..............................................................
Μάνος Ελευθερίου, «Ένας στρατιώτης στην Μικρά Ασία το 1922», από το βιβλίο «Μια μέρα...».
Ιστορίες Καθημερινότητας από τα Αρχαία Χρόνια ως την Εποχή μας, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1988
2. [...] Να μην στα πολυλογώ κάποτε φύγαμε. Επάνω στο βαγόνι ήταν κάτι στρατιώτες και έτρωγαν σταφίδες. Τους εζήτησα και εγώ και μου δώσανε έως τρεις οκάδες. Αρχίζω το λοιπόν και εγώ να τρώγω σταφίδες σαν νηστικός όπου ήμουν και, ω του θαύματος, με απαράτησεν ο πυρετός. Τέλος, βαδίζομεν και φθάνομεν εις τον σταθμόν Σαλιχλί, όπου τον τέταρτον λόχον του τάγματος μου είχεν αναλάβει ο Πλαστήρας και τους είχεν παρατάξει εις τον σταθμόν να κατεβάζουν τους φαντάρους από το τρένο, εκείνους τους οποίους ερχόντανε από το μέτωπον δια να βαστήξουν άμυνα. Ο Πλαστήρας όταν είδεν ότι εμάς τους ασθενείς δεν μας κατεβάζουν, στέλνει κάτι τσολιάδες δια να μας κατεβάσει. Ήλθαν, το λοιπόν, οι τσολιάδες και μας λέγουν να κατεβούμε κάτω, αλλά ημείς δεν κατεβαίναμεν και μας πυροβολούν, όπου τραυμάτισαν έναν. Ενώ είδαμεν ημείς έτσι, ότι οι τσολιάδες δεν αστειεύονται, και φοβηθήκαμεν μήπως μας σκοτώσουν (διότι ημείς δεν είχαμεν όπλα), κατέβηκαν όλοι οι φαντάροι κάτω και ημείς του νοσοκομείου, μας δίδουν όπλα και μας στέλνουν σε κάποιο ύψωμα να παραταχθώμεν, διότι από εκεί πρόκετο να περάσουν οι Τσέτες.
Εν τω μεταξύ δε το τρένο έφυγεν. Όταν είδαμεν ημείς το τρένο ότι έφυγεν, τι να κάνομεν; Καμία σωτηρία δεν υπήρχε δια μας. Πιάνομεν, το λοιπόν, μίαν γωνίαν και καθόμασταν και προσποιούμασταν ότι δεν ημπορούμε να βαδίσομεν. Τέλος, ημείς του νοσοκομείου εμείναμεν εκεί, οι δε άλλοι, όσοι ήτο καλά, τους στέλνανε εις τα υψώματα. Καθίσαν επί όλην την ημέραν και την νύκταν μέχρι την επομένην ημέραν εις τας δέκα, ενώ δεν εφάνη ο εχθρός εγύρισαν πάλιν.
Κατά η ώρα μία το μεσημέρι, έρχεται μία αμαξοστοιχία και ανεβαίνομεν όλοι οι ασθενείς δια να φύγομεν. Κάτι αξιωματικοί, το λοιπόν, νόμισαν ότι τους ψευματίζομεν, όπου τους λέγαμεν ότι πηγαίνομεν δια το νοσοκομείον και φέρνουν ένα γιατρό λοχαγόν, ο οποίος μας εκοίταξεν και έκανεν άλλα εισιτήρια δια να πάμε εις το νοσοκομείον Σμύρνης. Τέλος πάντων, κατά η ώρα τρεις το απόγευμα, εφύγαμεν δια Σμύρνην, όπου εφθάσαμεν την επομένην το πρωί μόλις εχάραζεν.
Εις την Σμύρνην μόλις αποβιβαστήκαμεν από το τρένο, μας οδηγούν εις τον 5ον Νοσοκομείον Σμύρνης, το οποίον είχε γίνει τότε, ενώ προτύτερα ήτο παρθεναγωγείον. Μόλις εφθάσαμεν αρχίσαν να μας παίρνουν τα στοιχεία -από πού είμαι και λοιπά. Όπου εκεί, κατά τύχην, αντάμωσα και τον Δημήτριον Πλάκαν, από Ευπάλειον Δωρίδος και όταν τον είδα ενόμισα ότι είδα το σπίτι μου, διότι εις τα μέρη της Μικράς Ασίας όπου εγύρισα δεν είχα ανταμώσει άλλο κοντοχωριανό μου και πατριώτη ν μου. Ενώ μας πήραν, το λοιπόν, τα στοιχεία, μας οδηγούν εις διαφόρους θαλάμους δια να ησυχάσομεν, αλλά πού να ησυχάσομε. Κρεβάτια δεν υπήρχαν, στρώματα επίσης, τους τοίχους βλέπαμε μόνο και τα διαμερίσματα και τίποτες άλλο.
Όλα τα πράγματα του νοσοκομείου τα είχαν ετοιμάσει και τα κατέβασαν εις την παραλίαν να τα βάλουν εις τα βαπόρια, να φύγουν.
Την επομένην ημέραν ήλθεν ο γιατρός μας να μας ιδεί και μας δίδει όλους από έξι οκτώ κουφέτα κινίνο, διότι δεν είχεν και άλλο τίποτες. Και τα φαγητά μας ήτο μόνο κουραμάνα και τίποτες άλλο. Είχαμεν πεθάνει από της πείνας. Τέλος πάντων, κατά η ώρα τέσσερις το απόγευμα, έρχεται διαταγή να φύγουν τα νοσοκομεία δια το εσωτερικόν, όπου μας παίρνουν και μας διευθύνουν εις το πλοίον, όπου επιβιβαστήκαμεν αμέσως και φύγαμεν δια νυκτός δια την Μυτιλήνην, αλλά εις τον δρόμον όπου ερχόμασταν εις το πλοίον συνεκινήθη η καρδία μου πάρα πολύ, διότι έβλεπα άνδρες, παιδία, γυναίκες, κορίτσια να κλαίγουν και να οδύρονται και να φωνάζουν κοντά μας: «Αδέλφια μας, που μας αφήνετε και φεύγετε. Ημείς τι θα γίνομεν εδώ όπου μας αφήνετε;».
Τέλος πάντων από Σμύρνην έφυγα εις τας 24 Αυγούστου 1922, το βράδυ, κατά η ώρα έντεκα το μεσονύκτιον.
Εις την Μυτιλήνην εφθάσαμεν το πρωί η ώρα δέκα και εσταμάτησεν το πλοίον δια να αποβιβασθούμεν, αλλά η φανταρία όταν άκουσε ότι θα κατέβουν, φωνάζανε «Στον Πειραιά να μας κατεβάσετε» και αρχίσαν να τουφεκάν και να φοβερίζουν τον καπετάνιο ότι θα τον σκοτώσουν εάν δεν τους βγάλει εις τον Πειραιά. Ο καπετάνιος δε φοβηθείς μήπως τον σκοτώσουν επροσποιήθη ότι θα πάγει να λάβει οδηγίας από το λιμεναρχείον Μυτιλήνης και κατέβη κάτω και δεν ξαναγύρισεν. Τότε, λοιπόν, πιάνομεν τους ναύτας οι οποίοι θέλησαν και αυτοί να κατέβουν κάτω και δεν τους αφήσαμεν και βάζουν εμπρός εις την μηχανήν και μας είπαν ότι θα φύγομεν δια Πειραιά.
Κατά η ώρα τρεις το πρωί, νύκτα, έφθασεν το πλοίον εις Χίον, αλλά η φανταρία και πάλι ήρχισεν να πυροβολούν και να φωνάζουν: «Πειραιά!». Τότε, λοιπόν, έρχεται κάποιος άλλος καπετάνιος και με τα πολλά τα οποία μας είχεν ειπεί, ότι το πλοίον θα γυρίσει οπίσω να πάρουν και τα άλλα αδέλφια μας, τα οποία ευρίσκοντο ακόμη εις την Μικράν Ασίαν, κατεβήκαμε.
Μόλις αποβιβαστήκαμεν μας οδηγούν εις κάποιον νοσοκομείον, το οποίον δεν εχώραγε άνω των τριάντα ανδρών, ενώ ημείς είμασταν πεντακόσιοι ο αριθμός. Οι υπόλοιποι, το λοιπόν, μέναμεν έξω, εις το προαύλιον.
Την πρώτην ημέραν, όταν επήγαμεν, μας δίδουν από μισή κουραμάνα. Τέλος, εφάγαμεν καλά αυτή την ημέραν. Μας είχαν δώσει δε και από ογδόντα δράμια τυρί. Την επομένην ημέραν περιμέναμεν να μας φέρουν τίποτες να φάμε, αλλά που, τίποτες. Τέλος πάντων εκάθισα τέσσερις ημέρας εις την Χίον και είχα πεθάνει της πείνας. Η θροφή μου ήτο οι σπόροι από τα καρπούζια. Τσιγάρο να καπνίσω δεν είχα και ευρισκόμουνα εις μίαν μεγάλην απελπισίαν.
Εν τω μεταξύ δε το τρένο έφυγεν. Όταν είδαμεν ημείς το τρένο ότι έφυγεν, τι να κάνομεν; Καμία σωτηρία δεν υπήρχε δια μας. Πιάνομεν, το λοιπόν, μίαν γωνίαν και καθόμασταν και προσποιούμασταν ότι δεν ημπορούμε να βαδίσομεν. Τέλος, ημείς του νοσοκομείου εμείναμεν εκεί, οι δε άλλοι, όσοι ήτο καλά, τους στέλνανε εις τα υψώματα. Καθίσαν επί όλην την ημέραν και την νύκταν μέχρι την επομένην ημέραν εις τας δέκα, ενώ δεν εφάνη ο εχθρός εγύρισαν πάλιν.
Κατά η ώρα μία το μεσημέρι, έρχεται μία αμαξοστοιχία και ανεβαίνομεν όλοι οι ασθενείς δια να φύγομεν. Κάτι αξιωματικοί, το λοιπόν, νόμισαν ότι τους ψευματίζομεν, όπου τους λέγαμεν ότι πηγαίνομεν δια το νοσοκομείον και φέρνουν ένα γιατρό λοχαγόν, ο οποίος μας εκοίταξεν και έκανεν άλλα εισιτήρια δια να πάμε εις το νοσοκομείον Σμύρνης. Τέλος πάντων, κατά η ώρα τρεις το απόγευμα, εφύγαμεν δια Σμύρνην, όπου εφθάσαμεν την επομένην το πρωί μόλις εχάραζεν.
Εις την Σμύρνην μόλις αποβιβαστήκαμεν από το τρένο, μας οδηγούν εις τον 5ον Νοσοκομείον Σμύρνης, το οποίον είχε γίνει τότε, ενώ προτύτερα ήτο παρθεναγωγείον. Μόλις εφθάσαμεν αρχίσαν να μας παίρνουν τα στοιχεία -από πού είμαι και λοιπά. Όπου εκεί, κατά τύχην, αντάμωσα και τον Δημήτριον Πλάκαν, από Ευπάλειον Δωρίδος και όταν τον είδα ενόμισα ότι είδα το σπίτι μου, διότι εις τα μέρη της Μικράς Ασίας όπου εγύρισα δεν είχα ανταμώσει άλλο κοντοχωριανό μου και πατριώτη ν μου. Ενώ μας πήραν, το λοιπόν, τα στοιχεία, μας οδηγούν εις διαφόρους θαλάμους δια να ησυχάσομεν, αλλά πού να ησυχάσομε. Κρεβάτια δεν υπήρχαν, στρώματα επίσης, τους τοίχους βλέπαμε μόνο και τα διαμερίσματα και τίποτες άλλο.
Όλα τα πράγματα του νοσοκομείου τα είχαν ετοιμάσει και τα κατέβασαν εις την παραλίαν να τα βάλουν εις τα βαπόρια, να φύγουν.
Την επομένην ημέραν ήλθεν ο γιατρός μας να μας ιδεί και μας δίδει όλους από έξι οκτώ κουφέτα κινίνο, διότι δεν είχεν και άλλο τίποτες. Και τα φαγητά μας ήτο μόνο κουραμάνα και τίποτες άλλο. Είχαμεν πεθάνει από της πείνας. Τέλος πάντων, κατά η ώρα τέσσερις το απόγευμα, έρχεται διαταγή να φύγουν τα νοσοκομεία δια το εσωτερικόν, όπου μας παίρνουν και μας διευθύνουν εις το πλοίον, όπου επιβιβαστήκαμεν αμέσως και φύγαμεν δια νυκτός δια την Μυτιλήνην, αλλά εις τον δρόμον όπου ερχόμασταν εις το πλοίον συνεκινήθη η καρδία μου πάρα πολύ, διότι έβλεπα άνδρες, παιδία, γυναίκες, κορίτσια να κλαίγουν και να οδύρονται και να φωνάζουν κοντά μας: «Αδέλφια μας, που μας αφήνετε και φεύγετε. Ημείς τι θα γίνομεν εδώ όπου μας αφήνετε;».
Τέλος πάντων από Σμύρνην έφυγα εις τας 24 Αυγούστου 1922, το βράδυ, κατά η ώρα έντεκα το μεσονύκτιον.
Εις την Μυτιλήνην εφθάσαμεν το πρωί η ώρα δέκα και εσταμάτησεν το πλοίον δια να αποβιβασθούμεν, αλλά η φανταρία όταν άκουσε ότι θα κατέβουν, φωνάζανε «Στον Πειραιά να μας κατεβάσετε» και αρχίσαν να τουφεκάν και να φοβερίζουν τον καπετάνιο ότι θα τον σκοτώσουν εάν δεν τους βγάλει εις τον Πειραιά. Ο καπετάνιος δε φοβηθείς μήπως τον σκοτώσουν επροσποιήθη ότι θα πάγει να λάβει οδηγίας από το λιμεναρχείον Μυτιλήνης και κατέβη κάτω και δεν ξαναγύρισεν. Τότε, λοιπόν, πιάνομεν τους ναύτας οι οποίοι θέλησαν και αυτοί να κατέβουν κάτω και δεν τους αφήσαμεν και βάζουν εμπρός εις την μηχανήν και μας είπαν ότι θα φύγομεν δια Πειραιά.
Κατά η ώρα τρεις το πρωί, νύκτα, έφθασεν το πλοίον εις Χίον, αλλά η φανταρία και πάλι ήρχισεν να πυροβολούν και να φωνάζουν: «Πειραιά!». Τότε, λοιπόν, έρχεται κάποιος άλλος καπετάνιος και με τα πολλά τα οποία μας είχεν ειπεί, ότι το πλοίον θα γυρίσει οπίσω να πάρουν και τα άλλα αδέλφια μας, τα οποία ευρίσκοντο ακόμη εις την Μικράν Ασίαν, κατεβήκαμε.
Μόλις αποβιβαστήκαμεν μας οδηγούν εις κάποιον νοσοκομείον, το οποίον δεν εχώραγε άνω των τριάντα ανδρών, ενώ ημείς είμασταν πεντακόσιοι ο αριθμός. Οι υπόλοιποι, το λοιπόν, μέναμεν έξω, εις το προαύλιον.
Την πρώτην ημέραν, όταν επήγαμεν, μας δίδουν από μισή κουραμάνα. Τέλος, εφάγαμεν καλά αυτή την ημέραν. Μας είχαν δώσει δε και από ογδόντα δράμια τυρί. Την επομένην ημέραν περιμέναμεν να μας φέρουν τίποτες να φάμε, αλλά που, τίποτες. Τέλος πάντων εκάθισα τέσσερις ημέρας εις την Χίον και είχα πεθάνει της πείνας. Η θροφή μου ήτο οι σπόροι από τα καρπούζια. Τσιγάρο να καπνίσω δεν είχα και ευρισκόμουνα εις μίαν μεγάλην απελπισίαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου