Δευτέρα 4 Ιουνίου 2012

"Μακάρι να 'χα δυο καρδιές": Από ένα διήγημα σ' ένα τραγούδι. Από το βιβλίο διηγημάτων "Εν Οίκω" του Δημήτρη Πετσετίδη ("Μεταίχμιο", Μάρτιος 2012) και δύο κριτικά σημειώματα...

...........................................................














από το διήγημα "Μακάρι να 'χα δυο καρδιές" του Δημήτρη Πετσετίδη


...Από το δωμάτιο αυτό ξεκίνησα εκείνο το βράδυ της 21ης Απριλίου για το στρατόπεδο της μοίρας και εν συνεχεία, για τον Εύοσμο, όπου περάσαμε το Πάσχα, με συνεχείς νυχτερινές παγανιές για να εμποδίσουμε την αναγραφή συνθημάτων στους τοίχους. Τότε, σε όλα τα μέσα, κυριαρχούσε το σύνθημα της χούντας: "Χριστός ανέστη, η Ελλάς ανέστη!" και εμείς κρυφά λέγαμε με το Δημήτρη: "Η Ελλάς εχέστη!".
   Ήταν ένας παγωμένος Απρίλης, παγωμένες και οι ψυχές των κατοίκων, από τους οποίους πολλοί πήραν την άγουσα για τη Γυάρο. Σε εκέινα τα λασπωμένα δρομάκια του Εύοσμου και της Νεάπολης περιπολούσαμε τις νύχτες και δεν αντικρίζαμε παρά κάποιο αδέσποτο σκυλί να γαβγίζει και βλέπαμε μόνο τις θλιβερές όψεις από τα χαμόσπιτα, πόρτες και παράθυρα κατάκλειστα, χωρίς να ακούγεται κανένας ήχος, λες και οι κάτοικοί τους τα είχαν εγκαταλείψει.
   Κάτι βράδια ξαναγυρίζω στο δωμάτιο εκείνο και είμαι ακόμη είκοσι πέντε χρόνων, και είναι μαζεμένες η Μάρω και η Τίτη, η Στέλλα και η Μαρία, η Σούλα και η Βέτα. Μόνο η Καίτη λείπει, ποτέ δεν ήθελε να έρθει στο σπίτι της κυρα-Ράνιας ήταν γνωστή της μάνας της. Παίζουμε παιχνίδια διάφορα, μιλάμε και γελάμε και λέμε ανέκδοτα. Και η Μάρω χωρίς να ντρέπεται γδύνεται και καμαρώνει στον καθρέφτη, η Τίτη μου λέει ότι πια δεν έχει κανένα πρόβλημα με τα πόδια της, μπορεί να τρέχει και να χορεύει, η Μαρία έχει πιάσει το τραγούδι: "Μακάρι να 'χα δυο καρδιές", η Βέτα θέλει να παίξουμε κυνηγητό μέσα στο δωμάτιο. Δεν γίνεται της λέω, αυτή επιμένει, γιατί όχι, παίρνει το μέρος της η Στέλλα, ναι! ελάτε να παίξουμε κυνηγητό, πώς, ρε κορίτσι μου, να παίξουμε μέσα στο δωμάτιο; Έξω έχει δυο μέτρα χιόνι και κάνει κρύο. Η Σούλα δεν φοβάται το χιόνι, ποτέ δεν το φοβήθηκα, λέει, και τότε που ντεραπάρισε το αυτοκίνητο και πέσαμε στον γκρεμό με τον Μανώλη, εγώ οδηγούσα χωρίς αλυσίδες.
   Έχω νυστάξει, έχουν κλείσει τα μάτια μου, πόσος χρόνος πέρασε; Όταν τα ανοίγω έχει μείνει μόνο η Μάρω να κοιτάζεται στον καθρέφτη.
   - Πού πήγαν οι άλλες; τη ρωτάω.
   - Ποιες άλλες, μου λέει, οι δυο μας είμαστε μόνο!
   - Κλείσε το παράθυρο! της φωνάζω. Θα κρυώσεις!
   Το παράθυρο έχει μείνει ανοιχτό και βλέπω μακριά την Τίτη με τη Σούλα να τρέχουν στα σύννεφα, πετώντας πάνω από τη λέσχη αξιωματικών. Στο πάτωμα βλέπω πάλι πεταμένες τις αρβύλες και τη στολή αγγαρείας πεταμένη κι αυτή πάνω στο ντιβάνι. Θέλω να σηκωθώ, να φορέσω το πολιτικό πουκάμισο που κρέμεται στην καρέκλα και να τρέξω πίσω από τις γυναίκες που χάνονται στο βαθος του ορίζοντα. Η Μάρω με συγκρατεί, οι δυο μας είμαστε, μου λέει.
   Κάτι φορές με πιάνει μια βαθιά μελαγχολία και θέλω να γυρίσω έστω για μια φορά στο δωματιάκι εκέινο που πέρασα δυο ολόκληρους χειμώνες, δεν πήρα ποτέ μετάθεση. Πιθανόν να μην υπάρχει πια ούτε το δωμάτιο ούτε το σπίτι της κυρα-Ράνιας. Κάποια πολυκατοικία μπορεί να έχει υψωθεί και να έχουν χαθεί και ο μικρός κήπος με τα λουλούδια, τα τριαντάφυλλα, τις ντάλιες και τα χρυσάνθεμα, να έχει χαθεί και η τουλούμπα στην άκρη του. Και τι να 'γινε και το διπλανό, ισόγειο κι αυτό σπίτι, με τις δύο αδελφές και την Αθανασία την εξαδέλφη τους; Στον φράχτη με τις τριανταφυλλιές ποζάρουμε σε μια φωτογραφία εκείνη την άνοιξη, λίγες ημέρες πριν πάρω το απολυτήριο και φύγω με το τρένο μακριά.
   Κάτι τέτοιες φορές ακούω το τζουκ μποξ από το ζαχαροπλαστειάκι να παίζει μουσική. Και μέσα στο δωμάτιό μου, χιλιόμετρα και χιλιόμετρα μακριά, να διαχέεται γλυκά ο ήχος του τραγουδιού: "Μακάρι να 'χα δυο καρδιές"
            

 


 Μακάρι να 'χα δυο καρδιές

Στίχοι: Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου
Μουσική: Αντώνης Κατινάρης
Πρώτη εκτέλεση: Γρηγόρης Μπιθικώτσης



Μακάρι νά 'χα δυο καρδιές
μες στην ζωή την ψεύτρα
η μια να λειώνει στις φωτιές
κι άλλη νά 'ναι πέτρα

Μες την ζωή μου τη πεζή
και τη βασανισμένη
τι να σου κάνει μια καρδιά
κι αυτή σακατεμένη

Μακάρι να 'χα δυο καρδιές
η μια για να πονάει
κι όταν την πνίγουν οι καημοί
η άλλη να γλεντάει


..............................................................


ΔΙΑΚΡΙΝΟΝΤΑΣ

Οι τέσσερις τοίχοι
 
Tης Ελισαβετ Kοτζια / ekotzia@yahoo.gr και "Καθημερινή", 6/5/2012

Περνάμε όλα μας τα χρόνια μέσα σε δωμάτια και σπίτια. Τόσο αναπόσπαστα, τόσο απαραίτητα, τόσο αναγκαία στη ζωή μας όσο τα ρούχα μας - τι λέω, όσο το ίδιο μας το δέρμα. Μας περιβάλλουν, μας προστατεύουν, μας προσδιορίζουν, μας επιβάλλονται, μας φυλακίζουν. Τόποι διαβίωσης, χώροι ανάπαυσης, εστίες συμβίωσης, έδαφος διαμόρφωσης, ζώνες διασταύρωσης, πεδία σύγκρουσης, φωλιές αναμνήσεων, χώροι ανάρρωσης. Κάτι τόσο αυτονόητο ώστε περνάει απαρατήρητο. Το υπογραμμίζει ο Δημήτρης Πετσετίδης και η διηγηματογραφική του συλλογή «Εν οίκω» (Μεταίχμιο, σελ. 137). Οι δεκαπέντε μικρές ιστορίες του που είναι γραμμένες με αφορμή κάθε λογής δωμάτια (σαλόνια, ύπνου, αίθουσες αναμονής, ένα τσαρδί χτισμένο πάνω στο κλαδί, ενοικιαζόμενα καταλύματα, κοιτώνες νοσοκομείων και απαραιτήτως μες στα σύγχρονα συμφραζόμενα το διαδικτυακό δωμάτιο συζήτησης). Ολες, εκτός μιας, οι ιστορίες είναι γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο. Καθώς γεννήθηκε το 1940 στη Σπάρτη, ο διηγηματογράφος έχει τη δυνατότητα να κινηθεί βιωματικά σε ένα πολύ μακρύ χρονικό άνυσμα (από τον πόλεμο μέχρι τις μέρες μας) και σε ένα πολύ πλατύ γεωγραφικό πεδίο (από την επαρχιακή Ελλάδα ώς το αθηναϊκό κέντρο).
Η μνήμη δίνει το έναυσμα. Λακωνία. Οι δυσκολίες της Κατοχής και οι άγριες συγκρούσεις του Εμφυλίου εξαναγκάζουν την οικογένεια σε συνεχείς μετακινήσεις. Τα πρώτα πέντε χρόνια στους Μύλους της Βαρδούνιας στο σπίτι της γιαγιάς· στο μεγάλο δωμάτιο το ένα παράθυρο βλέπει το ποτάμι και το άλλο τον μπαξέ με τις πορτοκαλιές. Εμφύλιος, ο φόβος αντιποίνων, η βραδινή μετακίνηση στο σπίτι της θείας στο κέντρο της πόλης· κλειστό σκοτεινό δωμάτιο που ο αφηγητής (βεβαίως) παραβιάζει. Παιδική καμαρούλα στο ιδιόκτητο σπίτι στη Σπάρτη γεμάτο παιχνίδια και αναμνήσεις. Στη σάλα φιλοξενούμενη μια θεια κυνηγημένη για τις πολιτικές της πεποιθήσεις. (Ποιες δηλαδή; Οτι έραψε δωρεάν στολές για τους αντάρτες στον πόλεμο κατά των ξένων εισβολέων). Ολα τα δωμάτια της παιδικής ηλικίας θα χαθούν. Τα σπίτια πωλούνται, γκρεμίζονται, ανοικοδομούνται· κατοικημένα από νέους ιδιοκτήτες, κατειλημμένα από ξένους μετανάστες· απρόσιτα. Ομοίως και τα σπίτια της εφηβείας και της νεότητας. Ενοικιαζόμενα μαθητικά δωμάτια στην πρωτεύουσα για υποψηφίους πανελληνίων· πρώτα σεξουαλικά σκιρτήματα, φαντασιώσεις και ερωτικά παθήματα. Στρατιωτική θητεία, κατάλυμα στη βόρειο Ελλάδα. Οι απώλειες είναι αναρίθμητες. Δεν είναι μόνον ο χρόνος που περνά αλλά κι η Ελλάδα που αλλάζει. Τέλος, τα φανταστικά δωμάτια -το κλειστό, το σκοτεινό και το χαμένο- χώροι του ονείρου, των αναμνήσεων και του εφιάλτη.
Και στην έβδομη διηγηματογραφική του συλλογή, η φράση του Δημήτρη Πετσετίδη είναι λιτή, διαθέτει περιγραφική ακρίβεια και υφολογική σαφήνεια. Δεν βρίσκουμε πάθος, βαθιά νοσταλγία και ισχυρή συγκίνηση, παρά μόνον όση επιτρέπουν να φανεί η αποδοχή του αφηγητή και η συμφιλίωσή του με την απώλεια του παιδικού και του νεανικού παραδείσου. Γιατί χλωρός παράδεισος μοιάζει ακόμα και το δωμάτιο όπου η εμπειρία υπήρξε τραυματική - όπως του αθηναϊκού ξενοδοχείου με την άρρωστη μάνα που δεν της έχει απομείνει πολλή ζωή. (Εξαίρεση ίσως αποτελούν το ιατρείο και οπωσδήποτε το νοσοκομείο απ' όπου ο αφηγητής θα φύγει «οικεία βουλήσει».) Οσα έζησε στα δωμάτια και στα σπίτια της παιδικής ηλικίας είναι ανεπανάληπτα. Ούτε καν η επουράνια ζωή αποζημιώνει. Διότι όπως ειρωνικά παρατηρεί ο αφηγητής: «Σκέφτομαι ότι μόνο στον Παράδεισο δεν υπάρχουν δωμάτια και όλοι οι κάτοικοί του αιωρούνται μετέωροι, έτσι όπως τους βλέπουμε στις ζωγραφιές. (Γιατί) οι άγγελοι δεν έχουν πια την ανάγκη να ονειρευτούν μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός δωματίου ούτε να αγναντέψουν απ' τα παράθυρά του ούτε να ξαπλώσουν στο κρεβάτι του».

.............................................................
 

Τα πρόσωπα στα δωμάτια
 

Τα πρόσωπα στα δωμάτια
Iσορροπώντας προσεκτικά 
μεταξύ κωμωδίας και δράμα-
τος, ο Δημήτρης Πετσετίδης 
είναι ένας διηγηματογράφος 
της αφανούς καθημερινότητας



 
 
Με τη μνήμη του στραμμένη μονίμως στη Σπάρτη της παιδικής του ηλικίας, όπου ακούγεται εξ αποστάσεως η κλαγγή των όπλων του Εμφυλίου, απρόθυμος για παρατεταμένες εξιστορήσεις (η πλοκή του περιορίζεται σε μερικά δραστικά ενσταντανέ), όπως και ισορροπώντας προσεκτικά μεταξύ κωμωδίας και δράματος, ο Δημήτρης Πετσετίδης είναι ένας διηγηματογράφος της αφανούς καθημερινότητας. Και αν η καθημερινότητά του διαταράσσεται κατά καιρούς από το βαρύ πέλμα της Ιστορίας, που μετατρέπει το παρελθόν σε μια ανησυχαστική και επίφοβη σκιά, ο τόνος της φωνής του δεν αλλάζει: εκείνο που προέχει στη ζωή των ανθρώπων είναι η κοπιώδης μέριμνα για τα χρειώδη, ο αγώνας για τον προαιώνιο κύκλο της επιβίωσης, που αποστρέφεται τα τρικυμιώδη συναισθήματα και τα παραφουσκωμένα λόγια.

Αυτή είναι η γραμμή την οποία χαράσσει ο Πετσετίδης (τουλάχιστον σε θεματικό επίπεδο) και στην πρόσφατη συλλογή διηγημάτων του που φέρει τον τίτλο Εν οίκω και αποτελείται από δεκαπέντε κομμάτια κλειστού χώρου. Στο βιβλίο πρωταγωνιστούν λιγότερο τα πρόσωπα που επινοεί για τις ανάγκες της αφήγησης ο συγγραφέας και περισσότερο τα δωμάτια της διαμονής τους: δωμάτια τα οποία θα σημαδέψουν τις πρώιμες στιγμές του βίου τους και θα στοιχειώσουν με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο τις αναμνήσεις τους.

Και ποιος δεν θα μπει σε αυτά τα δωμάτια. Γιαγιάδες που θα τα κατακλύσουν με τους ιστορικούς τους θρύλους, θείοι και θείες που θα τα γεμίσουν με τα επικίνδυνα βιβλία και τα απαγορευμένα τραγούδια τους, παιδιά που θα τα πλουτίσουν με τα παιχνίδια τους, φίλοι που θα τα βαρύνουν με τα ερωτικά τους πάθη, γυναίκες που θα τα ποτίσουν με την αγάπη τους, έφεδροι που θα τα εμψυχώσουν με τις δημοκρατικές τους πεποιθήσεις, μανάδες (ας είναι και θετές) που θα τα πονέσουν με την αρρώστια τους, γιατροί που θα τα κάνουν αφόρητα με τον κυνισμό τους, ασθενείς ή ηλικιωμένοι που θα τα καταθλίψουν με τα άγχη και τη μοναξιά τους...

Δεν παράγουν πάντα συγκίνηση τα καινούργια διηγήματα του Πετσετίδη. Η διάχυτη νοσταλγία, που παραβιάζει το αλλοτινό ολιγόλογο στυλ του δίνοντας μια γλυκερή διάσταση στις εικόνες του παρελθόντος, καταλήγει να περιβάλλει και με μιαν απρόσμενη αισθηματολογία τις αντιδράσεις των ηρώων του. Μολονότι η έκφραση και η σκηνοθεσία του δεν αποβάλλουν τον λιτό και απέριττο χαρακτήρα τους, το ποσοστό της συγκίνησης που αποπνέουν οι περισσότερες από τις καταστάσεις των διηγημάτων μοιάζει υπέρβαρο τροφοδοτώντας τους πρωταγωνιστές με μια δυσλειτουργική εξωστρέφεια. Τα λόγια εξακολουθούν να μην είναι άστοχα και φλύαρα, έχουν όμως χάσει την ελλειπτικότητα και το αφαιρετικό τους απόσταγμα.

Το κλίμα γίνεται εντελώς διαφορετικό όταν οι χώροι του Εν οίκω αποσπώνται από τον ρεαλιστικό τους περίγυρο για να αποκτήσουν ένα οιονεί φανταστικό στοιχείο, που χωρίς να υπονομεύει την αίσθηση της γειωμένης πραγματικότητας υποβάλλει τον αναγνώστη σε μια αινιγματική ατμόσφαιρα όπου όλα παραμένουν σε μια παράξενη εκκρεμότητα, ικανή να αποκαλύψει πολλαπλά στρώματα σημασιών, όπως και να επιτύχει το ζητούμενο συγκινησιακό ρίγος, δίχως την παραμικρή λεκτική ή συναισθηματική έξαρση (βλ. τα κομμάτια «Χαμένο δωμάτιο», «Κλειστό δωμάτιο» και «Απρόσκλητοι επιδρομείς»). Μακάρι τέτοια δείγματα να αποτελούσαν όχι την εξαίρεση αλλά τον κανόνα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: