..............................................................
Το Λονδίνο και οι «αστείρευτες δυνάμεις του Ελληνισμού» | ||||||
Tου Στεφανου Κασιματη | ||||||
Τη νύχτα της τελετής λήξης των Ολυμπιακών του Λονδίνου, ο καθηγητής
Προκόπης Παυλόπουλος, κοιτάζοντας την Ακρόπολη από το μπαλκόνι του στη
Μιχαλακοπούλου, άφησε -με τη συνδρομή της Μούσας, είμαι βέβαιος- τη
σκέψη να πλανηθεί σε ύψη λυρισμού δυσθεώρητα για τον απλό άνθρωπο και
διαπίστωσε ότι «το σύγχρονο Ολυμπιακό πνεύμα [...] έχει πια ξεστρατίσει
από τον αρχετυπικό προορισμό του». Οι σκέψεις του αυτές, γλαφυρά
διατυπωμένες σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (19/8), μα προπαντός η
πικρία που αναδίδουν, με βοήθησαν να καταλάβω τι ζημιά μας έχει κάνει η
ιδεολογία που δημιούργησε τη σύγχρονη Ελλάδα και πώς η σκιά του ενδόξου
παρελθόντος μάς κρατά εγκλωβισμένους στο παράπονο, το μαράζι και τη
μιζέρια.
Η κεντρική ιδέα στο άρθρο του καθηγητή Παυλόπουλου είναι
ότι οι δικοί μας Ολυμπιακοί του 2004 ήταν καλύτεροι από των Βρετανών.
Επόμενο δεν ήταν αφού είμαστε ο εξυπνότερος λαός του κόσμου και ζούμε
στην ωραιότερη χώρα του κόσμου; Αλλά ο ίδιος το θέτει πολύ καλύτερα από
τον δικό μου, χοντροκομμένο τρόπο: «Για να είμαστε ιστορικώς δίκαιοι»,
γράφει, «οι Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας διεξήχθησαν με ασυγκρίτως
μεγαλύτερη αρτιότητα -και από πλευράς οργάνωσης και από πλευράς
συμβολισμού- σε σχέση με τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Λονδίνου. Ιδίως δε
σε επίπεδο συμβόλων και ιδεωδών, ποτέ άλλοτε στην ιστορία τους οι
Ολυμπιακοί Αγώνες, από το 1896 ώς τις μέρες μας, δεν γύρισαν πραγματικά
στην αρχέγονη κοιτίδα τους, κυριολεκτικώς και μεταφορικώς, όσο στην
Αθήνα το 2004».
Οι Ολυμπιακοί είναι μια κολοσσιαία διοργάνωση,
αλλά στο τέλος, αυτό που μένει σε εκείνους που τους έχουν
παρακολουθήσει, είτε μέσα από τα στάδια είτε από την τηλεόραση, είναι
μερικές στιγμές μόνον, όπου το αίσθημα των θεατών συντονίζεται απολύτως
με την ένταση του ανταγωνισμού, με την προσπάθεια και την έξαρση των
αθλητών. Στιγμές μεταρσίωσης, θα τις έλεγα αν τολμούσα να φανταστώ ότι
μιμούμαι το υψηλό ύφος του καθηγητή. Στιγμές στις οποίες βρίσκεσαι εκεί
και ζεις μαζί τους τη συγκίνηση της νίκης ή της αποτυχίας, έστω και αν
στην πραγματικότητα παραμένεις στο μπαλκόνι σου στη Μιχαλακοπούλου. Να
συγκρίνω, λοιπόν, δύο τέτοιες στιγμές γιατί καλό είναι να τεκμηριώνουμε
τα συμπεράσματά μας με στοιχεία, εφόσον οφείλουμε να είμαστε «ιστορικώς
δίκαιοι»...
Η κρισιμότερη φάση στη διεκδίκηση του χρυσού μεταλλίου
στο έπταθλο γυναικών από τη Βρετανίδα Ενις ήταν το πρωί της τελευταίας
ημέρας του αγωνίσματος στο άλμα εις μήκος. Με την τρίτη προσπάθειά της,
πέτυχε πολύ καλή επίδοση, η οποία, σε συνδυασμό με τις κακές επιδόσεις
των άλλων αθλητριών, την έφερνε πια να αγγίζει το χρυσό. Επειτα ήλθε η
σειρά της κυριότερης αντιπάλου της για την πρώτη θέση, της Ντομπρίνσκα, η
οποία είχε κερδίσει το χρυσό στο Πεκίνο. Για την Ουκρανέζα αθλήτρια,
τέσσερα χρόνια σκληρής προετοιμασίας κρίνονταν μέσα στα επόμενα δύο ή
τρία λεπτά, γιατί οι προηγούμενες προσπάθειές της ήσαν άκυρες και, αν
δεν πήγαινε καλά στην τελευταία της, αποχαιρετούσε το όνειρό της. Τότε
από τα μεγάφωνα, οι οργανωτές κάλεσαν τον κόσμο στο στάδιο να
υποστηρίξει την προσπάθειά της «για να έχουμε καλό συναγωνισμό». Η
ανταπόκριση των θεατών ήταν απόλυτη: την ενθάρρυναν με την ίδια θέρμη
και το ίδιο ρυθμικό χειροκρότημα, όπως ακριβώς είχαν κάνει για τη
συμπατριώτισσά τους Eνις. Ηταν συγκινητικό.
Να θυμίσω τώρα πώς
αντέδρασε το κοινό στην Αθήνα, επειδή ο Κεντέρης αποκλείσθηκε από τον
τελικό των 200 μ.; Οχι μόνον κραύγαζε ρυθμικά το όνομά του, δείχνοντας
έτσι ότι αδιαφορούσε για ό, τι όλος ο υπόλοιπος κόσμος είχε καταλάβει
από την παιδαριώδη απόπειρά του να αποφύγει τον έλεγχο αντιντόπινγκ,
αλλά το γιουχάισμα των άλλων αθλητών που μετείχαν καθυστέρησε κατά δέκα
λεπτά την τέλεση του τελικού. Κι ας ήταν ανάμεσά τους, για τον τελευταίο
αγώνα της σταδιοδρομίας του, ο Φράνκι Φρέντερικς, ο μόνος μεγάλος
αθλητής που έβγαλε ποτέ η Ναμίμπια και ο οποίος είχε κερδίσει δύο φορές
σε Ολυμπιακούς (1992 και 1996) το αργυρό στα 100 μ. και τα 200 μ. Ηταν
εξευτελιστικό να είσαι Ελληνας (και όχι Ελληνάρας). Ηταν εξοργιστικό και
χυδαίο, αν ήσουν οτιδήποτε άλλο.
Οποιος βρισκόταν μέσα στο στάδιο
εκείνη την ώρα θυμάται τους εθελοντές να διασχίζουν οριζοντίως τις
κερκίδες και να προετοιμάζουν τον κόσμο για την «αποθέωση» του απόντος
Κεντέρη. (Κατά τούτο, ναι, «από πλευράς οργάνωσης», όπως γράφει ο
καθηγητής, ήμασταν καλύτεροι...) Νομίζουμε ότι αυτή η στιγμή, σε αγώνες
μάλιστα που είχαν ως και πρέσβειρα του ευ αγωνίζεσθαι (τρομάρα μας!),
ξεχάστηκε; Ξεχάστηκε ο ευτελισμός των αγώνων από έναν κόσμο που ήθελε
σώνει και καλά το χρυσό, έστω και απατεωνίστικα; Καθόλου δεν ξεχάστηκε.
Δεν θα μπορούσε να ξεχαστεί, γιατί ήταν η χειρότερη στιγμή των
μεταπολεμικών Ολυμπιακών. (Μετά την τρομοκρατική επίθεση των
Παλαιστινίων στους αγώνες του Μονάχου, ασφαλώς...) Και ίσως να ήταν
αυτός ένας λόγος για τον οποίον ο Ζακ Ρογκ λησμόνησε να μνημονεύσει την
Αθήνα.
Τα υπόλοιπα, στη σύγκριση που επιχειρεί ο καθηγητής,
λυπάμαι αλλά δεν αντέχουν σε σοβαρή κριτική. Βρίσκει την τελετή λήξης
στο Λονδίνο «ένα καταφανώς ελαφρό πανηγύρι», ενώ Μαρινέλα, Βίσση και
Ρέμος στην τελετή λήξης του 2004 ήσαν, υποθέτω, υψηλή τέχνη. «Δεν
διακατέχομαι από καμία μορφή εθνικού σωβινισμού», διατείνεται, αλλά όταν
έσβηνε η φλόγα των Aγώνων της Αθήνας εκείνος έβλεπε «πυρσό ελπίδας, με
τη φωτιά του να θερμαίνει στο διηνεκές τις αστείρευτες -διαχρονική η
διαπίστωση- δυνάμεις του Ελληνισμού». Πάσχει η θέση του κ. Παυλόπουλου,
εξ ου και η πλησμονή εξεζητημένης καλλιέπειας: χρειάζεται για να καλύψει
την ένδεια ουσίας.
Με όλο τον σεβασμό προς το πρόσωπο του
καθηγητή, αλλά και με ειλικρινή αισθήματα ευγνωμοσύνης για την αφορμή
που μου έδωσαν οι σκέψεις του για τούτο το σημείωμα, σε αντικειμενικές
διαπιστώσεις, χρήσιμες για την αυτογνωσία μας ως έθνους, δεν μπορούμε να
φθάσουμε αθροίζοντας τις καλές στιγμές μας και αρνούμενοι έστω και
μόνον να αντικρίσουμε τις κακές μας. Διαβάζοντας το άρθρο του, μένω με
την εντύπωση ότι ο σοβαρότερος λόγος για τον οποίο κάναμε τους
Ολυμπιακούς το 2004 ήταν, τελικά, για να λέμε ότι ήμασταν οι καλύτεροι.
Δεν πάει έτσι όμως! Γιατί, όταν η πραγματικότητα έρχεται και διαψεύδει
την ψευδαίσθηση, πικραινόμαστε και πιάνουμε να κακίζουμε τους άλλους αφ’
υψηλού. Σε τελευταία ανάλυση, μόνο τον εαυτό μας βλάπτουμε με τη στάση
αυτή. Αντί να χαιρόμαστε που γεννήθηκαν εδώ οι Ολυμπιακοί και τώρα
ανήκουν σε όλους, εμείς διεκδικούμε πάντα την αναγνώριση των άλλων για
την αξία μας. Γιατί; Διότι εμείς οι ίδιοι αμφιβάλλουμε για τις
δυνατότητές μας στο παρόν.
Γι’ αυτό, νομίζω ότι το πολυτιμότερο
μάθημα των Aγώνων του Λονδίνου θα έπρεπε να ήταν για εμάς ο
αυτοσαρκασμός των Βρετανών: ότι, λ. χ., μέσα στο μουσικό θέμα της
εισαγωγής των Ολυμπιακών και για ελάχιστα δευτερόλεπτα, έπλεξαν μαζί τον
εθνικό ύμνο τους και το «God save the Queen» («and the fascist regime»,
συνεχίσουν οι στίχοι...) των Sex Pistols, το οποίο -τι ωραία ειρωνεία! -
όχι μόνο ήταν κάποτε απαγορευμένο, αλλά κυκλοφόρησε και το 1977, έτος
του Αργυρού Ιωβηλαίου της Ελισάβετ. Επιτέλους, ας χαλαρώσουμε λιγάκι τον
κορσέ του εξυπνότερου, ενδοξότερου και δεν ξέρω τι άλλο λαού του
κόσμου! Θα νιώσουμε πολύ καλύτερα και αυτό είναι απαραίτητο για να
αξιοποιήσουμε τις «αστείρευτες δυνάμεις του Ελληνισμού». (Και,
σημειωτέον, αυτό δεν είναι «διαπίστωση αντικειμενική». Είναι απλώς η
γνώμη μου...).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου