...............................................................
Για έναν κώδικα δεοντολογίας στο θέατρο
γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 8.3.2021)
Μέσα από καταστάσεις κρίσης και αναταραχής καλό είναι να προκύψει μια μορφή αναθεωρημένου «λεξικού όρων» που πιθανόν θα συναντήσει ο καλλιτέχνης στην πράξη της σπουδαστικής και επαγγελματικής του ζωής, που θα τον μάθει να αναγνωρίζει «το συμβάν» και να το ονοματίζει σωστά. Αλλά θα ήταν λάθος να ακυρώσουμε την ιδιαίτερη φύση του θεάτρου, την πολύτιμη αντι-συμβατικότητά του, την ελευθερία και την επιθυμία του να ρισκάρει, να δοκιμάζει, να τολμά.
Μέσα στην αναστάτωση λοιπόν των ημερών και με την αίσθηση του επείγοντος υπουργεία και θεσμοί, όργανα και μέλη της θεατρικής κοινότητας έσπευσαν να ανακοινώσουν πως θα καταθέσουν έναν «κώδικα δεοντολογίας», ένα ρυθμιστικό πλαίσιο αρχών συνταγμένο που θα ρυθμίζει τη θεατρική ζωή και θα την καθοδηγεί σύμφωνα με καλές πρακτικές και με κοινά αποδεκτούς τρόπους ορθής συμπεριφοράς στους χώρους μάθησης και εργασίας.
Ποιος θα αρνηθεί τέτοιες μέρες την αξία μιας άνωθεν και εκατέρωθεν ρύθμισης;… Ειδικά κάτω από το βάρος των τελευταίων αποκαλύψεων, όπου ό,τι κι αν λέμε εμείς, τα γεγονότα για πολλούς δεν έκαναν άλλο από το να επιβεβαιώσουν υπάρχουσες προκαταλήψεις περί ελευθεριότητας, ασυδοσίας και εκμαυλισμού ενός επαγγέλματος όπου ο κάθε ασύδοτος καθώς φαίνεται μπορούσε να κάνει περίπου ό,τι ήθελε σε βάρος συναδέλφων και μαθητών του.
Σαν απάντηση το θέατρο συντάσσει εσπευσμένα έναν κώδικα συμπεριφοράς, ενταγμένο κατ’ αρχάς στους κανονισμούς σπουδών του, δευτερευόντως στις συμβάσεις εργασίας του. Προσδοκά έτσι να φανεί τουλάχιστον προς τα έξω πως μπήκε μια κάποια τάξη, πως με το άνοιγμα του χώρου αυτό το καλοκαίρι έχουν τεθεί οι βάσεις για ένα νέο ξεκίνημα.
Κι από πού πρέπει να ξεκινήσει ένας τέτοιος «κώδικας»; Το πρόβλημα όπως φάνηκε είναι ότι οι εξελίξεις έπιασαν και τον ίδιο τον χώρο απροετοίμαστο. Κι αν γνώριζε «τοιαύτες συμπεριφορές», δεν τις κατήγγειλε, όχι μόνο λόγω φόβου, αδράνειας, αδιαφορίας, μα και γιατί οι συμπεριφορές αυτές δεν μπορούσαν να καταδικαστούν πριν, αφού συντεταγμένος, «γραπτός» κώδικας συμπεριφοράς που να τις στιγματίζει δεν υπήρχε.
Υπήρχε στη θέση του ένα έθος, μια κουλτούρα, που ρύθμιζε εκτός από τις σχέσεις και τα ονόματα που (δεν) δίναμε στα πράγματα. Αυτή είναι η περιβόητη αλλαγή νοοτροπίας, του παραδείγματος εντός των οποίων μεταξύ άλλων οι λέξεις και οι πράξεις μας αποκτούν (νέο) νόημα. Κι έτσι, ό,τι πριν ονομαζόταν με έναν τρόπο, τώρα πια -μέσα από κάτι που μοιάζει με αφύπνιση- ονομάζεται και συνειδητοποιείται «αλλιώς».
Αρκετοί από όσους υπήρξαν θύτες, θύματα και μάρτυρες καταστάσεων λοιπόν συμμετείχαν σε ένα πλαίσιο ονοματοδοσίας και νοηματοδοσίας, το οποίο τώρα πια διαλύεται και αφήνει να φανεί η καθαρή πραγματικότητα. Ενώπιόν μας εκεί που πριν υπήρχε «ελευθερία εκφράσεων», αναδύεται τώρα η ωμή προσβολή. Κι εκεί που θέριευε το «ερωτικό ένστικτο» του επιβήτορα (αφεντικού), τώρα πια έχουμε καθαρή παρενόχληση σε χώρο εργασίας και σε βάρος ανυπεράσπιστων εργαζομένων.
Εκεί που ένας αληθινός καλλιτέχνης καλούνταν μέχρι χθες να διερευνήσει μαζί με τον μαθητή του «ζητήματα ταυτότητας», τώρα πια αποκαλύπτεται η παγίδα αποπλάνησης από τον «δάσκαλο», παγίδα που κάποτε κατέληγε σε ηθικό και φυσικό βιασμό.
Αυτό είναι και το πρώτο που επιβάλλει ένας «κώδικας δεοντολογίας». Αποκτά τη μορφή ενός αναθεωρημένου «λεξικού όρων» που πιθανόν θα συναντήσει κανείς στην πράξη της σπουδαστικής και επαγγελματικής του ζωής στη συνέχεια. Μαθαίνει σε κάποιον να αναγνωρίζει το συμβάν και να το ονοματίζει σωστά - δηλαδή να το αντιλαμβάνεται στις σωστές του διαστάσεις.
Κυκλοφορεί ήδη ευρέως ένας αντίστοιχος τέτοιος «κώδικας» γραμμένος από την περίφημη RADA (τη Βασιλική Δραματική Σχολή της Αγγλίας). Θυμίζω πως το αγγλικό θέατρο είχε πριν από μόλις μερικά χρόνια σπαραχτεί από ένα παρόμοιο σκάνδαλο, καταμεσής μάλιστα ενός κρατικού φορέα του. Ο κώδικας της δεοντολογίας του προέκυψε σε παρόμοιες καταστάσεις κρίσης και αναταραχής.
Κι αν τον διαβάσει κανείς προσεκτικά, θα κατανοήσει πως δεν προσπαθεί να κάνει τίποτε άλλο παρά να διευκρινίσει τι καλείται σεξουαλική παρενόχληση, ποιες πράξεις δείχνουν (και μπορούν να καταγγελθούν) ως παράτυπες και επαγγελματικές, τι προστατευτικά μέσα οφείλουν να λαμβάνονται (από τα όργανα αλλά και από τα θύματα) στις αντίστοιχες περιπτώσεις.
Στην αρχή επομένως κι αυτής της μάθησης βρίσκεται «η των ονομάτων επίσκεψις» - αναγκαίο μέρος ενός κώδικα δεοντολογίας. Μεγαλύτερο ωστόσο πρόβλημα πιθανόν προκαλεί η συνέχεια, η διατύπωση πιο συγκεκριμένων κανόνων που θα ρυθμίζουν την ηθική ζωή της κοινότητας. Οχι γιατί είναι δύσκολο να τους σκεφτεί κάποιος ή να τους βάλει σε μια σειρά, όσο γιατί όταν περάσουμε από την πρώτη στην ωριμότερη σκέψη, διαπιστώνουμε πως ελάχιστοι από αυτούς τους κανόνες πρόκειται να τηρηθούν στην πράξη, ενώ αντίθετα πολλοί θα απειλήσουν τον χαρακτήρα και την ταυτότητα του χώρου.
Οι περισσότεροι εξάλλου από αυτούς τους κανόνες που κυκλοφορούν και συζητιούνται στην κοινότητα, καθώς δεν υπήρξε σοβαρή προεργασία, είναι άτακτη μεταφορά από δεκάδες ξένους που κυκλοφορούν στο διαδίκτυο, ενώ μοιραία οι επιμέρους οδηγίες που προστίθενται στη συνέχεια για την «ελληνική περίπτωση» άγονται από την επικαιρότητα. Κάποιοι μοιάζουν απλώς νεο-πουριτανισμοί που τηρούν το σχήμα του πολιτικώς ορθού.
Κάποιοι άλλοι θυμίζουν επαναδιατυπώσεις συλλογικών συνδρόμων (και όπως είπαμε, υπόγειων προκαταλήψεων) που συνοδεύουν δυστυχώς το θέατρο. Κι αν αντιλαμβάνομαι σωστά, μερικοί από αυτούς παραδόξως σαν να μην έχουν γραφτεί από τους ανθρώπους του χώρου, που στο τέλος θα κληθούν να ακολουθήσουν τον κώδικα, αλλά από πολιτικούς, δικηγόρους ή γραμματείς.
Δεν συμμερίζομαι την ακόμα πιο επικίνδυνη στάση που λέει πως όταν μας προβληματίζει το αύριο, οφείλουμε να κάτσουμε στο χθες για πάντα. Μα στην καθυστέρησή μας στη θέσπιση ενός παρόμοιου πλαισίου διαβλέπω τουλάχιστον ένα πλεονέκτημα. Σαν εκείνους που εισέρχονται αργοπορημένοι σε μια νέα τεχνολογία, είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε τα μειονεκτήματα και τις παγίδες, ώστε να εργαστούμε για να τα αποφύγουμε στη δική μας περίπτωση.
Θα ήταν επομένως λάθος να μην αντιληφθούμε στη διατύπωση ενός κώδικα δεοντολογίας πως το θέατρο αληθινά χρειάζεται ένα πλαίσιο σωστής συμπεριφοράς στους χώρους που διδάσκεται και εργάζεται. Αλλά θα ήταν εξίσου λάθος να ακυρώσουμε την ιδιαίτερη φύση του, την πολύτιμη αντισυμβατικότητά του, την ελευθερία και την επιθυμία του να ρισκάρει, να δοκιμάζει, να τολμά. Θα ήταν λάθος να του στερήσουμε τον πυρήνα του δημόσιου λόγου, αλλά και του αγώνα, της ιερής τρέλας και της αυτοθυσίας του. Την αληθινή εκ μέρους του αποκάλυψη των σκοτεινών πτυχών της ανθρώπινης κατάστασης και φύσης, όσο και του φωτός που οδηγεί την κάθε πορεία.
Ας προχωρήσει λοιπόν ο κώδικας - έτσι κι αλλιώς είναι μια διέξοδος αποσυμπίεσης, μια κάποια λύση στην όλη κατάσταση, που θα βγάλει υπουργείο και φορείς του θεάτρου από τη σημερινή αμήχανη θέση. Μα ας γίνει σωστά, με γνώμονα την εμπειρία άλλων χωρών δίπλα στη δική μας. Και κυρίως ας γίνει με σεβασμό σε αρχές που ούτως ή άλλως πρώτο το θέατρο δίδαξε στους υπόλοιπους.
Κανείς δεν θέλει ένα θέατρο φοβισμένο, υποκριτικό και συμβιβασμένο προκειμένου να επαίρεται για ένα θέατρο καθαρό «από τους μιαρούς». Και κανείς από όσους ζητούν το θέατρο να γίνει όπως πρέπει να είναι, δεν ονειρεύεται στη θέση του ένα «καθώς πρέπει» θέατρο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου