......................................................
[Κριτική θεάτρου] Ταξικό ασανσέρ
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ στα "ΝΕΑ", Δευτέρα 07 Μαΐου 2012
του Κώστα Γεωργουσόπουλου
Ως
τύπος η Μαντάμ Σουσού είναι ένα ευφυές εύρημα του Δημήτρη Ψαθά. Και
ανήκει στη μεγάλη λογοτεχνική παράδοση όχι μόνο την ελληνική. Ο Ψαθάς με
το γερό του ένστικτο και τη δαιμόνια μύτη του που μυριζόταν και
εντόπιζε τα εύθυμα και τα στραβά του νεοελληνικού βίου, ανακαλύπτει πως
για έναν αιώνα δεν είχαν αλλάξει και πολύ τα ήθη, οι ψευδαισθήσεις, οι
φαντασιώσεις και οι ματαιοδοξίες. Αλλά για να συλλάβει τη Σουσού, έπρεπε
πρώτα να συνειδητοποιήσει κάτι που κοινωνιολογικά αργήσανε να το
αντιληφθούν οι επιστήμονες και προηγήθηκαν, προς τιμήν τους, οι
δημιουργοί, πεζογράφοι και θεατρικοί συγγραφείς: πως, αντίθετα με την
Ευρώπη, κυρίως του Βορρά, στην Ελλάδα το κοινωνικό και ταξικό ασανσέρ
ανεβοκατεβαίνει. Η Σουσού δεν έχει καμιά σχέση με τις σνομπ του Οσκαρ
Νάιλις ούτε με την ανθοπώλιδα του «Πυγμαλίωνα» του Μπέρναρντ Σο, που
αποδεικνύει «σοσιαλιστικά» πως μια αγράμματη προλετάρια μπορεί να γίνει
«ωραία κυρία» και να κατατροπώνει τις αριστοκράτισσες. {ARX}
Στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία, την Ισπανία, στον ευρωπαϊκό Νότο ο Βύθουλας μπορεί να αλώσει το Κολωνάκι, αλλά και το αντίστροφο, ο αριστοκράτης και σνομπ των βορείων προαστίων μπορεί με μια στροφή της τύχης να πεθάνει στον Βύθουλα.
Αλλο παράδειγμα από το νεοελληνικό θέατρο: «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά αλλά και η συνέχειά του, ο «Μπαρμπα - Λινάρδος» του Κόκκου.
Η «Μαντάμ Σουσού» ξεκίνησε ως επιφυλλίδα συνεχειών στον «Θησαυρό», έγινε θεατρικό πολλάκις, κινηματογραφική ταινία και τηλεοπτική σειρά. Αρα αντέχει. Νομίζω όμως πως σήμερα μοιάζει λίγο σαν λαϊκή παλιά γκραβούρα, λίγο ξεθωριασμένη. Σήμερα η Μαντάμ Σουσού ονομάζεται Τσοχατζόπουλος. Δηλαδή οι φαντασιοπληξίες του, οι σουσουδισμοί του, η μετάβασή του από τον Βύθουλα στο ξενοδοχείο «Τέσσερις εποχές» του Παρισιού είναι εκτός από υπαρξιακά τραγικά και άκρως επικίνδυνα, γιατί η Σουσού του Ψαθά δεν έβλαψε κανέναν, η νέα πολιτική Σουσού άσκησε εξουσία, δεν αγόραζε μπιμπελό και κούκλες που μιλάνε αλλά υποβρύχια και αεροπλάνα και τανκς.
Αυτή τη Σουσού ποιος θα την γράψει και θα την παίξει;
Ο Γιώργος Αρμένης ανέβασε στο ΚΘΒΕ τη «Σουσού» του Ψαθά με τη στέρεη γνώση του πάνω στη μικροαστική σημειολογία. Με το θεατρικό του δαιμόνιο, βρήκε τους ρυθμούς και τις στάσεις, τις σημαίνουσες πόζες και τους μαϊμουδισμούς μιας κοινωνίας που ποτέ δεν είναι ευχαριστημένη με τον εαυτό της.
Δημιούργησε έξοχα σύνολα και στους βασικούς ρόλους επέλεξε καλούς ηθοποιούς. Τα σύνολα είχαν ζωντάνια και χορογραφημένη κίνηση (χορογραφίες Αλεξάνδρας Τσοτανίδου). Οι φωτισμοί δημιούργησαν ατμόσφαιρα. Ο Μετζικώφ δούλεψε με αυθεντικό υλικό θεατρικής ενδυματολογικής διαχρονίας. Με γούστο. Ο Χριστιανάκης, πάντα επί της ουσίας, υπογράμμισε μουσικά τη σάτιρα και τα λαϊκά μπαγκράουντ.
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη θριαμβεύει και πάλι συνδυάζοντας την αφέλεια με το τραγικό υπόβαθρο, ισορροπώντας ανάμεσα στη μιζέρια και στη νάιλον πραγματικότητα. Ο Σαντάς είναι ηθοποιός με άπειρες δυνατότητες.
Σχεδίασε τον Παναγιωτάκη με στοργή και έγνοια. Αυθεντικά λαϊκός, μετρημένος ο Ευταξόπουλος (Κατακουζηνός) και ανθρώπινος στην υποχρεωτική του δουλειά ο Λεό του Σιαπέρα. Ζουμερή η παρουσία της Γεωργούση (καμαριέρα). Η Σκαρλάτου ξεχώρισε από το πλήθος του μεγάλου θιάσου.
Στην Ελλάδα, αλλά και στην Ιταλία, την Ισπανία, στον ευρωπαϊκό Νότο ο Βύθουλας μπορεί να αλώσει το Κολωνάκι, αλλά και το αντίστροφο, ο αριστοκράτης και σνομπ των βορείων προαστίων μπορεί με μια στροφή της τύχης να πεθάνει στον Βύθουλα.
Αλλο παράδειγμα από το νεοελληνικό θέατρο: «Η τύχη της Μαρούλας» του Κορομηλά αλλά και η συνέχειά του, ο «Μπαρμπα - Λινάρδος» του Κόκκου.
Η «Μαντάμ Σουσού» ξεκίνησε ως επιφυλλίδα συνεχειών στον «Θησαυρό», έγινε θεατρικό πολλάκις, κινηματογραφική ταινία και τηλεοπτική σειρά. Αρα αντέχει. Νομίζω όμως πως σήμερα μοιάζει λίγο σαν λαϊκή παλιά γκραβούρα, λίγο ξεθωριασμένη. Σήμερα η Μαντάμ Σουσού ονομάζεται Τσοχατζόπουλος. Δηλαδή οι φαντασιοπληξίες του, οι σουσουδισμοί του, η μετάβασή του από τον Βύθουλα στο ξενοδοχείο «Τέσσερις εποχές» του Παρισιού είναι εκτός από υπαρξιακά τραγικά και άκρως επικίνδυνα, γιατί η Σουσού του Ψαθά δεν έβλαψε κανέναν, η νέα πολιτική Σουσού άσκησε εξουσία, δεν αγόραζε μπιμπελό και κούκλες που μιλάνε αλλά υποβρύχια και αεροπλάνα και τανκς.
Αυτή τη Σουσού ποιος θα την γράψει και θα την παίξει;
Ο Γιώργος Αρμένης ανέβασε στο ΚΘΒΕ τη «Σουσού» του Ψαθά με τη στέρεη γνώση του πάνω στη μικροαστική σημειολογία. Με το θεατρικό του δαιμόνιο, βρήκε τους ρυθμούς και τις στάσεις, τις σημαίνουσες πόζες και τους μαϊμουδισμούς μιας κοινωνίας που ποτέ δεν είναι ευχαριστημένη με τον εαυτό της.
Δημιούργησε έξοχα σύνολα και στους βασικούς ρόλους επέλεξε καλούς ηθοποιούς. Τα σύνολα είχαν ζωντάνια και χορογραφημένη κίνηση (χορογραφίες Αλεξάνδρας Τσοτανίδου). Οι φωτισμοί δημιούργησαν ατμόσφαιρα. Ο Μετζικώφ δούλεψε με αυθεντικό υλικό θεατρικής ενδυματολογικής διαχρονίας. Με γούστο. Ο Χριστιανάκης, πάντα επί της ουσίας, υπογράμμισε μουσικά τη σάτιρα και τα λαϊκά μπαγκράουντ.
Η Φωτεινή Μπαξεβάνη θριαμβεύει και πάλι συνδυάζοντας την αφέλεια με το τραγικό υπόβαθρο, ισορροπώντας ανάμεσα στη μιζέρια και στη νάιλον πραγματικότητα. Ο Σαντάς είναι ηθοποιός με άπειρες δυνατότητες.
Σχεδίασε τον Παναγιωτάκη με στοργή και έγνοια. Αυθεντικά λαϊκός, μετρημένος ο Ευταξόπουλος (Κατακουζηνός) και ανθρώπινος στην υποχρεωτική του δουλειά ο Λεό του Σιαπέρα. Ζουμερή η παρουσία της Γεωργούση (καμαριέρα). Η Σκαρλάτου ξεχώρισε από το πλήθος του μεγάλου θιάσου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου