..............................................................
Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924)
·
Αποσπάσματα
από τη νουβέλα «ΤΑ ΝΙΑΤΑ»(“Youth,
1898) του Τζόζεφ Κόνραντ (1857-1924) (μτφ. Άρης Μπερλής [1944-2018], εκδ. Άγρα,
1999)
»…Το πρόσωπό μου ήταν γδαρμένο, πόδια και
χέρια πονούσαν, τα πλευρά μου τα ‘νιωθα ένα ένα, και θα ‘παιρνα όρκο ότι είχα στραμπουλίξει
τη σπονδυλική μου στήλη. Οι βάρκες, δεμένες
πίσω στη πρύμνη, ήταν σε βαθύ σκοτάδι, και γύρω μου έβλεπα τον κύκλο της θάλασσας
που φώτιζε η φωτιά. Μια γιγαντιαία φλόγα ξεπήδησε, φεγγοβόλησε ασυγκράτητη,
φτεροκόπησε σαν πουλί, βρόντηξε σαν κεραυνός. Ακούγονταν τριγμοί, εκρήξεις, κι
οι σπίθες πετούσαν ψηλά. Ο άνθρωπος γεννιέται πάντα στα βάσανα, σε πλοία που
κάνουν νερά, σε πλοία που καίγονται…
»…Δεν χρειάζεται να σας πω τι σημαίνει να
παραδέρνεις πάνω σε μια ανοιχτή βάρκα. Θυμάμαι μέρες
και νύχτες άπνοιας, όταν τραβούσαμε κουπί ασταμάτητα και η βάρκα ήταν σαν να ‘χε
κολλήσει, ακίνητη, σαν να ‘ταν μαγεμένη μέσα στον κύκλο του θαλάσσιου ορίζοντα.
Θυμάμαι τη ζέστη, τα μπουρίνια και τις καταιγίδες που μας έκαναν ν’ αδειάζουμε
σαν τρελοί τα νερά με τους κουβάδες (αλλά γέμιζαν το βαρελάκι μας με πόσιμο
νερό), και θυμάμαι ακόμη δεκαέξι συνεχείς ώρες με το στόμα στεγνό σαν τσαρούχι,
προσπαθώντας με τη γουργούλα να κρατήσω τη βάρκα κόντρα στο άγριο κύμα. Τότε
κατάλαβα πόσο καλός είμαι. Θυμάμαι τα αποθαρρημένα πρόσωπα, τα αποκαμωμένα
σώματα των δύο ανδρών, και θυμάμαι τα νιάτα μου και την αίσθηση που ποτέ πια δεν
θα ξανάρθει – την αίσθηση ότι μπορούσα να ζήσω για πάντα, περισσότερο απ’ τη
θάλασσα, τη γη και όλους τους ανθρώπους· την απατηλή εκείνη αίσθηση που μας παρασύρει
σε χαρές και κινδύνους, στον έρωτα, στον μάταιο αγώνα – στον θάνατο· τη
θριαμβική πεποίθηση της δύναμης, τη ζέση της ζωής σε μια χούφτα χώμα, τη φλόγα της
καρδιάς που κάθε χρόνο γίνεται όλο και πιο αδύναμη, όλο και πιο μικρή, και στο
τέλος σβήνει – γρήγορα, πολύ γρήγορα – πριν από τη ζωή την ίδια.
» Να, λοιπόν, πώς τη βλέπω την Ανατολή. Έχω
δει τις απόκρυφες γωνιές της κι έχω κοιτάξει μέσα στην ψυχή της. Αλλά τώρα τη βλέπω
πάντα από μια μικρή βάρκα: ένα περίγραμμα γαλάζιων, μακρινών βουνών στο φως του
πρωινού· σαν άχνα το μεσημέρι· ένας δαντελωτός πορφυρένιος τοίχος με το
ηλιοβασίλεμα. Νιώθω το κουπί στο χέρι μου, βλέπω την καυτή γαλάζια θάλασσα. Και
βλέπω ακόμα έναν όρμο, έναν πλατύ όρμο, λείο σαν γυαλί και στιλπνό σαν πάγο –
λαμπυρίζει στο σκοτάδι. Ένα κόκκινο φως καίει
μακριά στη σκοτεινή στεριά και η νύχτα είναι μαλακιά και ζεστή. Τραβάμε κουπί
και τα χέρια μας πονούν, και ξαφνικά ένα αεράκι, ζεστό και φορτωμένο με
παράξενες ευωδιές ανθών και αρωματικού ξύλου έρχεται από τη γαλήνια νύχτα – ο πρώτος
που άκουσα στεναγμός της Ανατολής. Αυτό δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Ήταν ανεπαίσθητο
και σαγηνευτικό, σαν γλυκός ψίθυρος, υπόσχεση απόκρυφων ηδονών.
» Τραβούσαμε κουπί σ’ αυτό τελικό στάδιο
έντεκα ώρες. Οι δυο ήταν στο κουπί κι ο τρίτος, που η σειρά του ήταν να
ξεκουραστεί, στο δοιάκι. Είχαμε βάλει σημάδι το κόκκινο φως και κατευθυνόμασταν
προς τα εκεί, εικάζοντας ότι είναι κάποιο λιμανάκι. Προσπεράσαμε δυο πλοία που
κοιμούνταν αγκυροβολημένα – σκάφη εξωτικά, ασυνήθιστα με ψηλή πλώρη – και πλησιάζοντας
το φως, που ήταν τώρα θαμπό, χτυπήσαμε τη μύτη της βάρκας σε μια προβλήτα.
Ήμασταν στραβοί από την κούραση. Οι άντρες μου άφησαν τα κουπιά κι έπεσαν απ’ τους
πάγκους ψόφιοι. Κοίταξα να βρω έναν πάσσαλο. Η μυρωδάτη μαυρίλα της ακτής ήταν
τεράστιες σκοτεινές μάζες, κολοσσιαίοι όγκοι βλάστησης – σχήματα βουβά,
φανταστικά. Και στα πόδια τους, το ημικύκλιο μιας αμμουδιάς λαμπύριζε, σαν
οφθαλμαπάτη. Φως κανένα, τίποτα δεν σάλευε, δεν ακουγόταν τίποτα. Η μυστηριώδης
Ανατολή με υποδεχόταν, αρωματική σαν λουλούδι, σιωπηλή σαν τον θάνατο, σκοτεινή
σαν τάφος.
» Και καθόμουν κατάκοπος, αλλά μ’ ένα
αίσθημα θριάμβου σαν κατακτητής, άυπνος και μαγεμένος μπροστά σ’ ένα βαθύ, ένα
μοιραίο αίνιγμα…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου