Δευτέρα 1 Απριλίου 2013

Μ. Πολυδούρη: «Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα» (01 Απρ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)


...........................................................

 

Μ. Πολυδούρη: «Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα»

tvxs.gr/node/34791
 


«Το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση», όπως την αποκάλεσε ο Γιάννης Χονδρογιάννης, γεννήθηκε την 1η Απριλίου 1902 στην Καλαμάτα. Κόρη του φιλόλογου Ευγένιου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου, μιας γυναίκας με πρώιμες φεμινιστικές ανησυχίες, η Μαρία Πολυδούρη τέλειωσε το γυμνάσιο στην Καλαμάτα, γράφτηκε στη Νομική Σχολή Αθηνών χωρίς να ολοκληρώσει ποτέ τις σπουδές της και, στη συνέχεια, εργάστηκε ως υπάλληλος σε διάφορες νομαρχίες. Δεν σταμάτησε να γράφει παράλληλα ποιήματα, μέχρι το θάνατό της σε ηλικία 28 ετών, στις 30 Απριλίου 1930.
Η Μαρία Πολυδούρη έγραψε δυο ποιητικές συλλογές: «Τρίλιες Που Σβήνουν» και «Ηχώ Στο Χάος». Η επιρροή της σχέσης της με τον Κώστα Καρυωτάκη στη ζωή και το έργο της είναι έντονη.
Με στίχους ατημέλητους, γεμάτους μελαγχολία, ρέμβη και διάθεση για φυγή, όπως τους περιγράφει η Έλλη Αλεξίου στο εισαγωγικό σημείωμα του βιβλίου «Πολυδούρη: Ποιήματα», η ποιήτρια αποτελεί μια μορφή πολύ δύσκολης αντιμετώπισης. Γιατί ενώ έλκει ισχυρά το μελετητή, να τη πλησιάσει και να εμβαθύνει στη προσωπικότητά της, την ίδια στιγμή δε τον βοηθάει, καθώς ήρθε κι έφυγε από τη ζωή σαν αστραπή, χωρίς να προσγειωθεί κι υπάρξει σα συνηθισμένος άνθρωπος.
Το 1920, η Πολυδούρη χάνει σε διάστημα 40 ημερών και τους δύο γονείς της. Οι τύψεις για την απουσία της από το πλευρό της μητέρας της κατά το θάνατό της θα την ακολουθούν πάντα. ...Δεν σ' ένιωσα πριν να σε χωριστώ μα η θύμησή σου ακέρια που μου μένει, μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη, έγραφε για τη μητέρα της.
Δύο χρόνια αργότερα, κι ενώ εργάζεται στη Νομαρχία Αθηνών γνωρίζει το συνάδελφό της Κ. Καρυωτάκη, ο οποίος έχει ήδη δημοσιεύσει δύο ποιητικές συλλογές, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921). Όταν το καλοκαίρι του 1922 μαθαίνει ότι ο Καρυωτάκης έχει προσβληθεί από σύφιλη, αρνείται να χωρίσουν και του ζητά να παντρευτούν, χωρίς να κάνουν παιδιά. Τελικά, χωρίζουν καθώς ο Καρυωτάκης αρνείται να δεχτεί τη θυσία της.
Το καλοκαίρι του 1926 αποφασίζει να φύγει για το Παρίσι, ένα ταξίδι που σύμφωνα με αρκετούς έγινε για να κάνει επίδειξη αδιαφορίας στον Καρυωτάκη που η άρνησή του στη πρότασή της για γάμο, είχε τραυματίσει την αξιοπρέπειά και τον εγωισμό της.
Επιστρέφει στην Αθήνα αφότου έχει προσβληθεί από φυματίωση, όπου νοσηλεύεται στο νοσοκομείο «Σωτηρία». Εκεί μαθαίνει για την αυτοκτονία του Καρυωτάκη και γνωρίζεται για λίγο με το Ρίτσο, στον οποίο αφιερώνει το ποίημα «Θυσία». Στις 30 Απριλίου 1930 χάνει τη μάχη με τη ζωή στην Κλινική Χριστομάνου. Ωστόσο, ο Γιάννης Χονδρογιάννης και η Λιλή Ζωγράφου, που της έγραψε τη πιο εμπεριστατωμένη κι ολοκληρωμένη μονογραφία, αποδέχονται την εκδοχή πως αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης.
Μαρία Πολυδούρη: Περί Αυτοκτονίας
Αυτός που αυτοκτονεί γιατί του ήρθε μια μεγάλη λύπη στη ζωή, αυτός είνε ένας ανάξιος της ζωής, δεν έπρεπε να τον έχη δεχτή καθόλου. Είνε ένας μικρόψυχος. Εξαιρώ όσους αυτοκτονούν γιατί είνε άρρωστοι, είτε σωματικά, είτε ψυχικά. Φυσικά είνε ταπεινωτικό να ζη κανείς στο περιθώριο της ζωής, κι’ όμως να ζη! Μα δεν πρόκειται γι’ αυτούς, τώρα. Ο πόνος είνε το φριχτό και το μεγάλο δώρο. Να τον δεχτής για να στραγγίσης τη ζωή ως την τελευταία σταγόνα. Να τον δεχτής για να παλαίψης, ο αγώνας είνε η ζωή. Η αντίδρασή σου σε κάθε χτύπημα είνε μια νίκη, όσο κι αν χάνεις λίγο λίγο έδαφος, γιατί βέβαια εσύ θα εξαντληθής όχι η ζωή. // Μα αυτή η απεγνωσμένη προσπάθεια, το κατανάλωμα της ψυχής μας, της ζωής μας όλης, τι αφάνταστα φριχτό και τι σεμνά μεγαλειώδες! «Καθήκον» λέξις τριμμένη, σχεδόν χωρίς ουσία και μισητή. Τι ανύψωμα θάπρεπε να της δώσω, τι ντύσιμο να της κάνω –μάλλον τι ξεντύσιμο- για να τη δώσω στον αγώνα της ζωής! Ένα καθήκον ευγενείας. Είνε ευγένεια το δόσιμο στην καταστροφή της ζωής. Πόσες γωνιές της ψυχής σου θα φωτισθούν, τι εξαϋλωμα, εξαγίασις ο σπαραγμός, η συντριβή, η ταπεινωσύνη. Στο βάθος του πόνου ολοένα, που να τελειώνουν όλα μπρος στα μάτια σου, που να σου λείπει η πνοή, που να νιώθης κάθε στιγμή τη λόγχη στα σπλάχνα, έτσι πέρνεται η μεγάλη γαλήνη της μορφής και το φωτοστέφανο της Ζωής: ένας άξιος άνθρωπος! Έτσι μόνο θ’ αξιωθής, όταν η μεγάλη στιγμή φτάση, να καταλάβεις βαθιά ότι έζησες, ότι τη Ζωή την πήρες όλη, ότι τόσο την εξάντλησες, ώστε αν κανείς σου πρότεινε ένα ξαναγύρισμα να αρνηθής με κάθε ειλικρίνεια και απλότητα. [Αυτή είνε η μεγάλη στιγμή. Η αναμονή του θανάτου για τη δικαίωση, την ανάπαυση, απέριττη και ωραία.



Θάρθης αργά


Ως πότε πια θα καρτερώ
           να ξαναρθής και πάλι
σαν από χρόνους μακρινούς
         και ξένες χώρες πέρα;
Λιγόστεψε η ζωούλα μου
           και μέρα με τη μέρα,
ανήμπορη και τρυφερή,
            σβήνεται αγάλι αγάλι...


Άκου στα δέντρα πένθιμα
          πως τρίζουνε τα φύλλα,
μηνάνε το φθινόπωρο. Δες, 
           τ' ουρανού το χρώμα
το  θόλωσαν τα σύννεφα...
             Μια κρύα ανατριχίλα
στα λουλουδάκια χύνεται...
          κι αργείς, αργείς ακόμα!

Θαρθής αργά, με τη νυχτιά
           και με τον κρύο χειμώνα,
με το χιονοσαβάνωμα,
            με του βορηά το θρήνο
και δε θα βρης ουτ' ένα ρόδο,
           ουτ' ένα αθώο κρίνο
να μου χαρίσης... ούτε καν
          μια πένθιμη ανεμώνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: