Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

«Η πιστολιά» (α' μέρος) διήγημα του Αλεξάντρ Πούσκιν (1799 – 1837) από τα «Διηγήματα» (μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος & ΣΙΑ Ο.Ε., 1979)

.............................................................







Αλεξάντρ Πούσκιν (1799 - 1837)










·       «Η πιστολιά» (α' μέρος)

διήγημα του Αλεξάντρ Πούσκιν (1799 – 1837) από τα «Διηγήματα» (μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος & ΣΙΑ Ο.Ε., 1979)

                                                     Χτυπηθήκαμε
                                                                       Μπαρατίνσκη
                                                                       Είχα ορκιστεί να τον σκοτώσω
                                                                       Σύμφωνα με τον κώδικα της
                                                                       μονομαχίας (μου χρωστούσε
                                                                      ακόμα μια πιστολιά μου).
                                                                      Μια βραδιά στον καταυλισμό


   ΕΙΧΑΜΕ σταθμέψει στην κωμόπολη ***. Η ζωή του αξιωματικού του στρατού μακριά από την πρωτεύουσα είναι γνωστή. Το πρωί θεωρία, ασκήσεις· το μεσημέρι φαγητό παρέα με το διοικητή του συντάγματος ή σε κανένα εβραίικο καπηλειό· το βράδυ ποντς και χαρτιά. Στη *** κανένα σπίτι ανοιχτό για μας, καμιά υποψήφια νύφη· μαζευόμαστε πότε στου ενός και πότε στου αλλουνού τη σκηνή όπου πέρα από τις στολές μας δε βλέπαμε τίποτ’ άλλο.

   Μόνο ένας της παρέας μας δεν ήταν στρατιωτικός. Ήταν καμιά τριανταριά χρονών, μας εμείς τον θεωρούσαμε γέρο. Η πείρα του έδινε σε σύγκριση με μας πολλά πλεονεκτήματα· από την άλλη μεριά, η συνηθισμένη του κατσουφιά, η αυστηρότητα και η κακογλωσσιά του επηρέαζαν πολύ τα νεανικά μας μυαλά. Κάποιο μυστήριο έκρυβε η μοίρα του· έδειχνε ρώσος, μα είχε ξένο όνομα. Κάποτε υπηρετούσε στους ουσάρους, και μάλιστα μ’ επιτυχία. Κανείς δεν ήξερε τους λόγους που τον ανάγκασαν να παραιτηθεί από το στρατό και να εγκατασταθεί σ’ αυτή τη φτωχή κωμόπολη όπου ζούσε και φτωχά και σπάταλα: πήγαινε οπουδήποτε πάντα με τα πόδια, φορούσε μια τριμμένη μαύρη ρεντιγκότα, μα είχε πάντα το σπίτι του ανοιχτό για όλους τους αξιωματικούς του συντάγματός μας. Η αλήθεια είναι πως το μεσημεριανό φαγητό ήταν δύο και τρία πιάτα το άτομο – το μαγείρευε ένας παλιός, απολυμένος πια, φαντάρος, και ην σαμπάνια έρεε άφθονη. Κανείς δεν ήξερε ούτε την περιουσία του, ούτε τα έσοδά του, και κανείς δεν τολμούσε να τον ρωτήσει γι’ αυτό. Το σπίτι ήταν φίσκα από βιβλία – στρατιωτικά τα πιο πολλά, αλλά και μυθιστορήματα. Τα έδινε πρόθυμα για να τα διαβάζουν χωρίς να τα ζητάει ποτέ πίσω· ποτέ όμως κι αυτός δεν ξανάδινε στον κάτοχο ένα βιβλίο που είχε δανειστεί. Η πιο μεγάλη του απασχόληση ήταν ν’ ασκείται στη σκοποβολή με πιστόλι. Οι τοίχοι στο δωμάτιό του ήταν όλοι κατατρυπημένοι από τις σφαίρες, έτσι που έμοιαζαν λες με κερήθρες. Η πλούσια συλλογή από πιστόλια ήταν η μοναδική πολυτέλεια στο φτωχό καλύβι όπου ζούσε. Η σκοπευτική ικανότητα που είχε ο άνθρωπος αυτός ήταν απίστευτη: αν πρότεινε να ρίξει κάτω ένα αχλάδι από το καπέλο που το φορούσε κάποιος, κανείς στο σύνταγμά μας δεν θα δίσταζε να διακινδυνέψει το κεφάλι του. Οι συζητήσεις ανάμεσα σε μας  τους αξιωματικούς, τι πιο πολλές φορές, είχαν θέματα μονομαχίας· ο Σίλβιο (έτσι θα τον λέω) δεν έπαιρνε ποτέ μέρος σ’ αυτές. Στην ερώτηση αν του έτυχε ποτέ να μονομαχήσει, απαντούσε ξερά – ναι, του είχε τύχει, μα δεν έμπαινε σε λεπτομέρειες, κι έβλεπε κανείς πως κάτι τέτοιες ερωτήσεις του ήταν δυσάρεστες. Υποθέταμε πως βάραινε τη συνείδησή του κάποιο δυστυχισμένο θύμα της τρομερής σκοπευτικής του δεινότητας. Όπως και νάναι, ούτε και περνούσε από το νου μας η υποψία πως είχε κάτι μέσα του που μοιάζει με δειλία. Υπάρχουν άνθρωποι που το παρουσιαστικό τους και μόνο δεν επιτρέπει να γεννηθούν παρόμοιες υποψίες. Ένα αναπάντεχο περιστατικό μας άφησε όλους με το στόμα ανοιχτό.

   Μια μέρα ο Σίλβιο είχε τραπέζι σε καμιά δεκαριά δικούς μας αξιωματικούς. Έπιναν όπως συνήθως, δηλαδή με την ψυχή τους· ύστερα από το φαγητό παρακαλέσαμε τον οικοδεσπότη να κάνει την κάσα στο παιχνίδι. Αρνιόταν συνέχεια, γιατί ποτέ σχεδόν δεν είχε παίξει χαρτιά· καμιά φορά δέχτηκε και είπε να φέρουν μια τράπουλα, έριξε πάνω στο τραπέζι πενήντα-εξήντα χρυσά νομίσματα, πήρε τα χαρτιά, τ’ ανακάτεψε κι άρχισε το παιχνίδι με όλους εμάς γύρω του. Ο Σίλβιο είχε τη συνήθεια να μη μιλάει καθόλου πάνω στο παιχνίδι, να μη μαλώνει ποτέ και να μη δίνει εξηγήσεις. Κάθε φορά που ένας παίχτης έκανε λάθος, ο Σίλβιο ή πλήρωνε αμέσως αυτό που έλειπε ή χρέωνε το παραπανίσιο. Εμείς το ξέραμε το χούι του και τον αφήναμε στη διάθεσή του· μα ανάμεσά μας σήμερα βρισκόταν ένας αξιωματικός, τοποθετημένος στο σύνταγμά μας πριν λίγο καιρό. Αυτός λοιπόν ο συνάδελφος, πάνω στο παιχνίδι ζήτησε από αφηρημάδα τα διπλάσια απ’ όσα είχε κερδίσει. Ο Σίλβιο πήρε την κιμωλία και διόρθωσε το λογαριασμό, όπως συνήθιζε. Ο συνάδελφος νόμισε πως ο Σίλβιο έκανε λάθος κι άρχισε να ζητάει εξηγήσεις. Ο μπαγκαδόρος συνέχιζε αμίλητος το παιχνίδι. Ο συνάδελφος έχασε την υπομονή του, παίρνει το σπόγγο και σβήνει εκείνο που νόμιζε πως δεν ήταν γραμμένο σωστά. Ο Σίλβιο πήρε την κιμωλία και το ξανάγραψε. Ο συνάδελφος, ζαλισμένος από το κρασί, το παιχνίδι και τσατισμένος τα γέλια των αλλονών μας το πήρε για μεγάλη προσβολή και πάνω στα νεύρα του αρπάζει από το τραπέζι το χάλκινο κηροπήγιο και το σβουρίζει στο Σίλβιο που για λίγο να το δεχόταν κατακέφαλα. Τα χάσαμε. Ο Σίλβιο σηκώθηκε κατακίτρινος από το θυμό του, και με τα μάτια του να πετάνε φωτιές λέει: «Αγαπητέ κύριε, φύγετε σας παρακαλώ, κι έχετε χάρη στο θεό που αυτό έγινε μέσα στο σπίτι μου».

   Δεν είχαμε καμιά αμφιβολία για τις συνέπειες και θεωρούσαμε πια το νεοφερμένο συνάδελφο νεκρό. Βγήκε λέγοντας πως για την προσβολή είναι πρόθυμος ν’ απαντήσει μ’ όποιον τρόπο αρέσει στον κύριο μπαγκαδόρο. Το παιχνίδι συνεχίστηκε για λίγα λεπτά κόμη· μα βλέποντας πως ο οικοδεσπότης  δεν έχει το νου του στο παιχνίδι σηκωθήκαμε ένας-ένας και τραβήξαμε για τ’ αντίσκηνά μας κουβεντιάζοντας για τις διακοπές που περιμέναμε.

   Την άλλη μέρα στις ασκήσεις ρωτούσαμε ο ένας τον άλλον αν ζούσε ακόμη ο φουκαράς ο υπολοχαγός – τον βλέπουμε μπροστά μας φάντη μπαστούνι· κάναμε και στον ίδιο την ίδια ερώτηση. Μας απάντησε πως για τον Σίλβιο δεν είχε ακόμη καμιά είδηση. Αυτό ήταν μια έκπληξη για μας. Πήγαμε στο σπίτι του Σίλβιο και τον βρίσκουμε στην αυλή να φυτεύει τις σφαίρες, τη μια πάνω στην άλλη πάνω σ’ έναν άσσο της τράπουλας κολλημένο στην εξώπορτα. Μας δέχτηκε όπως συνήθιζε, χωρίς να πει ούτε λέξη για το χτεσινό επεισόδιο. Πέρασαν τρεις μέρες, κι ο υπολοχαγός ήταν ακόμη ζωντανός. Ρωτούσαμε με απορία ο ένας τον άλλο: θα μονομαχήσει ή όχι ο Σίλβιο; Τελικά ο Σίλβιο δε μονομάχησε. Ικανοποιήθηκε με μια πολύ σύντομη εξήγηση και συμφιλιώθηκε.

   Αυτό τον έβλαψε πολύ στα μάτια της νεολαίας. Η λιποψυχία είναι κείνο που συγχωράνε λιγότερο απ’ όλα οι νέοι, και το θάρρος είναι εκείνο που βλέπουν ανώτερο απ’ όλες τις ανθρώπινες αρετές και αρκετό για να συγχωρούνται όλα τα ενδεχόμενα ελαττώματα. Όπως και νάναι, όλα ξεχάστηκαν σιγά-σιγά, και ο Σίλβιο ξαναβρήκε την προηγούμενη αξία του.

   Μονάχα εγώ δεν μπορούσα τώρα πια να τον πλησιάσω. Όντας από τη φύση μου ρομαντικός, είχα συνδεθεί πρωτύτερα πιο πολύ απ’ όλους μ’ έναν άνθρωπο που η ζωή του ήταν ένα μυστήριο και που τον έβλεπα σαν τον ήρωα που διαβάζουμε σε κανένα σκοτεινό μυθιστόρημα. Μ’ αγαπούσε· ήμουνα τουλάχιστο ο μόνος που μαζί μου παρατούσε τη συνηθισμένη του κακογλωσσιά και μιλούσε για διάφορα πράγματα με απλοϊκότητα και μια παράξενη χάρη. Μα ύστερα από την άτυχη κείνη βραδιά η σκέψη πως η τιμή του είχε λερωθεί και ο ίδιος αμελούσε να την ξεπλύνει δε μ’ άφηνε σε ησυχία, μ’ εμπόδιζε να του φέρνομαι όπως και πρώτα· το θεωρούσα ντροπή να τον βλέπω. Ο Σίλβιο ήταν πανέξυπνος και είχε μεγάλη πείρα, κι αμέσως το παρατήρησε και κατάλαβε το λόγο. Αυτό, φαίνεται, τον πίκρανε· τουλάχιστο δυο φορές πρόσεξα πως ήθελε να μου δώσει μιαν εξήγηση· μα εγώ απόφευγα να του δώσω την ευκαιρία, κι έτσι με τον Σίλβιο χωρίσαμε τα τσανάκια μας. Από τότε βλεπόμαστε σε παρέες με άλλους συνάδελφους, και οι παλιές φιλικές συζητήσεις μας σταμάτησαν.

   Οι αμέριμνοι κάτοικοι της πρωτεύουσας δεν έχουν ιδέα από πολλές εντυπώσεις, συνηθισμένες στους κατοίκους των χωριών ή των κωμοπόλεων, όπως λογουχάρη, η λαχτάρα για τη μέρα που φτάνει το ταχυδρομείο: κάθε Τρίτη και Παρασκευή τα γραφεία του συντάγματός μας ήταν φίσκα από αξιωματικούς – άλλος περίμενε χρήματα, άλλος γράμμα, άλλος εφημερίδες. Ήταν συνήθεια ν’ ανοίγονται επιτόπου τα δέματα, να κυκλοφορούν εκεί τα νέα, με αποτέλεσμα να παρατηρείται στα γραφεία πολύ ζωηρή κίνηση. Ο Σίλβιο έπαιρνε γράμματα στη διεύθυνση του συντάγματός μας, και δεν έλειπε τις μέρες του ταχυδρομείου. Μια μέρα του έδωσαν ένα φάκελο που τον άνοιξε με μεγάλη ανυπομονησία. Διάβαζε το περιεχόμενο με τα μάτια να πετάνε φωτιές. Οι αξιωματικοί είχαν το νου τους στα δικά τους γράμματα και δεν πρόσεξαν τίποτα. «Κύριοι», τους λέει σε μια στιγμή ο Σίλβιο, «οι περιστάσεις μού επιβάλλουν ν’ απουσιάσω αμέσως· φεύγω απόψε· ελπίζω να μη μου χαλάσετε το χατήρι, να ‘ρθετε στο τελευταίο τραπέζι μου. Περιμένω και σας», πρόσθεσε γυρίζοντας κατά μένα, «σας περιμένω το δίχως άλλο». Είπε και βγήκε βιαστικά· εμείς κανονίσαμε να μαζευτούμε στο σπίτι του Σίλβιο και χωρίσαμε πηγαίνοντας ο καθένας στη δουλειά του.

   Πήγα στο σπίτι του Σίλβιο την ορισμένη ώρα και βρήκα εκεί ολόκληρο σχεδόν το σύνταγμα. Όλα τα πράγματά του ήταν κιόλας αμπαλαρισμένα· δεν έμεναν παρά οι τοίχοι γυμνοί και κόσκινο από τις σφαίρες. Το τραπέζι ήταν έτοιμο και καθίσαμε· ο οικοδεσπότης ήταν στα κέφια του, και η ευθυμία δεν άργησε καθόλου να γενικευτεί· άκουγες να ξεβουλώνουν συνέχεια με κρότο μπουκάλια, έβλεπες ποτήρια να γεμίζουν αδιάκοπα με σαμπάνια που άφριζε και τσίριζε, και μεις να ευχόμαστε σε κείνον που θα ’φευγε καλό ταξίδι και κάθε ευτυχία. Σηκωθήκαμε από το τραπέζι αργά πια το βράδυ. Τη στιγμή που φορούσαμε τα πηλήκιά μας και πάνω στον αποχαιρετισμό με πήρε αγκαζέ και με σταμάτησε τη στιγμή ακριβώς που ήμουν έτοιμος να βγω. «Θέλω να κουβεντιάσω μαζί σας», μου είπε. Έμεινα.

   Οι καλεσμένοι έφυγαν· εμείς μείναμε οι δυο μας, καθίσαμε ο ένας απέναντι στον άλλον κι ανάψαμε αμίλητοι τα τσιμπούκια μας. Ο Σίλβιο ήταν σκεφτικός· δεν είχε πια κανένα σημάδι από το σπασμωδικό κέφι του. Μια κατσούφικη χλωμάδα είχε απλωθεί στο πρόσωπό του, τα μάτια του γυάλιζαν, πυκνά σύννεφα καπνού έβγαιναν από το στόμα του – κι όλα αυτά του έδιναν μια σατανική όψη. Περνάνε λίγα λεπτά και ο Σίλβιο διακόπτει τη σιωπή.

   -Ίσως και να μην ιδωθούμε ποτέ πια, μου λέει. Γι’ αυτό πριν αποχωριστούμε, ήθελα να σας δώσω μιαν εξήγηση. Θα είχατε παρατηρήσει πως έχω σε μικρή εκτίμηση τη γνώμη των άλλων· μα εσάς – σας αγαπώ, και καταλαβαίνω πως θα μου ήταν βαρύ ν’ αφήσω να μείνετε με μια ψεύτικη εντύπωση για μένα.

   Σταμάτησε κι άρχισε να πατικώνει το τσιμπούκι του όπου πήγαινε ν’ αποκαεί ο καπνός· εγώ – τσιμουδιά με τα μάτια χαμηλωμένα.

   -Σας φάνηκε παράξενο, συνέχισε, που δε ζήτησα ικανοποίηση από αυτόν τον τρελό μπεκρούλιακα, τον Ρ… Θα συμφωνήσετε μαζί μου πως έχοντας εγώ το δικαίωμα να διαλέξω το όπλο, κρατούσα τη ζωή του στα χέρια μου, ενώ ή δική μου δεν κινδύνευε σχεδόν καθόλου: θα μπορούσα να αποδώσω την μετριοπάθειά μου μόνο στη μεγαλοψυχία μου, μα δε θέλω να πω ψέματα. Αν μπορούσα να τιμωρήσω τον Ρ. χωρίς να διακινδυνέψω ούτε στο ελάχιστο τη ζωή μου, δε θα του το χάριζα για τίποτα στον κόσμο.

   Κοίταζα τον Σίλβιο με μεγάλη απορία. Είχα μείνει με το στόμα ανοιχτό από την ομολογία του αυτή. Ο Σίλβιο συνέχισε:

   -Μάλιστα φίλε μου: δεν έχω δικαίωμα να παίξω κορώνα-γράμματα τη ζωή μου. Εδώ κι έξι χρόνια έφαγα ένα χαστούκι, κι αυτός που μου το ‘δωσε ζει ακόμη.

   Η περιέργειά μου κορυφώθηκε.

   -Δε μονομαχήσατε; ρώτησα. Από τις περιστάσεις, φαίνεται, βρεθήκατε μακριά ο ένας από τον άλλον, ε;

   -Μπα, μονομαχήσαμε, απάντησε ο Σίλβιο, και να το ενθύμιο της μονομαχίας μας.

   Ο Σίλβιο σηκώθηκε κι έβγαλε από ένα χάρτινο κουτί ένα κόκκινο σκουφί με μια κόκκινη φούντα και μ’ ένα σιρίτι (κείνο που οι γάλλοι το λένε bonnet de police)· το φόρεσε· ήταν τρυπημένο από σφαίρα ένα δάχτυλο πάνω από το μέτωπο.

   -Ξέρετε, συνέχισε ο Σίλβιο, ότι υπηρετούσα στο… σύνταγμα των ουσάρων. Ο χαρακτήρας μου σας είναι γνωστός: απόχτησα τη συνήθεια να πρωτεύω σε όλα, κι αυτό στα νιάτα μου είχε για μένα καταντήσει πάθος. Στην εποχή μου τα σκάνδαλα ήταν της μόδας: ήμουν ο πρώτος καβγατζής στο στρατό. Καυχιόμαστε για τα μεθύσια μας: έπινα πιο πολύ από τον ξακουστό Μπουρτσόφ που τον έχει εξυμνήσει ο Ντενίς Νταβίντοφ. Από μονομαχίες στο σύνταγμά μου – άλλο τίποτα: κάθε λεφτό κι από μία. Σ’ όλες μάρτυρας ή πρωταγωνιστής. Οι συνάδελφοι με λάτρευαν, οι διοικητές του συντάγματος – άλλαζαν κάθε λίγο και λιγάκι, μ’ έβλεπαν σαν αναγκαίο κακό.

   Απολάμβανα ήσυχα (ή ανήσυχα) τη δόξα μου ως τη μέρα που κόλλησε στην παρέα μας ένας νεαρός από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια (δε θέλω να πω το όνομά του). Ποτέ στη ζωή μου δεν είχα συναντήσει έναν τόσο λαμπρό ευτυχισμένο άνθρωπο! Φανταστείτε – νιάτα, μυαλό, ομορφιά, κέφι θεότρελο, θάρρος αδίσταχτο, ξακουστό όνομα, χρήματα άφθονα, τα πάντα στη διάθεσή του, φανταστείτε, λέω, τι εντύπωση, ε, θα προκάλεσε ανάμεσά μας. Τα πρωτεία μου κινδύνευαν. Η φήμη μου του έκανε εντύπωση κι επιδίωξε τη φιλία μου· μα εγώ του φέρθηκα ψυχρά, και κείνος παραιτήθηκε από το σκοπό του χωρίς καμιά στενοχώρια. Εγώ δεν τον χώνευα. Οι επιτυχίες του στο σύνταγμα και στις παρέες με γυναίκες μού προκάλεσαν τη μεγαλύτερη απελπισία. Έξυνα τα νύχια μου για να μαλώσω μαζί του· στα πειράγματά μου απαντούσε με δικά του που σ’ αυτά ήταν πάντα πιο ετοιμόλογος και τσουχτερός από μένα – τα δικά του πειράγματα δεν είχαν τα όμοιά τους σε χιούμορ: αυτός έλεγε τ’ αστεία του κι εγώ σκύλιαζα. Ώσπου μια μέρα στο χορό που έδινε ένας πολωνός τσιφλικάς, βλέποντας να τον τρώνε με τα μάτια όλες οι κυρίες και μάλιστα η ίδια η οικοδέσποινα που εγώ είχα ιδιαίτερες σχέσεις μαζί της, του ψιθύρισα στ’ αφτί του κάποιο χοντρό αστείο. Αυτός τσατίστηκε και μου ‘δωσε ένα χαστούκι. Τρέξαμε να πάρουμε τα ξίφη μας· οι γυναίκες λιποθύμησαν· μας χώρισαν, και την ίδια νύχτα πήγαμε για μονομαχία.

   Όλα ήταν έτοιμα τα χαράματα. Εγώ βρισκόμουν στο μέρος που είχε οριστεί, με τους τρεις μάρτυρές μου. Περίμενα με μια ανεξήγητη ανυπομονησία τον αντίπαλό μου. Ο ανοιξιάτικος ήλιος είχε βγει, και η ζέστη άρχισε να γίνεται αισθητή. Ερχόταν ποδαρόδρομο με το χιτώνιο κρεμασμένο στο ξίφος και με παρέα έναν μόνο μάρτυρα. Πήγαμε σε συνάντησή του. Μας πλησίασε με το πηλήκιο στα χέρια και γεμάτο κεράσια. Οι μάρτυρες μέτρησαν την απόσταση – δώδεκα βήματα. Θα ‘ριχνα πρώτος· μα η ταραχή μου από το μίσος ήταν τόσο δυνατή που φοβήθηκα πως δε θα έχω σταθερό χέρι, και για να κερδίσω χρόνο με το σκοπό να ηρεμήσω του παραχώρησα την πρώτη πιστολιά· ο αντίπαλός μου δε δέχτηκε. Συμφωνήσαμε να ρίξουμε κλήρους: στάθηκε τυχερός αυτός, ο αίώνιος ευνοούμενος της τύχης. Σημάδεψε και μου τρύπησε το πηλήκιο. Ήταν τώρα η σειρά μου. Η ζωή του επιτέλους βρισκόταν στα χέρια μου· τον κοίταζα καλά-καλά προσπαθώντας να πιάσω έστω μια σκιά ανησυχίας του… Τον σημάδευαν να του ρίξουν και κείνος διάλεγε από το πηλήκιο τα ώριμα κεράσια, έτρωγε και έφτυνε τα κουκούτσια που έφταναν ως εμένα. Είχα φρενιάσει με την αδιαφορία του. Τι έχω να ωφεληθώ, διαλογιζόμουν, αν του αφαιρέσω τη ζωή τη στιγμή που αυτός δεν τη λογαριάζει καθόλου; Μια ύπουλη σκέψη πέρασε από το νου μου. Κατέβασα το πιστόλι. «Φαίνεται πως δε σας νοιάζει αν κινδυνεύετε να σκοτωθείτε», του λέω. «Δε θα ήθελα να σας ενοχλήσω τώρα που τρώτε». «Καθόλου δε μ’ ενοχλείτε», παρατήρησε αυτός. «Σας παρακαλώ, πυροβολείστε – όπως σας αρέσει· έτσι κι αλλιώς, έχετε όλο το δικαίωμα να ρίξετε· είμαι πάντα στις προσταγές σας». Απευθύνθηκα στους μάρτυρες και τους εξήγησα πως δεν είχα την πρόθεση να πυροβολήσω, και η μονομαχία τελείωσε με τον τρόπο αυτό.

   Παραιτήθηκα από το στρατό κι έφυγα μακριά απ’ αυτήν την κωμόπολη. Από τότε δεν πέρασε ούτε μια μέρα που να μην σκεφτόμουν να εκδικηθώ. Και σήμερα έφτασε η ώρα μου…

   Ο Σίλβιο έβγαλε από την τσέπη του το γράμμα που είχε λάβει το πρωί και μου το έδωσε να το διαβάσω. Κάποιος (ίσως κανένας πληρεξούσιός του) του έγραφε από τη Μόσχα ότι το γνωστό πρόσωπο γρήγορα θα παντρευτεί νόμιμα μια πεντάμορφη κοπέλα.

   -Μαντεύετε, μου λέει ο Σίλβιο, ποιο είναι αυτό το γνωστό πρόσωπο. Πηγαίνω στη Μόσχα. Θα δούμε αν θα περιμένει το θάνατο τώρα που παντρεύεται με την ίδια αδιαφορία που τον περίμενε τότε τρώγοντας κεράσια!

   Και με τα λόγια αυτά ο Σίλβιο σηκώθηκε, πέταξε κάτω στο δάπεδο το πηλήκιο κι άρχισε τα πήγαινε-έλα μέσα στην κάμαρα σαν καμιά τίγρη μέσα στον κλωβό της. Τον παρακολουθούσα ασάλευτος· παράξενα, αντιφατικά συναισθήματα με κρατούσαν σε αδιάκοπη ταραχή.

   Μια υπηρέτρια μπήκε και είπε πως τ’ άλογα για το ταξίδι είναι έτοιμα. Ο Σίλβιο μού έσφιξε δυνατά το χέρι· φιληθήκαμε. Ανέβηκε και κάθισε στην άμαξα κοντά σε δυο βαλίτσες – η μια με τα πιστόλια και η άλλη με τα πράγματά του. Είπαμε αντίο ακόμη μια φορά, και τ’ άλογα ξεκίνησαν καλπάζοντας...


ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ Α' ΜΕΡΟΥΣ


Δεν υπάρχουν σχόλια: