδημοκράτης: αυτός που πιστεύει σήμερα πως ο Εμφύλιος έγινε γιατί «μας έβαλαν Ρώσοι κι Αμερικάνοι», που «ξεχνά» δωσιλογισμό και λευκή τρομοκρατία, που δυσφορεί για την αμερικανική πατρωνεία αλλά δε θέλει και να χαλάσει τις «εθνικά επωφελείς» σχέσεις με τις ΗΠΑ. Ένας σωστότερος τίτλος για την ταινία θα ήταν, νομίζω, κάτι σαν «Ο Κώστας Καραμανλής στον Άη Στράτη και όσα προηγήθηκαν».
Αυτό που δεν υπάρχει πουθενά στην ταινία, παρά τις φαντεζί πολεμικές σκηνές, είναι ο εμφύλιος. Απουσιάζουν παντελώς τα δυο βασικά συστατικά του, το μίσος και ο φόβος.
Το μίσος. Κατ’ επανάληψη οι μαχητές και των δυο πλευρών διακηρύσσουν υψηλόφωνα, και δη στους ανωτέρους τους, ότι διαφωνούν μ’ έναν πόλεμο μεταξύ Ελλήνων. Όμως, το 1949, «μοναρχοφασίστες» και «κατσαπλιάδες» δεν ήταν για τους απέναντι απλά «Έλληνες», αλλά «όργανα της αγγλοαμερικανικής κατοχής» ή «ελληνόφωνοι Σλάβοι». Όσοι ένοιωθαν διαφορετικά -κι ήταν πολλοί- ήταν υποχρεωμένοι να σιωπήσουν. Κι όσοι «βαρύνονταν» με μπερδεμένο οικογενειακό ιστορικό, πόσο μάλλον με αδερφό στο αντίπαλο στρατόπεδο, όφειλαν ν’ αποδείξουν και με το παραπάνω ότι οι ίδιοι δεν ήταν ελέφαντες. Στο «Ψυχή βαθιά», η μόνη σκηνή πολιτικής αντιπαλότητας (το αλληλομπινελίκωμα μεταξύ της αντάρτισσας με το χωνί και του αξιωματικού) θυμίζει περισσότερο θύρα γηπέδου ή καυγά μεταξύ φίλων «για την ομαδάρα» πάνω από ένα τραπέζι μπίρες, παρά αναμέτρηση μέχρι θανάτου. Όσο για τον χαροκαμένο Βέγγο που, εκλιπαρώντας να θάψει ο ίδιος το εγγόνι του, κάνει ταυτόχρονα κρέας τη μούρη κοτζάμ αρχιστρατήγου επειδή πολεμά άλλους Έλληνες, μόνο γέλιο μπορεί να προκαλέσει.
Ο φόβος, όχι για τα βόλια του αντιπάλου αλλά για το διπλανό σου (που μπορεί κάλλιστα να σε σκοτώσει και να περάσει στον «εχθρό») είναι εξίσου απών. Στον εμφύλιο οι διαχωριστικές γραμμές είναι πιο δυσδιάκριτες, γι’ αυτό κι η «επαγρύπνιση» πιο ασφυκτική απ’ ότι σε μια διακρατική ή διακοινοτική σύγκρουση. Ο Βούλγαρης βάζει, αντίθετα, τα δυο αδέρφια να κυκλοφορούν ελεύθερα μέρα-νύχτα στην πολεμική ζώνη, να επικοινωνούν με φωνές ζώων, να κλείνουν μεταξύ τους διαδοχικά ραντεβού, ακόμη και να ανταλλάζουν δωράκια. Στην πραγματικότητα, οι πολεμιστές και των δυο πλευρών μετακινούνταν ομαδικά (για να ελέγχουν ο ένας τον άλλον) και με «φύλλα πορείας», η παραμικρή δε υποψία επαφής με τους απέναντι οδηγούσε κατευθείαν στη Μακρόνησο ή στο στρατοδικείο.
Η στράτευση. Ο Γράμμος μπορεί να μετατρέπεται σε κατασκήνωση paintball, η ταινία όμως κάθε άλλο παρά εξισώνει τις δυο πλευρές. Αποτελεί, αντίθετα, υπόδειγμα σύγχρονου δεξιού αντικομμουνιστικού λόγου - όχι του 1950, αλλά του 2009. Οι αντάρτες του ΔΣΕ παρουσιάζονται σαν ένα μπουλούκι κρετίνων (που, ακόμη και τσουρουφλισμένοι από τα ναπάλμ, αναρωτιούνται μήπως νίκησαν), ημιπαραφρόνων και παραφουσκωμένων σούργελων... ακόμη και τα εμβατήριά τους δεν τραγουδιούνται αλλά απαγγέλλονται ομαδικά, σε παροξυσμό υστερίας. Ως μόνη δε «ιδεολογική» ερμηνεία για τη στράτευσή τους, προβάλλεται η μεταφυσική λατρεία τους για τον Στάλιν. Φυσικά, είναι ηρωικοί - παράλογα ηρωικοί: ούτε ένας δεν«σπάει» στην ανάκριση, ούτε ένας δεν αποκηρύσσει το ΔΣΕ στο στρατοδικείο. Κάπως έτσι δεν φαντάζεται την επαναστατική αριστερά του παρελθόντος ο μέσος ανιστόρητος δαπίτης;
Οι εθνικόφρονες, από την άλλη, αποτελούν την ενσάρκωση του καλόκαρδου «ελληνάρα»: καλαμπουρτζήδες, αθυρόστομοι, προ παντός όμως «ψυχάρες», βαθιά ανθρώπινοι και πατριώτες. Η δεξιά, πληροφορούμαστε από την πρώτη σκηνή του έργου, θέλει εθνική συμφιλίωση... την εμποδίζουν όμως οι κακοί Αμερικανοί και το παλάτι, που διαμεσολαβεί την πίεση των τελευταίων. Ως κι ο Παπάγος φρίττει με την ιδέα να βομβαρδίσει τους κατσαπλιάδες με τα ναπάλμ που του προσφέρει ο Βαν Φλητ - στερεοτυπική μετενσάρκωση, αυτός, των «κακών Γερμανών» του παλιού εμπορικού κινηματογράφου. Σε αντίθεση δε με τους αντάρτες, που έχουν στηρίξει όλες τους τις ελπίδες στη σοβιετική στρατιωτική επέμβαση, οι εθνικόφρονες παλεύουν ν’ αντισταθούν -όσο τους παίρνει- στην υπερατλαντική πατρωνεία.
Απουσιάζει, τέλος, κάθε ίχνος από την ιδεολογία του κυβερνητικού στρατοπέδου του 1949: ούτε κονσερβοκούτια, ούτε σλαβική επιβουλή, ούτε καν σιδηρούν παραπέτασμα. Προφανώς, όλα αυτά τα παλιομοδίτικα, εκτός από το ξύσιμο πληγών που η σημερινή εθνική ορθότητα έχει εξοβελίσει (ούτε μια Ζλάτα ή Τσφέτα σε ολόκληρο Βίτσι!), θα δυσκόλευαν κάπως την ταύτιση του κοινού των Village με τη «σωστή» πλευρά…

ΤΑΣΟΣ ΚΩΣΤΟΠΟΥΛΟΣ, δημοσιογράφος-ιστορικός, μέλος της ομάδας του "Ιού" της "Ελευθεροτυπίας".

Δεν υπάρχουν σχόλια: