Δευτέρα 1 Μαρτίου 2021

"100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ / 1921, μια μοιραία χρονιά" του Ηλία Μαγκλίνη ("Καθημερινή", 28.2.2021)

...............................................................



100 ΧΡΟΝΙΑ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ

1921, μια μοιραία χρονιά
















Συμπληρώνεται ένας αιώνας από τότε που το «Μικρασιατικό Ζήτημα», προτού γίνει Καταστροφή, πήρε τον χαρακτήρα της εκστρατείας


Φέτος συμπληρώνονται διακόσια χρόνια από τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Ωστόσο, ήδη γίνονται κάποιες συζητήσεις για την άλλη μεγάλη ιστορική επέτειο που ακολουθεί το 2022: τα εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή.


Και η φετινή χρονιά όμως έχει έναν, άτυπο έστω, χαρακτήρα επετείου: συμπληρώνονται εκατό χρόνια από το 1921, από τότε δηλαδή που το «Μικρασιατικό Ζήτημα», προτού γίνει Καταστροφή, πήρε τον χαρακτήρα της πραγματικά μεγάλης, επικής (και μοιραίας) εκστρατείας.

Από τις αρχές του 1921, περίπου ενάμιση χρόνο μετά την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη, όλα έδειχναν να μεταβάλλονται δραματικά. Η κυβέρνηση είχε αλλάξει από τον Νοέμβριο του 1920, ο βασιλιάς Κωνσταντίνος είχε επιστρέψει και η Ελλάδα έμπαινε όλο και πιο βαθιά σε μια περιπέτεια με την αρχαιοελληνική σημασία της λέξης: μέσα στο 1921 η χώρα επιδίωξε κάτι μεγάλο, στο τέλος όμως βρέθηκε αντιμέτωπη με το ακριβώς αντίθετο αυτού που επιδίωκε.

Το ελληνικό κράτος, με ολοένα αυξανόμενους οικονομικούς τριγμούς, με μια κοινωνία εξαντλημένη έπειτα από δέκα συνεχή χρόνια πολέμων, διπλωματικά αποδυναμωμένο και απομονωμένο, πολεμούσε σε στρατιωτικό αλλά και πολιτικό επίπεδο για να βρει τη χρυσή τομή στην κρίση. Στις 8 Φεβρουαρίου του 1921, κατά τη Διασυμμαχική Διάσκεψη του Λονδίνου για το Μικρασιατικό, ενώ ο Λόιντ Τζορτζ έδινε την εντύπωση στους Ελληνες εκπροσώπους ότι η Βρετανία υποστήριζε με ενθουσιασμό τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Μικρά Ασία, προτάθηκε συμβιβασμός τον οποίο η ελληνική αντιπροσωπεία απέρριψε.


Την ίδια στιγμή, μέσα στο 1921 η τουρκική ηγεσία πέτυχε τη σύναψη φιλικών σχέσεων με την Ιταλία και τη Γαλλία, ενισχύοντας την απομάκρυνσή τους από τις βρετανικές επιλογές. Ειδικότερα, με τον Ιταλό υπουργό Σφόρτσα οι Τούρκοι συμφώνησαν στην κοινή διαχείριση πόρων της ιταλικής ζώνης στη Μικρά Ασία με αντάλλαγμα την αναγνώριση των τουρκικών διεκδικήσεων στη Σμύρνη και στη Θράκη. Η Ιταλία απέσυρε σταδιακά τις δυνάμεις της από την Αντάλια και επέτρεψε στους Τούρκους να αναλάβουν τον έλεγχο της περιοχής. Η Τουρκία είχε επίσης βρει αναπάντεχο σύμμαχο στη νεοσύστατη 
Σοβιετική Ενωση.


Ανώτατοι και ανώτεροι αξιωματικοί του Γ΄ Σώματος Στρατού, 
το οποίο σήκωσε το κυρίως βάρος της εαρινής επίθεσης τον 
Μάρτιο του 1921.
Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ



Μέσα σε αυτό το διάστημα, η Ελλάδα επένδυε μονάχα στο άλκιμο αίμα μιας ολόκληρης γενιάς νεαρών ανδρών, πολλοί από τους οποίους βρίσκονταν μακριά απ’ τα σπίτια τους από το 1912. Ετσι, μέσα από συνεχείς επιστρατεύσεις, η χώρα προχώρησε σε κλιμάκωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων. Στην ημερησία διαταγή της 6ης Μαρτίου του 1921, η πρώτη, εμβληματική φράση του Αναστάσιου Παπούλα, αρχηγού της Στρατιάς Μικράς Ασίας μετά τον Νοέμβριο του 1920, προς τους στρατιώτες ήταν: «Στρατιώται, θα επιτεθώμεν!»…

Ομως, οι Ελληνες αξιωματικοί και στρατιώτες άρχισαν τότε να παρατηρούν έκπληκτοι ότι, πλέον, σε χτυπητή αντίθεση με το 1919 και το 1920, δεν είχαν απέναντί τους ελλιπείς και κακά οργανωμένες τουρκικές στρατιωτικές μονάδες ή ομάδες ατάκτων, αλλά έναν τακτικό στρατό που οργανωνόταν, εξοπλιζόταν, διατηρώντας παράλληλα αμείωτο τον φανατισμό και τον πατριωτισμό του.

Αν το 1920 η απόφαση του τότε αρχηγού Στρατιάς Λεωνίδα Παρασκευόπουλου να καταλάβει την Προύσα είχε προκαλέσει την οργή του Βενιζέλου, στις αρχές του 1921 η διεύρυνση του μετώπου και, κυρίως, η διείσδυση εντός της τουρκικής ενδοχώρας, πήρε δραματικές διαστάσεις. Στη μεγάλη εαρινή επίθεση του Γ΄ Σώματος Στρατού τον Μάρτιο του 1921 βορείως του Εσκί Σεχίρ, για πρώτη φορά οι ελληνικές μονάδες υπέστησαν τεράστιες απώλειες δίχως να επιτευχθεί ο αντικειμενικός σκοπός. Επρόκειτο για την πρώτη, ουσιαστικά, ήττα της Στρατιάς Μικράς Ασίας.


Τον Μάιο, νέα συμβιβαστική πρόταση από τις ξένες δυνάμεις απορρίφθηκε από την κυβέρνηση Γούναρη και τη συμβολική ημερομηνία της 29ης Μαΐου ο Κωνσταντίνος και η κυβέρνηση μετέβησαν στη Σμύρνη, με τον ασθενή και εξασθενημένο βασιλιά να αναλαμβάνει την ηγεσία του στρατεύματος.

Ενα ακριβώς μήνα μετά, στις 29 Ιουνίου του 1921, ξεκίνησε η μεγάλη θερινή επίθεση της Στρατιάς (είχαν προηγηθεί νέες επιστρατεύσεις, όχι μόνον Ελλαδιτών αλλά και Μικρασιατών). Στις 4 Ιουλίου καταλήφθηκε η Κιουτάχεια και δύο ημέρες μετά το Εσκί Σεχίρ.
Παρά την ελληνική θριαμβολογία, ο τουρκικός στρατός είχε και πάλι αποτραβηχτεί με επιτυχία ανατολικά, αυτή τη φορά στην έδρα της κεμαλικής κυβέρνησης, την Αγκυρα.

Μοιραία ημερομηνία είναι η 15η Ιουλίου του 1921, όταν στην Κιουτάχεια πραγματοποιείται το μεγάλο πολεμικό συμβούλιο, οπότε και αποφασίζεται η συνέχιση της εκστρατείας ανατολικά. Ο στόχος παρέμενε ο ίδιος: η εξόντωση του κεμαλικού στρατού μέσα από την κατάληψη της Αγκυρας.
Ο στρατηγός Κλεάνθης Μπουλαλάς, στο βιβλίο του «Η Ελλάς και οι σύγχρονοι πόλεμοι» (1965), θυμάται τον φίλο και σύντροφο εν πολέμω Θεμιστοκλή Αθανασιάδη-Νόβα (και μετέπειτα βραχύβιο πρωθυπουργό), ο οποίος το 1921 βρίσκεται στη Μικρά Ασία ως πολεμικός ανταποκριτής, να καταφθάνει στο Εσκί Σεχίρ από την Κιουτάχεια, να μπαίνει στη σκηνή του και να ανακοινώνει: «Η μοιραία απόφασις της εκστρατείας προς Αγκυραν ελήφθη», του ανακοινώνει, και ο Μπουλαλάς τον ρωτάει πού το ξέρει. «Μου απήντησεν», γράφει ο Μπουλαλάς, «ότι έρχεται από την Κιουτάχειαν και του το είπεν ο ίδιος ο Γούναρης». 


Ιούλιος 1921. Ανδρες του Γ΄ Σώματος Στρατού εισέρχονται 
στο Εσκί Σεχίρ. Φωτ. ΕΘΝΙΚΟ ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ


Ετσι, τον Αύγουστο του 1921 η Ελλάδα θα παρατάξει τον μεγαλύτερο εμπόλεμο στρατό στη νεότερη ιστορία της, περί τις 220.000 άνδρες, με τις 125.000 να βρίσκονται στο μέτωπο. Ξεκινώντας μια αδιανόητα επίπονη πορεία την 1η Αυγούστου, εν μέσω καύσωνα, διαβαίνοντας τον ποταμό Σαγγάριο και περνώντας μέσα από τη φλογισμένη Αλμυρά Ερημο, η Στρατιά συγκρούστηκε με τον φανατισμένο εχθρό σε ένα ευρύτατο μέτωπο πολλών χιλιομέτρων επί τρεις ολόκληρες εβδομάδες (10-31 Αυγούστου 1921).

Η περίφημη Μάχη του Σαγγάριου ήταν ένα σφαγείο εντός εχθρικού, αφιλόξενου εδάφους και έκρινε ουσιαστικά τους κόπους μιας ολόκληρης χρονιάς, αν όχι και της εκστρατείας συνολικά: η ελληνική Στρατιά διάβηκε εκ νέου τον Σαγγάριο, αυτή τη φορά όμως με κατεύθυνση δυτικά – τεράστιο χτύπημα στο ήδη καταπονημένο ηθικό των Ελλήνων στρατιωτών, που υπερέβησαν αντοχές, σωματικές και ψυχικές.
‘Αγονο παρασκήνιο

Από το σημείο αυτό και πέρα, ξεκινάει ένας ολόκληρος χρόνος αποτελμάτωσης και άγονου διπλωματικού παρασκηνίου. Ενας κουρασμένος, στα όρια της ανταρσίας, στρατός που τελεί σε αδράνεια τον χειμώνα του 1921-1922 στα χιονισμένα υψίπεδα της Μικράς Ασίας, με τον αντίστοιχο τουρκικό να εξοπλίζεται πυρετωδώς, σε συνδυασμό με το αδιέξοδο σε πολιτικό, διπλωματικό επίπεδο – όλα θα οδηγήσουν στην Καταστροφή του Αυγούστου του 1922.

Η «Κ» θα αφιερώνει καθ’ όλη τη διάρκεια αυτής της χρονιάς σελίδες με μαρτυρίες, αφηγήσεις, κυρίως όμως κείμενα έγκριτων ιστορικών με θέμα το κρίσιμο και μοιραίο 1921, σε μια προσπάθεια να παρακολουθήσουμε και να αναλύσουμε τις δραματικές εξελίξεις. Θα δημοσιεύεται τουλάχιστον ένα άρθρο τον μήνα, ενίοτε και δύο φορές (ειδικά καθώς θα διανύουμε τους καλοκαιρινούς μήνες), με εναλλαγές ανάμεσα στην ιστοριογραφική ανάλυση και στην ανάδειξη μαρτυριών και άλλων αφηγήσεων από ημερολόγια και άλλα χρονικά που κράτησαν απλοί κληρωτοί και αξιωματικοί. Το ιδιότυπο αυτό αφιέρωμα διαρκείας ευελπιστούμε να λειτουργήσει σαν ένα είδος «προθέρμανσης» στη μεγάλη επέτειο από την εθνική καταστροφή του 1922, οπότε και η «Κ» θα επανέλθει με νέα αφιερώματα.

Οι «νεκροθάφτες»

Ο στρατιώτης Λευτέρης Παρασκευαΐδης, της 7ης Μεραρχίας Πεζικού, σημειώνει στο ημερολόγιό του ότι μετά την παύση των μαχών του Μαρτίου του 1921 έγινε μάρτυρας στιχομυθίας ανάμεσα σε δύο τραυματιοφορείς που ξεφόρτωναν δύο νεκρούς από ένα μουλάρι για να τους θάψουν σε ένα λάκκο «που έχει μέσα ακόμη καμμιά δεκαπενταριά». Λέει ο ένας: «Ο,τι είχαν να δώσουν το έδωσαν. Τώρα να δούμε τους τραυματίες που μας είναι ακόμα χρήσιμοι. Αυτούς να σώσουμε. Νεκροθάφτες θα γίνουμε; Βαρέθηκα πια τόσα χρόνια να κουβαλώ σκοτωμένους. Οι σκοτωμένοι γλύτωσαν»

(«Ημερολόγιο και Αλληλογραφία ενός φαντάρου της Μικρασιατικής Εκστρατείας», εκδ. University Studio Press). Από το Γ΄ Σώμα Στρατού, οι απώλειες μιας εβδομάδας μαχών ήταν: 212 αξιωματικοί και 3.988 οπλίτες, εκ των οποίων 53 αξιωματικοί και 655 οπλίτες νεκροί (αντιστρατήγου Αριστοτέλους Ι. Βλαχόπουλου, «Απομνημονεύματα εκ των εν Μικρά Ασία Επιχειρήσεων Μαρτίου – Ιουλίου 1921», Αθήναι, 1963).




Δεν υπάρχουν σχόλια: