..............................................................
Σάμουελ Μπέκετ
(1906-1989)
Σάμουελ Μπέκετ
(1906-1989)
· «Κείμενα για το τίποτα – 11»
Από
τις «Πρόζες 1945-1980» του Σάμουελ
Μπέκετ (1906 – 1989)
(μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη,
εκδ. «ΠΑΤΑΚΗ», 7η έκδ.
2013)
Όταν σκέφτομαι, όχι,
αυτό δεν θα πιάσει, όταν έρθουν εκείνοι που με γνώριζαν, που ίσως ακόμα με
γνωρίζουν, εξ όψεως φυσικά, ή από τη μυρωδιά, είναι σάμπως, είναι σαν, έλα
λοιπόν, δεν ξέρω, δεν θα έπρεπε να είχα αρχίσει. Αν
άρχιζα ξανά, σε αυτό συγκεντρώνοντας το μυαλό μου, είναι που έχει μερικές φορές
καλά αποτελέσματα, αξίζει μια προσπάθεια, θα το προσπαθήσω, μια απ’ αυτές τις
μέρες, ένα απ’ αυτά τα βράδια, ή και απόψε, γιατί όχι σήμερα το βράδυ, προτού
εξαφανιστώ, από εκεί πάνω, από εδώ κάτω, σκορπισμένος από τις αιώνιες λέξεις.
Μα τι λέω, σκορπισμένος, μονάχα αυτό δεν είμαι, μονάχα αυτό, εγώ περιφερόμουν,
το μυαλό μου περιφερόταν, μονάχα αυτό δεν είμαι. Και σέρνω τα βήματά μου πάνω
στον ίδιο παλιόδρομο, πάνω ναι και κάτω όχι, σ’ εκείνον που δεν έχει ακόμα
όνομα κατευθύνομαι, μήπως και μ’ αφήσει σε ησυχία, ησυχάσει, να μην υφίσταται
πλέον, να μην υπάρξει ποτέ. Ονόμασε, όχι, τίποτα δεν ονομάζεται, πες, όχι,
τίποτα δεν μπορεί να ειπωθεί, τότε τι, δεν ξέρω, δεν θα έπρεπε να έχω αρχίσει.
Βάλτε τον κι εκείνον στο ρεπερτόριο, ορίστε λοιπόν, και εκτελέστε τον, όπως εγώ
εκτελώ εμένα, νεκρώνει το ένα κομμάτι μετά το άλλο, και από τη μία νύχτα στην
άλλη, και διαμέσου των ημερών, είναι άραγε πάντοτε βράδυ, και γιατί αυτό, γιατί
να είναι πάντοτε βράδυ, θα πω το γιατί, έτσι για να το έχω πει, να το έχω πίσω
μου, μια στιγμή. Είναι καιρός που δεν προχωρά την ώρα της καντάδας, εκτός κι αν
χάραξε, όχι, δεν είμαι έξω, είμαι κάτω από το χώμα, ή κάπου μέσα στο σώμα μου,
ή μέσα σε άλλο σώμα, και ο χρόνος ολοένα καταβροχθίζει, αλλά όχι εμένα, να το
λοιπόν, γι’ αυτό κι είναι πάντα βράδυ, για να μπορώ τα καλύτερα να προσδοκώ, τη
μακριά μαύρη νύχτα για να κοιμηθώ, ιδού, έχω απαντήσει, σε κάτι έχω απαντήσει.
Ή μήπως είναι στο μυαλό, σαν λεπτοδείκτης, ή για τα δευτερόλεπτα, ή σαν λωρίδα
θάλασσας, που φευγαλέα πέφτει πάνω της η λάμψη του φάρου, φευγαλέα λωρίδα
θάλασσας κάτω από φευγαλέα λάμψη. Φαύλες λέξεις για να με κάνουν να πιστέψω ότι
είμαι εδώ, και ότι έχω κεφάλι, και φωνή, ένα κεφάλι που πιστεύει τη μια τούτο,
την άλλη τ’ άλλο, κι ύστερα τίποτα πια, ούτε στον εαυτό του, ή σε οτιδήποτε
άλλο, ένα κεφάλι όμως με μια φωνή που του ανήκει, ή σε άλλα, άλλα κεφάλια, σαν
να ήταν δύο τα κεφάλια, σαν να ήταν ένα το κεφάλι, ή ακέφαλη, μια φωνή ακέφαλη,
αλλά φωνή. Δεν απατώμαι πάντως, για την ώρα δεν απατώμαι, για την ώρα δεν
βρίσκομαι εκεί, πόσο μάλλον οπουδήποτε αλλού, μήτε σαν κεφάλι, μήτε σαν φωνή,
μήτε σαν αρχίδι, τι ντροπή, τι ντροπή να μην εμφανίζομαι πουθενά σαν αρχίδι, ή
σαν μουνί, κάπου εκεί πάντως, μια τρίχα αιδοίου, βλέπει πράματα και θάματα, αφ’
υψηλού, καλά, να το, δεν γίνεται κι αλλιώς, έτσι είναι. Και τους αφήνω να λένε
τα λόγια τους, τις δικές μου λέξεις που δεν ειπώθηκαν από μένα, αυτή τη λέξη
εμένα, τη λέξη που λένε, αλλά λένε ματαίως. Προχωράμε, εμείς προχωράμε, κι όταν
έρθουν όσοι με ήξεραν, βιαστικοί βιαστικοί, είναι σαν, όχι, πρώιμο. Αλλά
κούκου, εδώ είμαι πάλι, ακριβώς τη στιγμή που ήμουν απολύτως αναγκαίος, σαν τη
ρίζα του μείον ένα στο τετράγωνο, με τις κλασικές μου σπουδές, θα άξιζε τούτο
να το δει κανείς, το πελιδνό πρόσωπο λεκιασμένο από μαρμελάδα και μελάνι, caput mortuum μιας
νιότης μελετηρής, πεταχτά αυτιά, μάτια ανάστροφα, αλλόκοτα αραιά μαλλιά, αφροί
στο στόμα, και μασουλώντας, μασουλώντας τι, σβόλο γλοιώδη, μια προσευχή, ένα
μάθημα, λίγο απ’ όλα, προσευχή αποστηθισμένη για περίπτωση ανάγκης προτού η
ψυχή παραιτηθεί και που εμβυθίζεται τα πάντα ανακατώνοντας στο γέρικο και έρημο
από λέξεις στόμα, στο γέρικο κεφάλι που έχει πλέον κουφαθεί, εκεί είμαι γέρος,
δεν παίρνει πολύ, ένας μυξιάρης ξεμωραμένος, με τις κλασικές του σπουδές, ήταν
στα ουρητήρια με τις διπλές λεκάνες στη γωνία της οδού d’ Assas, τα νερά που έτρεχαν έκαναν τον
ίδιο θόρυβο όπως και πριν από εξήντα χρόνια, τα αγαπούσα γι’ αυτή την προτροπή
σαν τη μητέρα που λέει τσις στο μωρό πάνω από το δοχείο, με το κούτελο
κολλημένο στο διαχωριστικό ανάμεσα στα γκράφιτι, ζορίζοντας τον προστάτη, με
ρεψίματα και παναγίες, με τον καβάλο κουμπωμένο, δεν τα βγάζω από το μυαλό μου,
από αφηρημάδα, εξάντληση, αμεριμνησία, ή επί τούτου, για μεγαλύτερο ζόρισμα,
ξέρω γιατί μιλώ, ή μονόχειρας, ακόμα καλύτερα, δίχως μπράτσα, δίχως χέρια,
ασύγκριτα καλύτερα, γέρος όσο κι ο κόσμος και εξίσου αποκρουστικός, από όλες
τις πλευρές ακρωτηριασμένος, όρθιος πάνω στα έμπιστά μου κούτσουρα, έτοιμος να
σκάσω από κάτουρο παλιό, παλιές προσευχές, παλιά μαθήματα, ψυχή, μυαλό και
κουφάρι το ένα δίπλα στ’ άλλο, για να μην αναφέρω τις ροχάλες, οδυνηρή στ’
αλήθεια αναφορά, τ’ αναφιλητά που μύξες έγιναν, αναβλύζοντας από την καρδιά,
τώρα έχω μια καρδιά, τώρα είμαι ολοκληρωμένος, μου λείπουν λίγα άκρα, με τις
κλασικές τους σπουδές, και την καριέρα τους, και παρ’ όλα αυτά στο ελάχιστο
πομπώδης, δίχως απαιτήσεις, σπαράζοντας από εκσπερματώσεις, Χριστέ μου, Χριστέ
μου. Βράδια, βράδια, τι βράδια κι εκείνα, από τι ήταν φτιαγμένα, και πότε έγινε
αυτό, δεν ξέρω, φτιαγμένα από φιλικές σκιές, φιλικούς ουρανούς, από χρόνο
χορτάτο, είχε καταβροχθίσει και αναπαυόταν, έως το κρέας του μεσονυκτίου, δεν
ξέρω, περισσότερα από ό,τι τότε, όταν συνήθιζα να λέω, από μέσα, ή απέξω, από
τη νύχτα που ερχόταν ή κάτω από το χώμα.
Πού βρίσκομαι, για να αναφερθώ μόνο στον χώρο, και με ποια όψη, κι από πότε,
για να αναφερθώ και στον χρόνο, και μέχρι πότε, και ποιος είναι αυτός ο ηλίθιος
που δεν ξέρει πού να πάει, που δεν μπορεί να σταματήσει, που περνά τον εαυτό
του για μένα κι εγώ περνιέμαι για κείνον, τίποτε απολύτως, ο παλιός χτύπος.
Εκείνα τα βράδια, αλλά και το αποψινό από τι είναι φτιαγμένο, το αποψινό, το
τωρινό, που ποτέ δεν τελειώνει, στις σκιές του είμαι μονάχος, εκεί βρίσκομαι,
εκεί βρισκόμουν και τότε, εκεί βρισκόμουν πάντα, από εκεί μίλησα στον εαυτό
μου, μίλησα σ’ αυτόν, άραγε πού να έχει χαθεί, εκείνος που είδα τότε, να είναι
ακόμα στον δρόμο, πιθανόν, δυνατόν, δίχως φωνή να του μιλά, εγώ δεν του μιλώ
πια, δεν μιλώ πια σ’ εμένα, δεν έχει απομείνει κανείς να του μιλώ, κι εγώ μιλώ,
μια φωνή μιλά που δεν είναι άλλη από τη δική μου, καθώς δεν υπάρχει άλλος εκτός
από μένα. Τον έχασα, ναι, και με έχασε, δεν με βλέπει, δεν μ’ ακούει, αυτό
θέλησα, είναι άραγε πιθανόν, να το θέλησα, να θέλησα αυτό, κι εκείνος, τι ήθελε
εκείνος, ήθελε να σταματήσει, ίσως και να έχει σταματήσει, αλλά δεν
μετακινήθηκα και ποτέ, ίσως και να είναι πεθαμένος, εγώ είμαι πεθαμένος,
ουδέποτε όμως έζησα. Αλλά εκείνος κινήθηκε, απόδειξη ζωντάνιας, μέσα από κείνα
τα βράδια, σε κίνηση επίσης, βράδια με τέλος, βράδια με νύχτα, δίχως ποτέ να
πει κουβέντα, ανίκανος να πει μια κουβέντα, δίχως να ξέρει πού πηγαίνει,
ανίκανος να σταματήσει, καθώς άκουγε τις κραυγές μου, μια φωνή που έφτανε στ’
αυτιά κραυγάζοντας ότι τούτη δεν ήταν ζωή, σαν να μην ήξερε, λες και
αναφερόμουν στη δική του, η οποία ήταν κατά κάποιον τρόπο, ιδού η διαφορά,
εκείνες τις μέρες, δεν ήξερα πού ήμουν, ούτε με ποια όψη, ούτε από πότε, ούτε
έως πότε, όπως τώρα, ιδού η διαφορά, τώρα ξέρω, δεν είναι αλήθεια, όμως παρ’
όλα αυτά, θα το πω, ιδού η διαφορά, το λέω τώρα, θα το πω σε λίγο, θα το πω στο
τέλος, τότε τέλος, θα είμαι ελεύθερος να τελειώσω, δεν θα είμαι πλέον, δεν θα
αξίζει πλέον τον κόπο, δεν θα είναι πλέον αναγκαίο, δεν θα είναι πλέον δυνατόν,
τώρα όμως δεν αξίζει, τώρα δεν είναι αναγκαίο, τώρα δεν είναι δυνατόν, κάπως
έτσι αρθρώνεται ο συλλογισμός. Όχι, πρέπει να βρεθεί κάτι καλύτερο, ένας
καλύτερος λόγος, για να το σταματήσει αυτό, μια λέξη αλλιώτικη, μια καλύτερη
ιδέα, να τεθούν αρνητικά, ένα καινούργιο όχι, για ν’ ακυρωθούν όλα τα άλλα, όλα
τα παλιά όχι που με έθαψαν εδώ κάτω, βαθιά μέσα σε τούτο το μέρος που δεν είναι
μέρος, μια στιγμή μόνο είναι απλώς στον χρόνο τον αιώνιο, το αποκαλούν εδώ, και
σ’ αυτό το ον που ονομάζεται εγώ και δεν είναι ον, και σ’ αυτή την απίστευτη φωνή, όλα τα παλιά όχι στο σκοτάδι
κουδουνίζουν και σαν στήλη καπνού ταλαντεύονται, ναι, ένα καινούργιο όχι, που
κανείς δεν λέει δεύτερη φορά, που θα πέσει και κάτω θα με αφήσει, σκιά και
φλυαρίες, σε μια απουσία λιγότερο μάταιη από την ανυπαρξία. Ω, ξέρω πως δεν θα
συμβεί έτσι, ξέρω πως τίποτα δεν θα συμβεί, τίποτα δεν έχει συμβεί και πως
είμαι ακόμα, και ιδιαίτερα από τη μέρα που δεν μπορούσα πλέον να το πιστέψω,
κάπου ψηλά στο βλεννορροϊκό φως αυτού που ονομάζεται σάρκα και αίμα, τον εαυτό μου
βρίζοντας από καρδιάς. Και γι’ αυτό, όταν έρθει η ώρα εκείνων που με ήξεραν, αυτή
τη φορά θα πιάσει, όταν έρθει η ώρα όσων με ήξεραν, είναι σαν να ήμουν ανάμεσά
τους, αυτό είχα να πω, βλέποντάς με να πλησιάζω ανάμεσά τους, έπειτα βλέποντάς
με να υποχωρώ, το κεφάλι τινάζοντας και λέγοντας. Είναι πράγματι εκείνος, είναι
δυνατόν να είναι εκείνος, έπειτα προχωρώντας μ’ εκείνους συντροφιά κατά μήκος
ενός δρόμου που δεν είναι δικός μου και που κάθε βήμα με απομακρύνει από
εκείνον τον άλλο που ούτε κι αυτός είναι δικός μου, ή παραμένοντας μονάχος εκεί
όπου είμαι, σε δυο όνειρα ανάμεσα που οι δρόμοι τους χωρίζουν, κανέναν δεν
ξέρω, κανείς δεν με ξέρει, είπα τελικά ό,τι είχα να πω, όλα όσα θα μπορούσα να
πω σήμερα το βράδυ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου