Τρίτη 30 Απριλίου 2013

"Οταν οι εικόνες γίνονται εικονίσματα" του Παντελή Μπουκάλα ("Καθημερινή", 27/4/2013)

........................................................



Οταν οι εικόνες γίνονται εικονίσματα

Του Παντελή Μπουκάλα


Η αλήθεια είναι ότι η διάρκειά του ήταν μικρή, την περασμένη Κυριακή ωστόσο, μέρα μελανή, 21η Απριλίου, σημειώθηκε ένας από τους συνήθεις ηθικούς πανικούς, υπό το κράτος των οποίων αδυνατούμε να διαχειριστούμε πράγματα που μας ξενίζουν ή μας προκαλούν αποστροφή και απλώς τα προσπερνάμε με κλειστά αυτιά (αλλά και μάτια), σαν ναύτες στο καράβι του Οδυσσέα. Και, αναπόφευκτα, τα ξαναβρίσκουμε μπροστά μας, ενοχλητικότερα. Μια ανώνυμη (εκ δειλίας ή εξ ιδιοτελείας) φιλοχουντική διαφήμιση στον «Εθνικό Κήρυκα» της Νέας Υόρκης και το ποσοστό 30% που απέδωσε στους νοσταλγούς της χούντας μια δημοσκόπηση πανικόβαλαν όσους συνδιαμορφωτές της κοινής γνώμης ήταν έτοιμοι δώσουν την παράσταση του πανικού, ανάμεσα στους οποίους και κάμποσοι που αδιαφορούν για το εκλογικά και όχι δημοσκοπικά πιστοποιημένο υψηλό ποσοστό του χρυσαυγίτικου εσμού. Το ερώτημα που ξεφυτρώνει μόνο του είναι πόση και ποια Ιστορία γνωρίζουμε, και για τα πρόσφατα χρόνια, πόσες τρύπες έχει η ιδεολογική μας κρησάρα ώστε να αφήνει να περνούν και απόψεις που δεν συμβαδίζουν με το δόγμα μας, και πόσο εύκολα αρπαζόμαστε από μύθους για να ψευτοξορκίσουμε το κακό.
Αν λοιπόν δεν είχαμε μεγαλώσει η μια γενιά μετά την άλλη με τον μύθο της πάνδημης αντίστασης στους στρατοκράτες (συνέχεια κατά κάποιον τρόπο του μύθου για την επίσης πάνδημη αντίσταση στην τριπλή Κατοχή, θαρρείς και δεν υπήρχαν Κουίσλιγκ, μηδίσαντες, χίτες, ταγματασφαλίτες, μαυραγορίτες και λοιποί αγύρτες)· κι αν η εθνική μας φιλαυτία δεν χρησιμοποιούσε σαν ετοιμόρροπη βακτηρία έναν άλλο πατροπαράδοτο μύθο, για τα γονίδιά μας που είναι ποτισμένα σε φιλοδημοκρατικά και τυραννοκτόνα γονίδια, τότε ο λαϊκισμός μας δεν θα ήταν αποχαλινωμένος και το έργο της κριτικής και της αυτοκριτικής θα ήταν πλουσιότερο. Και δεν θα ξαφνιαζόμασταν που ακόμα υπάρχουν φιλοχουντικοί, στρατόμυαλοι, φιλοτύραννοι, κακοήθως μεταλλαγμένοι πια σε νεοφασίστες και ναζιστές. Οι οποίοι αυτοσυστήνονται σαν οι μόνοι καθαρόαιμοι Ελληνες. Λοιπόν, αν αυτοί μετράνε σαν αυθεντικοί Ελληνες, τότε ναι, «Κύριε, όχι μ’ αυτούς». Kαι επιπλέον, όχι σαν αυτούς.
Το τι μαθαίνουμε για την Ιστορία, παλαιότερη και νέα, και πώς το μαθαίνουμε, δεν είναι θέμα ουδέτερα ακαδημαϊκό, αλλά βαθύτατα πολιτικό. Επηρεάζει καθοριστικά το τι είδους πολίτες θέλουμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι σαν διδάχοι και το τι είδους πολίτες θέλουμε να γίνουν οι διδασκόμενοι, τα παιδιά και τα εγγόνια μας. Για να το πω σχηματικά, όσο ευρύτερο και βαθύτερο είναι το χάσμα ανάμεσα στην επίσημη κρατικοποιημένη Ιστορία και την επιστημονική· όσο περισσότερο ξεμακραίνει η ιστοριογραφία που διδάσκεται στα σχολεία, αλλά και στον στρατό και από την Εκκλησία (πόσο αντιχριστιανικά φέρονται, αλήθεια, όσοι ιεράρχες σαγηνεύονται από τον άμβωνα και εθνικοποιώντας τον Χριστό ζουν την ψευδαίσθηση πως επανιδρύουν το Κρυφό Σχολειό των θρύλων, μπροστά σε κάμερες μάλιστα), από την ιστοριογραφία που πορεύεται με βασανιστικό έλεγχο των πηγών και των μαρτυριών, με διεξοδική και ει δυνατόν αμερόληπτη μελέτη των γεγονότων, και βέβαια με την τίμια, άρα γόνιμη αντιπαράθεση των ιστορικών· όσο σαφέστερη είναι η επικράτηση της εξιδανίκευσης και της αγιογράφησης επί της κριτικής σκέψης, τόσο πιθανότερο είναι να καταβαραθρωθεί στο κενό που ανοίγεται η ατομική και η εθνική αυτογνωσία.
Κατά συνέπεια, όσο βρισκόμαστε σε μια τέτοια ρότα, τόσο περισσότερο απομακρύνεται το ενδεχόμενο να πάψουμε, επιτέλους, να σιτιζόμαστε κυρίως με θρύλους και μύθους – πως είμαστε ο ομφαλός του κόσμου, ο νους της οικουμένης, η καρδιά της υφηλίου... Και να δούμε με ανοιχτά τα μάτια της ψυχής μας τα άξια και τα ανάξια. Τα σπουδαία και τα τιποτένια. Τα λαμπρά και τα σκοτεινά. Τα προς παραδειγματισμόν και τα προς αποφυγήν. Με μία λέξη, τα ανθρώπινα. Γιατί άνθρωποι τη φτιάχνουν την Ιστορία. Ούτε άψογοι ήρωες ούτε ιδεώδεις άγιοι (κι αν έχει κάτι να μας πει η αρχαία σοφία είναι πως ακόμα και οι ημίθεοι και οι θεοί πέφτουν σε λάθη και παραστρατήματα). Ανθρωποι που κάτω από τον χιτώνα, τη φουστανέλα, τη βράκα κι όποιο άλλο ένδυμα, αντρικό ή γυναικείο, καίγονται από όλα τα πάθη που καίνε έναν άνθρωπο· από το πάθος της ζωής πρώτα πρώτα, που δεν μπορεί παρά να οδηγεί και σε λάθη, αφού δεν έχουμε να κάνουμε με αγγέλους. Η αλήθεια είναι ότι από πολύ νωρίς διακηρύξαμε ότι οφείλουμε να πορευόμαστε με φάρο την προτροπή του Σολωμού πως εθνικό είναι το αληθινό, κι ας μας πονάει δηλαδή, κι ας ξηλώνει τα μυθεύματά μας, κι ας μας φορτώνει το δύσκολο χρέος της αμφιβολίας. Λοιπόν, καδράραμε τη φράση του Σολωμού και την κρεμάσαμε στον τοίχο, στα σχολεία και στις δημόσιες υπηρεσίες, καδράραμε και τη μορφή του ποιητή, την αναρτήσαμε κι αυτήν, βάλαμε δίπλα τις μορφές του Κολοκοτρώνη, του Διάκου, της Μπουμπουλίνας, του Καραϊσκάκη, από κοντά και ο Πλάτωνας, ο Ομηρος, ο Περικλής, ο Αισχύλος, πού κι πού ένας Βυζαντινός. Ενα πάνθεο συγκρητιστικό. Και αρχίσαμε τα σταυροκοπήματα και τις γονυκλισίες. Γιατί αντιμετωπίσαμε τις εικόνες σαν άγια εικονίσματα που πρέπει να τα λατρεύουμε και όχι να τα σεβόμαστε μεν, αλλά να τα διαβάζουμε και σαν πυκνότατα ιστορικά σημεία, να τα εξετάζουμε ως μεγέθη της Ιστορίας και όχι ως πλάσματα εξωιστορικά, μεταφυσικά, μυθικά εντέλει.
Και τον Μακρυγιάννη τον καδράραμε βέβαια. Για να προσθέσουμε έναν επιπλέον άγιο στα γράμματα και στην Ιστορία μας. Και τον επικαλούμαστε συχνά σε πανηγυρικούς και προεκλογικές ομιλίες, σε κηρύγματα από τον άμβωνα και στην προτρεπτική αρθρογραφία μας. Αυτό όμως δεν βεβαιώνει ότι διαβάσαμε τα Απομνημονεύματά του, κι αν όχι σε φροντισμένες πλήρεις εκδόσεις, έστω σε κάποια συνοπτική και πρόχειρη. Το μακρυγιαννικό «εμείς» μάλιστα το τσιτάρουμε κατά κόρον, κυρίως όταν πρήζεται το εγώ μας. Αγιογραφούμε τον Μακρυγιάννη επειδή, ερήμην των γραπτών του, φανταζόμαστε ότι και αυτός παραδίδει μια αγιογραφία για το ’21, ότι μιλάει για ήρωες μόνο και μάρτυρες. Κι ωστόσο τα Απομνημονεύματά του είναι το χρονικό της γενναιότητας αλλά και της αθλιότητας και της ατιμίας, που τον ωθούν να γράψει: «Σιχάθηκα το Ρωμαίικον, ότ’ είμαστε ανθρωποφάγοι». Και πιο κάτω: «Η καημένη η πατρίδα αμαρτίες οπού ’χε και γύρευε να την λευτερώσουμε εμείς οι ανθρωποφάγοι, πολιτικοί και στρατιωτικοί! Κι έχουμε αρετή να λευτερώσουμε πατρίδα εμείς κι αυτείνοι οπού μας κυβερνούν;». Αυτός ο Μακρυγιάννης, και όσοι άλλοι δίκαιοι απομνημονευματογράφοι, πόσο χωράνε στο εικονοστάσι μας;

Δεν υπάρχουν σχόλια: