Δευτέρα 12 Αυγούστου 2019

"ΘΕΙΑ-ΣΟΦΟΥΛΑ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ-ΣΑΡΑΝΤΑΝΟΥ" Από το βιβλίο του Θοδωρή Γκόνη «Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή / Επτά Γυναίκες και Ένα Κορίτσι» Κείμενα και Τραγούδια (εκδ. Άγρα, 2008)

.............................................................









Θοδωρής Γκόνης (γ.1956 )












·       ΘΕΙΑ-ΣΟΦΟΥΛΑ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΑ-ΣΑΡΑΝΤΑΝΟΥ


Από το βιβλίο του Θοδωρή Γκόνη «Καρόλου Ντηλ και Τσιμισκή / Επτά Γυναίκες και Ένα Κορίτσι» Κείμενα και Τραγούδια (εκδ. Άγρα, 2008)


Υπάρχουν σπίτια σαν τη νεκρά θάλασσα, σπίτια ακίνητα που τα κατοικεί η γυναίκα του Λωτ. Οι βρύσες τους τρέχουν νερό αρμυρό, φαρμάκι, νερό του Σοδομά. Παντού σιωπή. Όλα εισπνέουν λύπη, λύπη και φόβο.

   Κι είναι άλλα που μέσα τους κυλά ο Ιορδάνης ποταμός. Γλυκά νερά, χλόη και δέντρα. Πόρτες ορθάνοιχτες, χωρίς κλειδιά, παράθυρα που τραβούν το σπίτι στ’ ανοιχτά και σκάλες, σκάλες ατέλειωτες, που τις πατά, τις τρίβει η ζωή.

   Στο προγονικό μας σπίτι η πόρτα του, η πορτάρα του δηλαδή, η αυλόπορτα χτυπούσε πιο ταχτικά κι απ’ τις καμπάνες της Μητρόπολης.

   Άνθρωποι κάθε λογής, γνωστοί και άγνωστοι, έφερναν, άφηναν τα παιδιά τους για να βαφτιστούν, ζητούσαν να στεφανωθούν, να παντρευτούν, να κάνουν το τραπέζι του γάμου τους εκεί, ν’ ακουμπήσουν, να σταθούν, να πάρουν τη σκιά του, να ξεκουραστούν.

   Βάφτιζε η γιαγιά μου, μοίραζε τα ονόματα, την τύχη και τη μοίρα τους. Είχε καλό όνομα, της εζούσαν  τα παιδιά, μύρο το λάδι της. Στεφάνωνε, στερέωνε ζωές και σπίτια. Άναβε φούρνους, φούρνιζε ψωμιά, μαγείρευε. Αχνίζανε καζάνια, μαρμίτες και ταψιά. Άνοιγε φύλλα και φτερά, τραγούδαγε και χόρευε μαζί τους. Τρίζανε ταβάνια και πατώματα, τα χαράκωνε το γλέντι, η χαρά.

   Έγραφε, σκάλιζε πίσω από τα εικονίσματα τα ονόματα – επίθετα, σόγια και παρατσούκλια μυθικά - , ημερομηνίες, τόπους, διευθύνσεις, λόγια μυστικά, όλα με προσοχή, με τάξη, σαν τον μεγάλο τον Ληξίαρχο. Ήταν παιδιά της όλα αυτά κι έπρεπε να προσέξει μη γίνουν λάθη και κριματιστεί, αιμομιξίες κι εγκλήματα, όπως γινόντουσαν παλιά που οι άνθρωποι δεν γνώριζαν.

   Τα έδενε όλα με ευχές, τα σταύρωνε, τους άνοιγε δρόμο, τους έδινε το βήμα τους. Δεν της αρκούσε να φυτεύει μόνο τα άνθη της, ήθελε να τα ποτίζει και να τα κλαδεύει, σαν τον καλό τον κηπουρό. Ήταν παιδιά της, παιδιά της ψυχής της, παιδιά του παραδείσου.

   Είχε βαφτίσει πάνω από εκατό. Τους Άγιους Πάντες είχε στο σπίτι της κι είχε αλλάξει στέφανα με άλλους τόσους. Τους θυμόταν, τους φώναζε όλους με το μικρό τους όνομα. Όταν μαζεύονταν δίπλα της, κοντά της, τις μεγάλες τις γιορτές και τις μεγάλες μέρες να πάρουνε τα δώρα τους, άνοιγαν τα νερά του ποταμού και πέρναγε μαζί τους στη χαρά, απέναντι.


   Όμως η ώρα η κακιά το έφερε. Ξεχάστηκε, μπερδεύτηκε, είχαν περάσει και τα χρόνια, και πάντρεψε δυο βαφτιστήρια της χωρίς να το γνωρίζει. Τη μάγεψε η αγάπη τους, ο έρωτάς τους. Όταν κατάλαβε το λάθος της, ήταν αργά. Δεν το είπε σε κανέναν. Ζήτησε, πρώτη φορά αυτή, να τους βαφτίσει το παιδί. Πίστευε πως έτσι θα πάρει πίσω το κρίμα της και θα σωθεί. Έτσι κι έγινε. Κι είχε το μικρό παιδί στο σπίτι της, λουλούδι και τραγούδι της και ζήλευαν οι άλλοι.


Ἐνῷ ἔτρεχεν ἡ Σοφούλα, ἰδοῦσα 〈τὸ〉στόμιον τοῦ φρέατος ἀνοικτόν, ἐπλησίασε, προσεκολλήθη ἐπὶ τοῦ χθαμαλοῦ ξυλίνου φραγμοῦ, εἶδεν ἐπὶ τοῦ ὕδατος εἰκονιζομένην τὴν ἀγγελικὴν ξανθὴν μορφήν της, ἤρχισε νὰ τῇ προσμειδιᾷ, ἔκυψεν ὑπερμέτρως, ὠλίσθησεν ἐπὶ τῆς στιλπνῆς ὡς ἐκ τῆς συχνῆς προστριβῆς τοῦ σχοινίου σανίδος, καὶ ἔπεσε κατακέφαλα ἐντὸς τοῦ φρέατος.

Ἐπὶ ζωῆς της δὲν ἐπαρηγορήθη ἡ θεια-Σοφούλα διὰ τὸ οἰκτρὸν τοῦτο ἀτύχημα. Ἴσα ἴσα ἡ τελευταία βαπτιστική της!…
Διετήρησε δὲ τὴν πρὸς τὴν ἀθῴαν νεκρὰν στοργήν της μέχρι εὐσεβοῦς προλήψεως. Ζήσασα ἐπὶ ἱκανὰ ἔτη ἀκόμη, κατεσκεύαζεν ἀνελλιπῶς κατ᾽ ἔτος τῇ Μ. Πέμπτῃ τὴν κοκκώνα τῆς ἀτυχοῦς μικρᾶς, καὶ τὴν Κυριακὴν τοῦ Πάσχα, ἅμα ἐπέστρεφε τὸ πρωὶ ἀπὸ τῆς λειτουργίας τῆς Ἀναστάσεως ἤνοιγε, τότε μόνον, τὸ ἄχρηστον μεῖναν φρέαρ καὶ ἔρριπτεν εἰς τὸ ὕδωρ τὴν κοκκώναν καὶ τὰ κόκκινα αὐγὰ τῆς μικρᾶς Σοφούλας της.
Ἐβεβαίου δὲ ἡ ἀγαθὴ γυνή, ὅτι ἀνεξήγητος εὐωδία ἀνήρχετο τότε ἀπὸ τοῦ ὕδατος, ὡς θυμίαμα ἀθῴας ψυχῆς ἀναβαῖνον πρὸς τὸν θεάνθρωπον Πλάστην.

***


Το παιδί μου έχω πνίξει
μες στη στέρνα του χωριού
έχει γίνει νυχτερίδα
και με κυνηγάει παντού

Στην αυλή μου έχω φτιάξει
μια τραμπάλα από χρυσό
να το το παιδί μου να το
με την τσάντα στο σχολειό

Τράμπα τραμπαλίζομαι
φτάνω ως τ’ αστέρια
το παιδί μου το κρατά
ο Χριστός στα χέρια

Το παιδί μου έχω πνίξει
μες στη στέρνα του χωριού
έχει γίνει νυχτερίδα
και με κυνηγάει παντού

Στη συκιά μου έχω δέσει
του Ιούδα το σκοινί
ο αέρας με κουνάει
με γαβγίζει το σκυλί

Δεν υπάρχουν σχόλια: