Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

Από το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου (1903-1984) «ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΧΩΜΑΤΑ & ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 1977)

 ..............................................................








Ασημάκης Πανσέληνος (1903-1984)






·        Από το βιβλίο του Ασημάκη Πανσέληνου (1903-1984) «ΝΕΡΑ ΚΑΙ ΧΩΜΑΤΑ & ΑΛΛΑ ΠΟΛΛΑ» (εκδ. ΚΕΔΡΟΣ, 1977)

 


Σελ. 37


«…Κουβέντιασα περιμένοντας το λεωφορείο σ’ ένα μαγαζί, στις Καρυές, με καλόγερους και τους άκουσα να μου αφηγιούνται, με άφατη ηδονή χυμένη στην όψη τους, τα θάματα της Παναγίας της Πορταΐτισσας, ενώ ταφτόχρονα με κοιτούσαν με κάποιο οίχτο, με την υποψία πως δε θα τους πίστεβα. Αν δίνει η πίστη μια εφτυχία στον άνθρωπο είναι ότι τον τυλίγει με παραμύθια που είναι πάντα καλόδεχτα στην ψυχή του. Ο έρωτας, η θρησκεία και η ιδεολογία όταν κυριέψουν την ψυχή και το πνέβμα μας, μας οπλίζουν με μια ειδική κουταμάρα που συνυπάρχει διαλεχτικά με την οσηδήποτε νοημοσύνη μας και την φρενάρει ως το σημείο να μη βλάφτει την επίτεφξη του τελικού τους σκοπού…»


 

Σελ. 54


«…Νομίζω σαν έσχατο εξεφτελισμό του ανθρώπινου σώματος τη διακόσμησή του με λογής μπιχλιμπίδια, δαχτυλίδια, βραχιόλια, σκουλαρίκια, καρφίτσες, λαιμαργιές, μετάλλια, παράσημα, μεγαλόσταβρους, κορδελάκια και άλλα πολύτιμα ή ψέφτικα κρεμαστάρια, άμφια, κορώνες, τήβεννες και καλπάκια που στην χειρότερη περίπτωση εκφράζουν κουφομυαλιά και στη χειρότερη απατεοσύνη. Δίχως απατεώνες η ανθρωπότητα θα φαινόταν ανάπηρη! Και οι βέρες των παντρεμένων είναι σύμβολα σεξουαλικής υποδούλωσης.

   Υπάρχει κάτι το τραγικά κωμικό μέσα σ’ αφτή την κοινωνικοαισθητική καπηλεία. Μοιάζει να θέλει ο άνθρωπος να διακοσμήσει τον ουρανό με ένα φιόγκο! Αλλά είναι συνάμα και τόσο ανθρώπινο να αφτομικραίνεται με τέτοια μασκαριλίκια ο άνθρωπος για να ξαλαφρώσει από την τεράστια εφθύνη της ύπαρξής του.

   Και τούτη πάλι η βέρα! Παρόλο που είναι φτιαγμένη από χρυσάφι, ποτέ δε μπόρεσε να δεσμέψει τη φύση, να σιγουρέψει το γεμάτο ανασφάλεια συζυγικό μονοπώλιο. Είναι άνθρωποι γεννημένοι από τη φύση να την παθαίνουν αφτή τη δουλειά κι άλλοι που την παθαίνουν χωρίς να ‘ναι…»


 

Σελ. 64-65


«…Γιατί η πορνεία δεν είναι κοινωνικό φαινόμενο που χαραχτηρίζει μόνο φτωχούς ανθρώπους, καθώς λογουχάρη όταν αναγκάζεται μια γυναίκα να πέφτει από του ενός άντρα την αγκαλιά στου άλλου για να κουτσοζήσει, ώσπου η συνήθεια γίνεται επάγγελμα το οποίο μάλιστα μπορεί καμιά φορά και να το σταματήσει, όταν από λόγους άλλους χορτάσει ψωμί και πριν την εξουθενώσει η κοινωνική περιφρόνηση. Στην εξουθένωση τούτη στηρίζεται το δραματικό στοιχείο της φτωχής πόρνης. Όμως η πορνεία συχνότατα χαραχτηρίζει πλατιά κοινωνικά στρώματα και κάποτε γίνεται μέσο μεγάλης κοινωνικής επιβολής.

   Υπάρχει στον άνθρωπο μια βιολογική ερωτική πείνα, μια πολυγαμική διάθεση, όπου ο ελέφτερος έρωτας μπερδέβεται με την πορνεία (όπως κι ον νόμιμος γάμος) όταν την ερωτική μανία του ενός την μεταχειρίζεται ο πιο ψύχραιμος, για να  πετύχει (έστω και εκούσια) εξωερωτικές εξυπηρετήσεις. Από την άποψη τούτη υπάρχει και πορνεία αντρική. Αφτά όμως όλα είναι κοινοτοπίες.

   Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι πως ο πραγματικός έρωτας είναι φαινόμενο απρομελέτητο και εφήμερο, προσδιορίζεται από ασύλληπτες παρορμήσεις, όταν για τη συντέλεσή του, χρειάζεται φαντασίωση, σχεδόν παρανοϊκή και η άγρια εκείνη διάθεση, με το σμίξιμο, να καταχτήσεις το ψυχικό μυστήριο του προσώπου που σε προσήλωσε. Και στην περίπτωση τούτη πια το δώρο και οποιαδήποτε άλλη προσφορά είναι αψηλή ψυχική κίνηση – συμβολική εισβολή στην  προσωπικότητα του ερωτικού ειδώλου.

   Στην απειράριθμη ποικιλία των περιπτώσεων στηρίζεται η τραγικότερη – ίσως- πλεβρά της ανθρώπινης μοίρας. Και οι άνθρωποι που δεν αντικρύζουν τη μοίρα τους είναι φτωχοί ψυχικά…»


 

Σελ. 91-92


«…ΜΙΚΡΟ ΠΑΙΔΙ με μάγεβε η μάνα μας με το παραμύθι της για το Αχιλιοπουτάρι (που είτανε η λεσβιακή σταχτοπούτα) φτωχό και με κακιά μητριά πλην πανέμορφο κοπελούδι, που με το να κάθεται ολημέτα συμμαζεμένο κοντά στο τζάκι σκέπαζε το πουτί του στάχτη – αχιλιά! Γιατί; Ποτές δεν κατάλαβα, μα και ποτές δεν το σκέφτηκα παρά τώρα που γράφω. Ίσως λοιπόν να συμβολιζόταν με κάρβουνο που κρυφόκαιγε σκεπασμένο με στάχτη, αφτό το ίδιο το πουτί της κοπέλας – η παραριχμένη από τη φτώχεια ομορφιά της.

   Δεν θυμάμαι ακριβώς τη συνέχεια, θαρρώ πως έκανε κάποια ζημιά το Αχιλιοπουτάρι, άφισε, λογουχάρη, να καεί το φαγί, το δείραν, το διώξαν ή πήρε τα μάτια του κι έφυγε μόνο από το σπίτι της κακιάς μητριάς. Όπου γυρνώντας στα βουνά και στα λαγκάδια του κόσμου συνάντησε κάποια μάγισσα. Τούτη βρισκότανε σε κάποια δύσκολη θέση – έχουνε, βλέπεις, και τα δαιμονικά τις ανάγκες τους – και η κοπέλα τη βοήθησε. Τότες η μάγισσα της έδοσε τρία αμύγδαλα με τη σύσταση να τα σπάσει όταν βρεθεί σε ζόρι.

   Το κοπελούδι γυρνούσε τον κόσμο και όπως σε όλα τα παραμύθια, βρέθηκε μπρος στο βασιλόπουλο που διάλεγε γυναίκα να παντρεφτεί! (Η παγκόσμια λογοτεχνία, η λαϊκή και η λόγια, είναι γεμάτη με τη δραματική αναζήτηση από τα λογής βασιλόπουλα, γυναίκας όμορφης, κατάλληλης θήκης να βάλουν μέσα το μαραφέτι τους και να διαιωνίσουν την εβγενική τους γενιά). Έσπασε τότε το Αχιλιοπουτάρι το πρώτο αμύγδαλο και βγήκε από μέσα και ντύθηκε ένα φόρεμα που παράσταινε τον ουρανό με τ’ άστρα. Το βασιλόπουλο απόμεινε να τη βλέπει. Έσπασε τότες και το δέφτερο αμύγδαλο κι έβγαλε από μέσα και ντύθηκε ένα φόρεμα που παράσταινε τον κάμπο με τα λουλούδια. Κι ύστερα με το τρίτο αμύγδαλο φόρεσε τη θάλασσα με τα ψάρια! Έτσι ντυμένη την ομορφιά του Σύμπαντος μάγεψε το βασιλόπουλο και την πήρε γυναίκα του. Κι έφυγε, κοντά στο νου, η στάχτη που σκέπαζε το πουτί της.

   Από τα πρώτα σοσιαλιστικά βιβλία που διάβασα νέος, είταν του Άβγουστου Μπέμπελ «Η γυναίκα και ο σοσιαλισμός».  Έτρεμα από συγκίνηση που ο σοσιαλισμός προετοίμαζε για τον άνθρωπο μια μοίρα που το πρότυπό της, έλεγε ο Μπέμπελ, θα μπορούσε κανείς να το αναζητήσει ακόμα και στο «βασίλειο των ονείρων». Αφτή τη μαγεία του παιδικού μου παραμυθιού ένιωθα τότε που διάβαζα σοσιαλισμό. Τον άνθρωπο τυλιγμένο με την κοσμική ομορφιά.


 

Σελ. 121-122


«…Τίποτα άλλο δε σκέφτομαι τώρα για τη δικαιοσύνη μας που να μπορώ να το πω χωρίς να θεωρηθεί εξύβριση της αρχής. Κι όμως η «αρχή» δεν μπορεί να νοηθεί σαν αντικείμενο εξύβρισης γιατί μηδέ προσωπικότητα μηδέ ιδιαίτερη συνείδηση έχει. Η ειδωλοποίησή της είναι πράξη υποδουλωτική. Μια σωστή και πραγματική ελέφτερη κοινωνία, σημερινή ή αβριανή, θα έπρεπε ξεχωρίζοντας τη βρισιά από τη συκοφαντία, να την κάνει ακαταδίωχτη ποινικά, ιδιαίτερα όταν στρέφεται ενάντια σε αρχές και σε κυβερνήτες, αφίνοντας στην κρίση του κοινωνικού συνόλου τον υβριζόμενο και τον υβριστή.


   Γιατί εχτός που είναι η βρισιά βασική παρόρμηση της ψυχής μας είναι και οργανικά δεμένη με την κριτική που είναι απαραίτητη σε μιαν ελέφτερη κοινωνία. Η λεγόμενη «εξύβριση αρχής» είναι η αδυναμία κάθε κατεστημένου. Και η αρχή που το γόητρό της χρειάζεται υποστήριξη από τον ποινικό νόμο, είναι για να την κλαις. Αντίθετα πρέπει να θεσπιστεί σαν ποινικό αδίκημα η ακαταδίωχτη ως τα σήμερα  κ ο λ α κ ε ί α , με επιβαρυντικές συνέπειες όταν απεφθύνεται σε αρχές ή σε δυνατούς. Η κολακεία είναι πάντα μια απάτη προμελετημένη. Είναι μία ιδέα που έχουμε για τον εαφτό μας χωρίς να τη λέμε και μας τη λεν οι άλλοι χωρίς να την έχουν.

   Γιατί τα είπαμε τώρα όλα τούτα; Όταν ο άνθρωπος ταξιδέβει το μυαλό του βγαίνει όξω από τη φυλακή. Φέβγει. Και μιλώντας ελεφθερώνεται. Όμορφη τρέλα η ομιλία, έλεγε ο Νίτσε. Μιλώντας ο άνθρωπος χορέβει πάνω απ’ όλα τα πράματα.

 

Σελ. 185-186

   «…Το νερό και το δέντρο δυο αρχέγονα στοιχεία κυριαρχικά στην ψυχή του ανθρώπου, όπου η δεισιδαιμονία και η μαγεία είναι συστατικά της στοιχεία! Γι’ αφτό* και η πιο γνήσια θρησκεία του μένει πάντα ο παγανισμός, που επιζεί μες σε όλες τις νεότερες ηθικοθρησκευτικές του αντιλήψεις. Στη Λέσβο μας, όπως και σε όλη δα την Ελλάδα (και σ’ όλο τον κόσμο) ο χριστιανισμός ποτές δεν απώθησε τα είδωλα. Πλάι στις εκκλησιές είναι νερά που θαυματουργούν, «τα αγιάσματα», και δέντρα που γιατρέβουν* τις αρρώστιες.

   Στη Ρίγα της Σοβιετικής Λεττονίας είναι ένα δέντρο που κάνει καλό στον έρωτα, όταν πας και καθίσεις στον ίσκιο του. Πήγαινε, λεν, και καθόταν ο Μαξίμ Γκόρκι. Οι Έλληνες, που βρεθήκαμε εκεί, πήραν κομμάτια από τη φλούδα του, πήρα κι εγώ και το έχω ακόμα μες στο συρτάρι μου, δε βλέπω να μου έκανε σπουδαία πράματα!

   Στη Μυτιλήνη, κοντά στη Βαριά, πλάι στο ξωκλήσι του Άγιου Γιάννη του Μόθωνα είναι ένα δέντρο δασύ κι όποιος πάθαινε τότες ελονοσία – «πιασμό» τη λέγαν – πήγαινε κι έδενε στα κλαδιά του ένα μικρό κουρέλι από τα ρούχα του και γενόταν καλά! Και στ’ άλλο ξωκλήσι των Άγιων Ανάργυρων, στ’ Ακλειδιού, είτανε μια μικρή σπηλιά με νερό κι όποιος πήγαινε να προσκυνήσει τους άγιους, περνούσε πρώτα κι έπινε αγιάσμα από τη σπηλιά. Είταν κι ο Άη Θαράπης ο τζατζαλιάρης – τζάτζαλο λεν το κουρέλι, - που γιάτρεβε και τούτος τα πάθια των ανθρώπων με κουρέλια από τα ρούχα τους που του κρεμούσαν δε ξέρω πώς. Κι είχε τόσο πολύ συνδεθεί ο άγιος με τα κουρέλια ώστε και όταν κανένας συμπολίτης μας ξέπεφτε και κουρελιαζόταν τα ρούχα του τον αποκαλούσανε Άη Θαράπη!

   Ο άνθρωπος πάντα πίστεβε και σήμερα ακόμα πιστέβει πιο πολύ στους θεούς που βγαίνουν από το χώμα και το νερό, παρά σε κείνους που έρχονται από τον ουρανό…»

 

Σελ. 195

«…Η αφτοκριτική στην πολιτική σε εφκολύνει, με τίτλο την αναγνώριση των λαθών σου, να παίρνεις προθεσμία για να κάνεις καινούρια…»

 

Σελ. 199

«…Κάποτε οι άνθρωποι δε θα βρίσκουν πληρότητα στη ζωή τους και δε θα πεθαίνουν πριν περιπλανηθούν και περιεργαστούν το μικρό πλανήτη που από το χώμα και το νερό του είναι φτιαγμένα το σώμα μας και η ψυχή μας…»

 

Σελ. 231-232

«…Η βιομηχανία, ό,τι κι αν πεις, πληθαίνει τα χρειαζούμενα του ανθρώπου, όμως κατεβάζει το γούστο και των ανθρώπων και των πραγμάτων γιατί αφαιρεί απ’ αφτά την ψυχή του μάστορα – τα δάχτυλά του είναι κεραίες που εκπέμπουν μια ζέστα και την ενσωματώνουν στα έργα του…

…Είτε φορμάρεις στο καλαπόδι τα φόντια ενός παπουτσιού, είτε πλάθεις ένα λαγήνι στον ποδοκίνητο τροχό, είτε παλέβεις* με τις λέξες να φτιάσεις μια φράση στο χαρτί, η ίδια ψυχική διεργασία συντελιέται* ανάμεσο στη συνείδησή σου και στο υλικό σου. Στη λογοτεχνία η διεργασία είναι πιο δύσκολη γιατί το υλικό της δεν έχει υλική υπόσταση.

   Δεν είναι σωστό όταν λένε πως αφτό που βαραίνει σ’ ένα καλλιτέχνημα είναι αφτό* που δεν μπορεί να εξηγηθεί. Η λέξη τέχνη είναι εξήγηση. Η βιομηχανία ποτέ δε μπορεί να είναι υποκείμενο τέχνης καθεαφτή*. Η τέχνη ξεκινάει από το άτομο και τελειώνει με αφτό*…» 


*ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Εννοείται ότι στην αντιγραφή τηρήθηκε η 

ορθογραφία του συγγραφέα...


Δεν υπάρχουν σχόλια: