Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904) για τον δάσκαλο (από τις "Αναμνήσεις από τον Τσέχωφ" του Μαξίμ Γκόρκι - μτφ. 'Άννα Αβάκοβα, εκδ. "Ροές"*)

.............................................................
 








Ο Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904) 

            για τον δάσκαλο







   ΚΑΠΟΤΕ, ΜΕ ΦΩΝΑΞΕ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΟΥ ΤΟ ΚΟΥΤΣΟΥΚ ΚΟΪ, όπου είχε ένα μικρό κομμάτι γης και ένα άσπρο διώροφο σπιτάκι. Εκεί, δείχνοντας μου το "κτήμα του", ξεκίνησε να μιλά έντονα: 
    "Αν είχα πολλά χρήματα, θα έφτιαχνα εδώ ένα σανατόριο για τους άρρωστους δασκάλους της επαρχίας. Ξέρετε, θα έχτιζα ένα μεγάλο φωτεινό κτίριο, πολύ φωτεινό, με μεγάλα παράθυρα και ψηλά ταβάνια, θα είχα εξαιρετική βιβλιοθήκη, διάφορα μουσικά όργανα, μελισσώνα, λαχανόκηπο, οπωρώνα' θα μπορούσαν να γίνονται διαλέξεις για την αγρονομία, τη μετεωρολογία. Ο δάσκαλος πρέπει να τα ξέρει όλα, κύριέ μου, όλα!"
   Ξαφνικά σώπασε, έβηξε, με κοίταξε λοξά και χαμογέλασε με το πράο, γλυκό, ακαταμάχητο χαμόγελό του, που πάντα τραβούσε την προσοχή του συνομιλητή του.
   "Οι φαντασιοπληξίες μου σας κάνουν να πλήττετε; Εμένα μου αρέσει να μιλάω γι' αυτά τα πράγματα. Αν ξέρατε πόσο απαραίτητος είναι ένας καλός, έξυπνος, μορφωμένος δάσκαλος στο ρώσικο χωριό! Σε εμάς, στη Ρωσία, είναι απαραίτητο να δημιουργήσουμε γι' αυτόν κάποιες ιδιαίτερες συνθήκες και αυτό πρέπει να γίνει το συντομότερο δυνατό. Πρέπει να καταλάβουμε ότι, χωρίς την πλατιά μόρφωση του λαού, το κράτος θα γκρεμιστεί, σαν ένα σπίτι από κακοψημένα τούβλα! Ο δάσκαλος πρέπει να είναι καλλιτέχνης ερωτευμένος με το έργο του' και σ' εμάς είναι ένας χαμάλης, ελλιπώς μορφωμένος, που πάει να διδάξει τα παιδιά στο χωριό τόσο πρόθυμα όσο θα πήγαινε στην εξορία. Είναι πεινασμένος, κατατρεγμένος, τρέμει στο ενδεχόμενο, να χάσει ένα κομμάτι ψωμί. Χρειάζεται, όμως, να είναι ο πρώτος του χωριού, να μπορεί να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις του χωρικού, να αναγνωρίζουν οι χωρικοί στο πρόσωπό του μια εξουσία άξια προσοχής και σεβασμού και να μην τολμά κανένας να του φωνάζει... να τον ταπεινώνει, όπως κάνουν εδώ πέρα οι πάντες: ο αστυνόμος του χωριού, ο πλούσιος μαγαζάτορας, ο παπάς, οι διοικητές του χωριού και της περιφέρειας, ο διευθυντής του σχολείου και κείνος ο δημόσιος υπάλληλος που φέρει τον τίτλο του επόπτη των σχολείων, αλλά φροντίζει όχι για την καλύτερη οργάνωση της εκπαίδευσης, αλλά μονάχα για την ακριβή εκτέλεση των εντολών της περιφέρειας.
   Είναι παράλογο να πληρώνεις με πενταροδεκάρες έναν άνθρωπο που καλείται να μορφώσει το λαό - το καταλαβαίνετε; -, να μορφώσει το λαό! Δεν είναι δυνατόν να επιτρέπεται αυτός ο άνθρωπος να κυκλοφορεί με κουρέλια, να τρέμει από το κρύο σε σχολεία με τρύπες και υγρασία, να δηλητηριάζεται από τις αναθυμιάσεις του κάρβουνου, να κρυολογεί, να αποκτά μέχρι τα τριάντα του λαρυγγίτιδα, ρευματισμούς, φυματίωση... είναι ντροπή για όλους μας! Ο δάσκαλός μας, οκτώ, εννέα μήνες το χρόνο ζει σαν ερημίτης, δεν έχει κανέναν να πει μια κουβέντα, αποβλακώνεται στη μοναξιά, χωρίς βιβλία και χωρίς ψυχαγωγία. Και αν φωνάξει στο σπίτι κάποιους φίλους του, θα τον χαρακτηρίσουν ύποπτο, μια ανόητη λέξη με την οποία οι πονηροί άνθρωποι φοβίζουν τους βλάκες! Όλα αυτά είναι απαίσια... ένα είδος χλευασμού για έναν άνθρωπο που κάνει μια μεγάλη, τρομακτικά σημαντική δουλειά. Ξέρετε, όταν βλέπω ένα δάσκαλο, νιώθω αμηχανία μπροστά του και για την ατολμία του, και επειδή είναι κακοντυμένος' μου φαίνεται ότι για αυτήν τη μιζέρια του δασκάλου φταίω κι εγώ σε κάτι... σοβαρά!"
   Σώπασε, συλλογίστηκε και, κουνώντας το χέρι σαν να παραιτούνταν, είπε σιγανά: 
   "Πόσο παράλογη, άγαρμπη χώρα είναι αυτή η Ρωσία μας"...


  











Από τις "Αναμνήσεις από τον Τσέχωφ" του Μαξίμ Γκόρκι (μτφ. Άννα Αβάκοβα - από το επίμετρο στη συλλογή διηγημάτων του Τσέχωφ ("Ω, γυναίκες, γυναίκες! και άλλα διηγήματα", εκδόσεις "Ροές", 2004)


Αφιερωμένο στους δασκάλους, στους γονείς και στους μαθητές που νιώθουν και καταλαβαίνουν...


Δεν υπάρχουν σχόλια: