.......................................................
"ΕΠΟΧΗ". Κυριακή, 23 Σεπτεμβρίου 2012 17:24
Της
Νίκης Τρουλλινού*
Από το 2004 που ο Μαρκ Ζούκεμπεργκ σκάρωσε το πρώτο facebook,
γιατί δεν τον έβαζαν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα του
Χάρβαρντ, αυτόν, τον τετραπέρατο μικρό εβραίο, κύλησε
κάμποσο νερό στ’ αυλάκι: η μετοχή της εταιρείας του έπεσε
χαμηλά στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης, ο ίδιος
κατρακύλησε λιγουλάκι στη λίστα των πλουσιότερων του κόσμου,
αλλά το fb μπήκε στην ζωή των Ελλήνων για τα καλά. Έχω την
αίσθηση -κι αν κάνω λάθος συγχωρέστε με- πως η έξαρση της
χρήσης του δεν μας έφθασε απευθείας από την Εσπερία, αλλά μέσω
Αραβικής Άνοιξης -μα πώς γεμίζουν εκεί οι πλατείες; (Αν μέχρι
τέλος μείνει άνοιξη και δεν γυρίσει σε βαρύ μαντιλοδεμένο
χειμώνα).
Ο Ούμπερτο Έκο κάπου λέει πως το διαδίκτυο είναι το βασίλειο της μοναξιάς, (επιτρέψτε μου: μπορεί και το πριγκιπάτο του ναρκισσισμού μας). Δύσκολα πρωινά, νύκτες που ο ύπνος δεν κατεβαίνει στα βλέφαρα, μοναχικές γυναίκες, άνδρες που δεν μιλούν αλλά χτυπούν το πληκτρολόγιο, επαγγελματίες της γραφής, δημοσιογράφοι και εκατοντάδες ιστολόγια, blogs, «τοίχοι» γεμάτοι άρθρα, χιλιάδες άρθρα, παραγωγοί ραδιοφώνου και μουσικές. Διαφημιστικές σελίδες, άξιος ο μισθός τους, δημόσιες σχέσεις από μακριά, παλιές φωτογραφίες και μνήμες να σε πιάνουν από το λαιμό, η νοσταλγία δεν είναι δα και ο καλύτερος των συμβούλων. Συμμαθητές, αχ, πώς πέρασαν τα χρόνια, παλιοί έρωτες, εκπρόθεσμη διεκδίκηση συναισθημάτων, τσεκάρεις οικειότητες, υπόγεια φλερτ, υπερβολές και υποβολές, ανάπηρες φιλίες- η φιλία θέλει άγγιγμα και ώμο ν’ ακουμπήσεις. Κι εκείνο το «μου αρέσει», like. Το πατάς, το χτυπάς, δεκάδες φορές την ημέρα και καμώνεσαι πως κάπου ανήκεις κι εσύ. Ένα απέραντο ντιβάνι ψυχανάλυσης το fb, ο Σ. Φρόιντ τρίβει τα χέρια του από χαρά, χαρά και σκεπτικισμό: αυτός, ο ευφυέστερος των ευφυών δεν ξεγελιέται εύκολα.
Οι πληροφορίες κάθε μορφής και ενδιαφέροντος πέφτουν με ασύλληπτους ρυθμούς στον χρήστη. Όμως, ο καταιγισμός των πληροφοριών, η υπερκατανάλωση της πληροφόρησης δεν ακυρώνει αυτήν την ίδια την πληροφορία; Τι μένει απ’ αυτά που σήμερα «ξεφύλλισα»; Τι κατανοήθηκε; Τι αξιολογήθηκε; Τι αφομοιώθηκε; Υπάρχει χρόνος και χώρος μέσα μας για ανάλυση και σύνθεση όλου αυτού του όγκου των «μαντάτων»; Με άλλα λόγια: βαθαίνει τη σκέψη μας, ή τη μετατρέπει σε επιπόλαιο παππατρέχα;
***
Από νεαρή φίλη έφτασε η φωτογραφία και το άρθρο που τη συνοδεύει: ένα Τογιότα βαρυφορτωμένο σε αγροτικό δρόμο. Η καρότσα του μοιάζει να αγκομαχεί, από το βάρος του φορτίου, πάνω σε ρόδες που βαριαναστενάζουν. Όχι, δεν πρόκειται για καρπούζια ή λογής κηπευτικά, ούτε καρέκλες κουβαλούν σε πανηγύρι, το πανηγύρι άλλο είναι: τα παιδιά. Αγόρια και κορίτσια, στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα, των δεκατριών, λίγο πιο πριν, λίγο πιο μετά. Πηγαίνουν σχολείο. Ακριβώς. Σαράντα χιλιόμετρα από τα χωριά του Σουλίου ως την Παραμυθιά. Το άρθρο ενημερώνει πως, Σεπτέμβριο του 2012 τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο στην καρότσα κάποιου αγροτικού, μια και το ελληνικό γκουβέρνο δεν έχει, δεν μπορεί να πληρώσει στο ΚΤΕΛ της περιοχής τα χρωστούμενα. Κάπου μισό εκατομμύριο ευρώ.
Κοιτώ καλά τη φωτογραφία. Μετρώ, ένα, δύο, ένδεκα ή μάλλον δώδεκα νεανικά κεφάλια, τ’ αγόρια, αθώα ως συνήθως, κοιτούν μπροστά το δρόμο, ίσως και να ονειρεύονται πως κάθονται στη θέση του οδηγού κι είναι «αυτοκινητάδες», τα κορίτσια κοιτούν μάλλον το φακό, έχουν πάρει χαμπάρι το φωτογράφο κάπου πιο πίσω, ένα δυο ποζάρουν κιόλας χαμογελαστά. Την προσοχή μου τραβά μια σχολική σάκα, φορτωμένη μου μοιάζει, βγαίνει έξω από την καρότσα, στα δεξιά, μοιάζει έτοιμη να ανοίξει, τα βιβλία θα σκορπίσουν στο δρόμο, βιβλία κι άλλα βιβλία, δρόμο ολόκληρο θα στρώσουν, η διαδρομή ως τη γειτονική κωμόπολη βιβλία ανθισμένη, είναι τόσο της μόδας αυτές οι φωτογραφίες του φανταστικού από τα επιδέξια χέρια γραφίστα, τις ανεβάζουν οι ανά τον κόσμο λάτρεις του βιβλίου. Και του face book, στους τοίχους του facebook βεβαίως.
Σκέφτομαι αίφνης τη δική μου γενιά: τα παιδιά των χωριών και των απομακρυσμένων οικισμών πήγανε στα σχολειά με τις ίδιες και ακόμη περισσότερες δυσκολίες. Στις πόλεις, καλύτερα κάπως τα πράγματα, μα και πάλι, πού να μπεις στον παράδεισο του χαρτοπωλείου και να τα κατεβάσεις όλα, το βλέμμα της μητέρας αυστηρό καθοδηγούσε: αυτό όχι, ούτε αυτό. Και κείνο το φριχτό γάλα της αμερικάνικης βοήθειας, ως αργά μέσα στη δεκαετία του εξήντα. Αλλά, όλα κι όλα, εμείς τα καταφέραμε. Σπουδάσαμε, αγωνιστήκαμε, ήμασταν η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου, και είμαστε αυτοί που μετά το εβδομήντα τέσσερα ή και το ογδόντα, είχαμε δουλειά, γραφεία, διορισμό, θέση σε επιτροπές και επιτροπάτα, κομματικές καρέκλες, συνδικαλιστικά οφίτσια, υπουργιλίκια και βουλευτιλίκια, άκριες σε επιδοτήσεις και προγράμματα, επιχειρήσεις, κτηματάκια, εξοχικό, αυτοκίνητα, ταξιδάκια, ε, και κανά κόσμημα δεν βλάπτει. Και πήγαμε τα παιδιά σε καλά σχολεία, πληρώσαμε πακτωλό χρημάτων την παραπαιδεία (κι ας υποψιαζόμασταν πόσο πολύ απαξιώναμε και έτσι το δημόσιο σχολειό). Η γενιά μου, ανερχόμενη μεσαία τάξη του τόπου, όλα νόμιζε πως τα είχε, χρήμα ζεστό στο χέρι και χρήμα των τραπεζών, η τοκογλυφία δεν ανήκε στο λεξιλόγιο μας, το «μέτρον άριστον» βαθιά στο παρελθόν, έβλεπε μόνο στα πρόσωπα των παιδιών της αυτό που της πλάσαρε η δυτική ευμάρεια με χρήμα δανεικό, φίρμες, ακριβά γούστα, φαντασιώσεις. Μια Φοντέιν για το μπαλέτο, τον αυριανό Γκάλη στα γήπεδα, τον διάδοχο του Βίλα Λόμπος στην κιθάρα. Έγιναν και φοβερή μόδα κάτι παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες: παράγκες για σχολεία, ξεχαρβαλωμένα θρανία, ξυπόλητα παιδιά, τρύπια παπουτσάκια: η ματιά της Βούλας Παπαϊωάννου πάνω στην εμφυλιοπολεμική, λίγο πριν-λίγο μετά, Ελλάδα. Το ήθος μιας περασμένης εποχής ήταν το άλλοθί μας.
Στην καρότσα τα παιδιά για την Παραμυθιά, τώρα. Το παραμύθι μας τέλειωσε, ακόμη και αυτή η παραμυθία απούσα, η οικονομική κρίση, δικό τους παιγνίδι στη δική μας πόρτα πρώτα κάθισε, απαντήσεις δεν έχω, οι εύκολες απαντήσεις με τρομάζουν, το παρελθόν, λοιπόν, μπροστά ως το μόνο μέλλον; Κι ύστερα… Ωραία αυτή η φωτογραφία στο facebook.
***
Έχει σκοτεινιάσει στο γραφείο, η βιβλιοθήκη κάνει γωνία με το μισάνοιχτο παράθυρο, τα γατιά έξω στο δρόμο γουργουρίζουν δυσαρεστημένα. Όλο και πιο συχνά στους κάδους των απορριμμάτων, δικό τους παλαιόθεν τσιφλίκι, άνδρες άγνωστοι από μακρινές γειτονιές σκαλίζουν τα σκουπίδια. Ωραία η φωτό στο facebook, θα χτυπήσω like, θα την κοινοποιήσω και σε φίλους, like θα κάνουν και αυτοί, θα την ανεβάσω στον τοίχο μου, φυσικά, μπορώ να κοιμηθώ ήσυχα γι’ απόψε, η συνείδησή μου επαναπαυμένη, η αγωνία, η προσπάθεια αναβάλλονται, αύριο, βλέπουμε, αύριο θα δούμε και πόσα «λάικ» -για πόσα λάικ ρε γαμώτο- έχουν πιάσει και τα παιδιά μέσα στην καρότσα.
* Η Νίκη Τρουλλινού είναι πεζογράφος.
Ο Ούμπερτο Έκο κάπου λέει πως το διαδίκτυο είναι το βασίλειο της μοναξιάς, (επιτρέψτε μου: μπορεί και το πριγκιπάτο του ναρκισσισμού μας). Δύσκολα πρωινά, νύκτες που ο ύπνος δεν κατεβαίνει στα βλέφαρα, μοναχικές γυναίκες, άνδρες που δεν μιλούν αλλά χτυπούν το πληκτρολόγιο, επαγγελματίες της γραφής, δημοσιογράφοι και εκατοντάδες ιστολόγια, blogs, «τοίχοι» γεμάτοι άρθρα, χιλιάδες άρθρα, παραγωγοί ραδιοφώνου και μουσικές. Διαφημιστικές σελίδες, άξιος ο μισθός τους, δημόσιες σχέσεις από μακριά, παλιές φωτογραφίες και μνήμες να σε πιάνουν από το λαιμό, η νοσταλγία δεν είναι δα και ο καλύτερος των συμβούλων. Συμμαθητές, αχ, πώς πέρασαν τα χρόνια, παλιοί έρωτες, εκπρόθεσμη διεκδίκηση συναισθημάτων, τσεκάρεις οικειότητες, υπόγεια φλερτ, υπερβολές και υποβολές, ανάπηρες φιλίες- η φιλία θέλει άγγιγμα και ώμο ν’ ακουμπήσεις. Κι εκείνο το «μου αρέσει», like. Το πατάς, το χτυπάς, δεκάδες φορές την ημέρα και καμώνεσαι πως κάπου ανήκεις κι εσύ. Ένα απέραντο ντιβάνι ψυχανάλυσης το fb, ο Σ. Φρόιντ τρίβει τα χέρια του από χαρά, χαρά και σκεπτικισμό: αυτός, ο ευφυέστερος των ευφυών δεν ξεγελιέται εύκολα.
Οι πληροφορίες κάθε μορφής και ενδιαφέροντος πέφτουν με ασύλληπτους ρυθμούς στον χρήστη. Όμως, ο καταιγισμός των πληροφοριών, η υπερκατανάλωση της πληροφόρησης δεν ακυρώνει αυτήν την ίδια την πληροφορία; Τι μένει απ’ αυτά που σήμερα «ξεφύλλισα»; Τι κατανοήθηκε; Τι αξιολογήθηκε; Τι αφομοιώθηκε; Υπάρχει χρόνος και χώρος μέσα μας για ανάλυση και σύνθεση όλου αυτού του όγκου των «μαντάτων»; Με άλλα λόγια: βαθαίνει τη σκέψη μας, ή τη μετατρέπει σε επιπόλαιο παππατρέχα;
***
Από νεαρή φίλη έφτασε η φωτογραφία και το άρθρο που τη συνοδεύει: ένα Τογιότα βαρυφορτωμένο σε αγροτικό δρόμο. Η καρότσα του μοιάζει να αγκομαχεί, από το βάρος του φορτίου, πάνω σε ρόδες που βαριαναστενάζουν. Όχι, δεν πρόκειται για καρπούζια ή λογής κηπευτικά, ούτε καρέκλες κουβαλούν σε πανηγύρι, το πανηγύρι άλλο είναι: τα παιδιά. Αγόρια και κορίτσια, στην τρυφερή ηλικία των δώδεκα, των δεκατριών, λίγο πιο πριν, λίγο πιο μετά. Πηγαίνουν σχολείο. Ακριβώς. Σαράντα χιλιόμετρα από τα χωριά του Σουλίου ως την Παραμυθιά. Το άρθρο ενημερώνει πως, Σεπτέμβριο του 2012 τα παιδιά πηγαίνουν σχολείο στην καρότσα κάποιου αγροτικού, μια και το ελληνικό γκουβέρνο δεν έχει, δεν μπορεί να πληρώσει στο ΚΤΕΛ της περιοχής τα χρωστούμενα. Κάπου μισό εκατομμύριο ευρώ.
Κοιτώ καλά τη φωτογραφία. Μετρώ, ένα, δύο, ένδεκα ή μάλλον δώδεκα νεανικά κεφάλια, τ’ αγόρια, αθώα ως συνήθως, κοιτούν μπροστά το δρόμο, ίσως και να ονειρεύονται πως κάθονται στη θέση του οδηγού κι είναι «αυτοκινητάδες», τα κορίτσια κοιτούν μάλλον το φακό, έχουν πάρει χαμπάρι το φωτογράφο κάπου πιο πίσω, ένα δυο ποζάρουν κιόλας χαμογελαστά. Την προσοχή μου τραβά μια σχολική σάκα, φορτωμένη μου μοιάζει, βγαίνει έξω από την καρότσα, στα δεξιά, μοιάζει έτοιμη να ανοίξει, τα βιβλία θα σκορπίσουν στο δρόμο, βιβλία κι άλλα βιβλία, δρόμο ολόκληρο θα στρώσουν, η διαδρομή ως τη γειτονική κωμόπολη βιβλία ανθισμένη, είναι τόσο της μόδας αυτές οι φωτογραφίες του φανταστικού από τα επιδέξια χέρια γραφίστα, τις ανεβάζουν οι ανά τον κόσμο λάτρεις του βιβλίου. Και του face book, στους τοίχους του facebook βεβαίως.
Σκέφτομαι αίφνης τη δική μου γενιά: τα παιδιά των χωριών και των απομακρυσμένων οικισμών πήγανε στα σχολειά με τις ίδιες και ακόμη περισσότερες δυσκολίες. Στις πόλεις, καλύτερα κάπως τα πράγματα, μα και πάλι, πού να μπεις στον παράδεισο του χαρτοπωλείου και να τα κατεβάσεις όλα, το βλέμμα της μητέρας αυστηρό καθοδηγούσε: αυτό όχι, ούτε αυτό. Και κείνο το φριχτό γάλα της αμερικάνικης βοήθειας, ως αργά μέσα στη δεκαετία του εξήντα. Αλλά, όλα κι όλα, εμείς τα καταφέραμε. Σπουδάσαμε, αγωνιστήκαμε, ήμασταν η περίφημη γενιά του Πολυτεχνείου, και είμαστε αυτοί που μετά το εβδομήντα τέσσερα ή και το ογδόντα, είχαμε δουλειά, γραφεία, διορισμό, θέση σε επιτροπές και επιτροπάτα, κομματικές καρέκλες, συνδικαλιστικά οφίτσια, υπουργιλίκια και βουλευτιλίκια, άκριες σε επιδοτήσεις και προγράμματα, επιχειρήσεις, κτηματάκια, εξοχικό, αυτοκίνητα, ταξιδάκια, ε, και κανά κόσμημα δεν βλάπτει. Και πήγαμε τα παιδιά σε καλά σχολεία, πληρώσαμε πακτωλό χρημάτων την παραπαιδεία (κι ας υποψιαζόμασταν πόσο πολύ απαξιώναμε και έτσι το δημόσιο σχολειό). Η γενιά μου, ανερχόμενη μεσαία τάξη του τόπου, όλα νόμιζε πως τα είχε, χρήμα ζεστό στο χέρι και χρήμα των τραπεζών, η τοκογλυφία δεν ανήκε στο λεξιλόγιο μας, το «μέτρον άριστον» βαθιά στο παρελθόν, έβλεπε μόνο στα πρόσωπα των παιδιών της αυτό που της πλάσαρε η δυτική ευμάρεια με χρήμα δανεικό, φίρμες, ακριβά γούστα, φαντασιώσεις. Μια Φοντέιν για το μπαλέτο, τον αυριανό Γκάλη στα γήπεδα, τον διάδοχο του Βίλα Λόμπος στην κιθάρα. Έγιναν και φοβερή μόδα κάτι παλιές μαυρόασπρες φωτογραφίες: παράγκες για σχολεία, ξεχαρβαλωμένα θρανία, ξυπόλητα παιδιά, τρύπια παπουτσάκια: η ματιά της Βούλας Παπαϊωάννου πάνω στην εμφυλιοπολεμική, λίγο πριν-λίγο μετά, Ελλάδα. Το ήθος μιας περασμένης εποχής ήταν το άλλοθί μας.
Στην καρότσα τα παιδιά για την Παραμυθιά, τώρα. Το παραμύθι μας τέλειωσε, ακόμη και αυτή η παραμυθία απούσα, η οικονομική κρίση, δικό τους παιγνίδι στη δική μας πόρτα πρώτα κάθισε, απαντήσεις δεν έχω, οι εύκολες απαντήσεις με τρομάζουν, το παρελθόν, λοιπόν, μπροστά ως το μόνο μέλλον; Κι ύστερα… Ωραία αυτή η φωτογραφία στο facebook.
***
Έχει σκοτεινιάσει στο γραφείο, η βιβλιοθήκη κάνει γωνία με το μισάνοιχτο παράθυρο, τα γατιά έξω στο δρόμο γουργουρίζουν δυσαρεστημένα. Όλο και πιο συχνά στους κάδους των απορριμμάτων, δικό τους παλαιόθεν τσιφλίκι, άνδρες άγνωστοι από μακρινές γειτονιές σκαλίζουν τα σκουπίδια. Ωραία η φωτό στο facebook, θα χτυπήσω like, θα την κοινοποιήσω και σε φίλους, like θα κάνουν και αυτοί, θα την ανεβάσω στον τοίχο μου, φυσικά, μπορώ να κοιμηθώ ήσυχα γι’ απόψε, η συνείδησή μου επαναπαυμένη, η αγωνία, η προσπάθεια αναβάλλονται, αύριο, βλέπουμε, αύριο θα δούμε και πόσα «λάικ» -για πόσα λάικ ρε γαμώτο- έχουν πιάσει και τα παιδιά μέσα στην καρότσα.
* Η Νίκη Τρουλλινού είναι πεζογράφος.