Πέμπτη 4 Μαρτίου 2021

Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο Ξένος» του Αλμπέρ Καμί (1913-1960) (μτφ. Βασίλης Τομανάς, εκδ. «Εξάντας», 1989)

.................................................







Αλμπέρ Καμί (1913-1960)










Απόσπασμα από το μυθιστόρημα «Ο Ξένος» του

 Αλμπέρ Καμί (1913-1960) (μτφ. Βασίλης Τομανάς, 


εκδ. «Εξάντας», 1989)

 

…Σηκώθηκε όρθιος μόλις τ’ άκουσε και με κοίταξε κατάματα. Είν’ ένα παιχνίδι, που το ‘ξερα καλά. Συχνά διασκεδάζαμε παίζοντάς το με τον Σελέστ ή τον Εμανουέλ και, κατά κανόνα, αυτοί απέστρεφαν τα μάτια. Κι ο ιερέας το ‘ξερε καλά τούτο το παιχνίδι, το κατάλαβα αμέσως: το βλέμμα του ήταν τελείως σταθερό. Ούτε και η φωνή του έτρεμε όταν μου είπε: «Ώστε δεν έχετε καμία ελπίδα και ζείτε με τη σκέψη ότι θα πεθάνετε ολόκληρος;» «Ναι», αποκρίθηκα.

   Κατέβασε τότε το κεφάλι και ξανακάθισε κάτω. Μου είπε ότι με λυπόταν. Έκρινε ότι κάτι τέτοιο ήταν αβάσταχτο για έναν άνθρωπο. Εγώ το μόνο που ένιωσα ότι άρχιζε να μ’ ενοχλεί. Γύρισα κι εγώ αλλού τα μάτια και πήγα κάτω απ’ το φεγγίτη. Ακούμπησα με τον ώμο στον τοίχο. Δίχως να τον πολυπαρακολουθώ, κατάλαβα ότι είχε αρχίσει να μου υποβάλει ερωτήσεις. Μιλούσε γεμάτος ανησυχία και άγχος. Κατάλαβα ότι είχε συγκινηθεί, κι έδωσα μεγαλύτερη προσοχή στα λεγόμενά του.

   Μου έλεγε ότι ήταν βέβαιος πως η αίτησή μου θα γινόταν δεκτή, μα ότι κουβαλούσα το βάρος μιας αμαρτίας, κι απ’ αυτό έπρεπε ν’ απαλλαγώ. Κατά τη γνώμη του, η δικαιοσύνη των ανθρώπων δεν ήταν τίποτα και η δικαιοσύνη του Θεού ήταν το παν. Έκανα το σχόλιο ότι με είχε καταδικάσει η πρώτη. Μου αποκρίθηκε ότι, παρ’ όλ’ αυτά, η δικαιοσύνη των ανθρώπων δεν είχε εξαλείψει το αμάρτημά μου. Του είπα ότι δεν ήξερα τι ήταν αμάρτημα. Το μόνο που μου είχαν πει ότι ήμουν ένοχος. Ήμουνα ένοχος, πλήρωνα, δε μπορούσαν να μου ζητήσουν τίποτα περισσότερο. Εκείνη τη στιγμή, σηκώθηκε πάλι όρθιος, και σκέφτηκα ότι, αν ήθελε να μετακινηθεί μέσα σε τούτο το στενό κελί, δεν είχε πολλές δυνατότητες. Έπρεπε είτε να κάθεται είτε να σηκώνεται όρθιος.

   Είχα καρφώσει τα μάτια στο πάτωμα. Έκανε ένα βήμα προς το μέρος μου και σταμάτησε, σάμπως να μην τολμούσε να προχωρήσει περισσότερο. Κοίταξε τον ουρανό ανάμεσ’ απ’ τα σίδερα. «Απατάσθε, τέκνον μου», μου είπε, «θα μπορούσαν να σας ζητήσουν κάτι περισσότερο. Κι ίσως να σας το ζητήσουν κιόλας». «Τι πράμα;» «Θα μπορούσαν να σας ζητήσουν να δείτε». «Να δω τι;»

   Ο ιερέας έριξε μια ματιά ολόγυρά του κι αποκρίθηκε με μια φωνή που μου φάνηκε άξαφνα πολύ κουρασμένη: «Όλες αυτές οι πέτρες στάζουν πόνο, το ξέρω. Ποτέ μου δεν τις αντίκρισα χωρίς αγωνία. Μα στο βάθος της καρδιάς μου, ξέρω ότι οι πιο δυστυχισμένοι από σας είδαν να βγαίνει από το σκοτάδι τους ένα θεϊκό πρόσωπο. Αυτό ακριβώς το πρόσωπο σας ζητούν να δείτε».

   Αναστατώθηκα λιγάκι. Είπα ότι, μήνες τώρα, κοίταζα αυτούς τους τοίχους. Τίποτα και κανένα στον κόσμο δεν γνώριζα καλύτερα απ’ αυτούς. Ίσως, πάει πολύς καιρός από τότε, είχα αναζητήσει σ’ αυτούς ένα πρόσωπο. Μα το πρόσωπο αυτό είχε το χρώμα του ήλιου και τη φλόγα του πόθου: ήταν το πρόσωπο της Μαρί. Μάταια το ‘χα αναζητήσει. Τώρα, αυτά είχαν περάσει. Και όπως κι αν έχει το πράμα, δεν είχα δει να προβάλει τίποτε απ’ τις νοτισμένες τούτες πέτρες.

   Ο ιερέας με κοίταξε με κάποια συμπόνια. Τώρα είχα στηριχτεί ολόκληρος στον τοίχο, και στο μέτωπό μου κυλούσε ο φως της ημέρας. Είπε μερικές κουβέντες που δεν άκουσα και με ρώτησε πολύ γρήγορα αν του επέτρεπα να με φιλήσει. «Όχι», αποκρίθηκα. Γύρισε κατά την άλλη μεριά και βάδισε κατά τον τοίχο, που από πάνω του πέρασε αργά το χέρι του. «Ώστε την αγαπάτε τόσο πολύ αυτή τη γη;» μουρμούρισε. Δεν αποκρίθηκα.

   Έμεινε αρκετή ώρα κοιτάζοντας αλλού. Η παρουσία του με βάραινε και μ’ ερέθιζε. Ήμουν έτοιμος να του πω να φύγει, να μ’ αφήσει ήσυχο, όταν άξαφνα, φώναξε, σα να ξεσπούσε, γυρίζοντας προς τα εμένα: «Όχι, δε μπορώ να σας πιστέψω. Είμαι βέβαιος ότι φτάσατε κάποτε να ευχηθείτε να υπήρχε μια καλύτερη ζωή». Του αποκρίθηκα ότι φυσικά και το έκανα, μ’ αυτό δεν είχε πιο μεγάλη σημασία απ’ την  ευχή να ήμουν πλούσιος, να κολυμπώ πολύ γρήγορα ή να έχω πιο όμορφο στόμα. Ήταν κάτι παρόμοιο. Μα μ’ έκοψε και θέλησε να μάθει πώς έβλεπα κείνη την άλλη ζωή. Τότε, του φώναξα: «Μια ζωή που σ’ αυτήν θα μπορούσα ν’ αναθυμάμαι τούτην εδώ», κι αμέσως μετά του είπα ότι με είχε κουράσει. Ήθελε να μου μιλήσει και για το Θεό, μα τον πλησίασα και προσπάθησα να του εξηγήσω, για τελευταία φορά, ότι ο καιρός που μου έμενε ήταν λιγοστός. Δεν ήθελα να τον χάσω με το Θεό. Δοκίμασε ν’ αλλάξει θέμα και με ρώτησε γιατί τον αποκαλούσα «κύριε» κι όχι «πάτερ». Αυτό με νευρίασε και του αποκρίθηκα ότι δεν ήταν πατέρας μου: ότι ήταν με τους άλλους.

   «Όχι, τέκνο μου», είπε κι ακούμπησε το χέρι στον ώμο μου. «Είμαι μαζί σας. Μα δε μπορείτε να το καταλάβετε, επειδή η καρδιά σας είναι τυφλή. Θα προσευχηθώ για σας».   

   Τότε, δεν ξέρω γιατί, κάτι έσπασε μέσα μου. Βάλθηκα να ουρλιάζω όσο πιο δυνατά μπορούσα και τον έβρισα και του είπα να μην προσευχηθεί. Το καλύτερο που είχε να κάνει ήταν να μου αδειάσει τη γωνιά. Τον είχα αρπάξει απ’ το γιακά του ράσου του. Ξέχυνα πάνω του όλο το φαρμάκι απ’ τα έγκατα της καρδιάς μου, σε ξεσπάσματα οργής και συνάμα χαράς. Φαινόταν τόσο βέβαιος, έτσι δεν είναι; Κι όμως καμιά απ’ τις βεβαιότητές του δεν άξιζε όσο μια τρίχα μιας γυναίκας. Δεν ήταν καν βέβαιος ότι ζούσε, αφού ζούσε σαν πεθαμένος. Εγώ φαινόταν να ‘χω τα χέρια μου αδειανά. Μα ήμουν βέβαιος για τον εαυτό μου, βέβαιος για όλα, πιο βέβαιος απ’ αυτόν, βέβαιος για τη ζωή μου και για το θάνατο που έμελλε να ‘ρθει. Ναι, δεν είχα τίποτ’ άλλο εξ απ’ αυτό. Μα, τουλάχιστον, κρατούσα τούτη την αλήθεια όσο με κρατούσε κι αυτή. Είχα δίκιο παλιότερα, είχα δίκιο τώρα, είχα δίκιο παντοτινά. Είχα ζήσει με τον τάδε τρόπο και θα ‘χα μπορέσει να ζήσω με τον δείνα. Είχα κάνει αυτό και δεν είχα κάνει εκείνο. Δεν είχα κάνει το ένα, ενώ είχα κάνει το άλλο. Και ύστερα; Ήταν σάμπως να περίμενα όλο τούτο τον καιρό αυτό το λεπτό κι αυτό το χάραμα που θα με δικαίωνε. Τίποτα, τίποτα δεν είχε νόημα, και ήξερα καλά το γιατί. Το ‘ξερε κι αυτός το γιατί. Από τα βάθη του μέλλοντός μου, σ’ όλη τη διάρκεια της παράλογης αυτής ζωής που είχα περάσει, μια σκοτεινή πνοή ανέβαινε προς τα εμένα μέσ’ από χρόνια που δεν είχαν έρθει ακόμα, και η πνοή αυτή ισοπέδωνε στο διάβα της όλα όσα μου πρότειναν  τότε, στα όχι πιο πραγματικά χρόνια που είχα ζήσει. Τι μ’ ένοιαζε ο θάνατος των άλλων, η αγάπη της μάνας, τι μ’ ένοιαζε ο Θεός του, η ζωή που διαλέγουμε, τα πεπρωμένα που διαλέγουμε, αφού ένα πεπρωμένο έμελλε να επιλέξει εμένα και, μαζί με μένα, δισεκατομμύρια προνομιούχους που, όπως αυτός, δήλωναν ότι ήταν αδέρφια μου; Καταλάβαινε, καταλάβαινε, το λοιπόν; Όλοι οι άνθρωποι ήταν προνομιούχοι. Υπήρχαν μόνο προνομιούχοι. Και τους άλλους μια μέρα θα τους καταδίκαζαν. Τι σημασία είχε αν κάποιος, που τον είχαν καταδικάσει για φόνο, είχε εκτελεστεί επειδή δεν είχε κλάψει στην κηδεία της μάνας του; Ο σκύλος του Σαλαμάνο άξιζε όσο και η γυναίκα του. Η κοντούλα με τις κινήσεις του αυτομάτου ήταν εξίσου ένοχη με την Παριζιάνα που είχε παντρευτεί ο Μασόν ή με τη Μαρί που ήθελε να την παντρευτώ. Τι σημασία είχε που ο Ραϊμόν ήταν φίλος μου, όπως και ο Σελέστ, που άξιζε περισσότερα απ’ αυτόν; Τι σημασία είχε που η Μαρί πρόσφερε σήμερα το στόμα της σ’ έναν καινούργιο Μερσό; Καταλάβαινε, το λοιπόν, αυτός ο καταδικασμένος, ότι απ’ τα βάθη του μέλλοντός μου… Μ’ έπνιγαν όλ’ αυτά, που τα φώναζα δυνατά. Τότε, όμως, μου άρπαξαν τον παπά απ’ τα χέρια, και οι φύλακες με φοβέριξαν. Αυτός, όμως, τους καθησύχασε και με κοίταξε για μια στιγμή αμίλητος. Τα μάτια του ήταν γεμάτα δάκρυα. Γύρισε απ’ την άλλη κι εξαφανίστηκε.

   Όταν έφυγε, ξαναβρήκα τη γαλήνη. Ήμουν εξαντλημένος και ρίχτηκα στο στρώμα μου. Πιστεύω πως κοιμήθηκα, επειδή με ξύπνησαν τ’ αστέρια πάνω στο πρόσωπό μου. Θόρυβοι της εξοχής έφταναν ως εμένα. Μυρουδιές της νύχτας, της γης και τ’ αλατιού δρόσιζαν τα μηλίγγια μου. Η εξαίσια γαλήνη του κοιμισμένου τούτου καλοκαιριού έμπαινε μέσα μου σαν πλημμυρίδα. Εκείνη τη στιγμή, κι ενώ έσβηνε η νύχτα, ούρλιαξαν κάτι σειρήνες. Ανάγγελαν αναχωρήσεις για έναν κόσμο, που στο εξής μού ήταν παντοτινά αδιάφορος. Για πρώτη φορά έπειτα από πολύν καιρό, συλλογίστηκα τη μαμά.  Μου φάνηκε ότι καταλάβαινα γιατί στο τέλος της ζωής της είχε αποκτήσει έναν «μνηστήρα», γιατί είχε ερωτοτροπήσει με την ιδέα να ξαναρχίσει. Εκεί κάτω, ακόμα κι εκεί κάτω, γύρω από κείνο το γηροκομείο όπου οι ζωές έσβηναν, το βράδυ έμοιαζε με μελαγχολική ανάπαυλα. Τόσο κοντά στο θάνατο, η μαμά θα πρέπει να ένιωσε λυτρωμένη κι έτοιμη να ξαναζήσει τα πάντα. Κανένας, κανένας δεν είχε το δικαίωμα να την κλάψει. Κι εγώ νιώθω να ξαναζήσω τα πάντα. Σάμπως τούτη η μεγάλη οργή να είχε φέρει την  κάθαρσή μου απ’ το κακό, να μ’ είχε απαλλάξει απ’ την ελπίδα, μπροστά σε τούτη τη νυχτιά που ήταν φορτωμένη με σημεία κι αστέρια, ξανοιγόμουν για πρώτη φορά στην τρυφερή αδιαφορία του κόσμου. Έτσι που τον ένιωσα τόσο όμοιό μου, τόσο αδελφικό επιτέλους, ένιωσα ότι ήμουν και είμαι ακόμα ευτυχισμένος. Για να ολοκληρωθούν όλα, για να νιώσω λιγότερο μόνος, μου έμενε μονάχα να υπάρχουν πολλοί θεατές τη μέρα της εκτέλεσής μου και να με υποδεχτούν με κραυγές μίσους. 


Δεν υπάρχουν σχόλια: