Πέμπτη 1 Αυγούστου 2019

Απόσπασμα από τη νουβέλα της Μαργκερίτ Ντιράς "Moderato Cantabile" (1958) (μτφ. Άρης Μαραγκόπουλος, εκδ. ΤΟΠΟΣ, 2017)

..............................................................











Μαργκερίτ Ντιράς (1914 - 1996)




Απόσπασμα από τη νουβέλα της Μαργκερίτ Ντιράς "Moderato Cantabile" (1958) (μτφ. Άρης Μαραγκόπουλος, εκδ. ΤΟΠΟΣ, 2017)

Από την ταινία του Πίτερ Μπρουκ (1960) με την Ζαν Μορό και τον Ζαν Πολ Μπελμοντό 

...Η Άννα Ντεμπαρέντ διέσχισε αυτόν τον καιρό, αυτόν τον άνεμο, έφτασε στο λιμάνι αφού πέρασε τον πρώτο μόλο και το ντοκ των ρυμουλκών με την άμμο, απ' όπου ανοιγόταν η πόλη προς τη μεγάλη βιομηχανική της περιοχή. Στάθηκε πάλι στον πάγκο, ενώ ο άντρας βρισκόταν ήδη στην αίθουσα, περιμένοντάς την, προφανώς επειδή δεν μπορούσε να αποφύγει ακόμα το τελετουργικό των πρώτων τους συναντήσεων, στο οποίο συμμορφωνόταν ενστικτωδώς. Παρήγγειλε κρασί, αναστατωμένη όπως πάντα. Η πατρόνα, που έπλεκε το κόκκινο μάλλινό της πίσω από τον πάγκο, παρατήρησε πως έκαναν πολλή ώρα μέχρι να έρθουν σε επαφή ύστερα από την άφιξή της, και πως η φαινομενική αδιαφορία του ενός για τον άλλον παρατάθηκε πολύ περισσότερο από τη χτεσινή μέρα. Κι ότι συνεχίστηκε ακόμη και μετά τη συνάντηση του παιδιού με τον καινούργιο του φίλο.
   - Θα ήθελα ένα ακόμα ποτήρι κρασί, απαίτησε η Άννα Ντεμπαρέντ.
   Της το σέρβιραν με δυσαρέσκεια. Ωστόσο, όταν ο άντρας σηκώθηκε, πήγε κοντά της και την έφερε στο σκοτάδι της πίσω αίθουσας, το τρέμουλο των χεριών είχε κιόλας χαλαρώσει. Το πρόσωπο απέκτησε ξανά τη συνηθισμένη του ωχρότητα.
   - Δεν το συνηθίζω, εξήγησε, να απομακρύνομαι τόσο από το σπίτι μου. Δεν πρόκειται για φόβο. Θα έλεγα ότι περισσότερο με εκπλήσσει, μοιάζει να με εκπλήσσει.
   - Μπορεί να είναι και ο φόβος. Θα το μάθουμε, στην πόλη όλα γίνονται γνωστά με πανομοιότυπο τρόπο, πρόσθεσε γελώντας ο άντρας.
   Απέξω, το παιδί έβγαλε μια κραυγή ευχαριστημένο επειδή δύο ρυμουλκά έφταναν μαζί, το ένα δίπλα στο άλλο, στο ντοκ. Η Άννα Ντεμπαρέντ χαμογέλασε.
   - ...που πίνω κρασί μαζί σας, ολοκλήρωσε την κουβέντα της - ξέσπασε απότομα σε γέλια - , μα γιατί θέλω τόσο πολύ να γελάσω σήμερα;
   Πλησίασε πολύ κοντύτερα το πρόσωπό του, ακούμπησε τα χέρια του δίπλα στα δικά της, στο τραπέζι, έπαψε να γελάει μαζί της. 
   - Είχε σχεδόν πανσέληνο εκείνη τι νύχτα. Φαινόταν καθαρά ο κήπος σας, πόσο είναι περιποιημένος, λείος σαν καθρέφτης. Ήταν αργά. Ο μεγάλος διάδρομος του πρώτου ορόφου παρέμενε φωτισμένος.
   - Σας το είπα, είναι φορές που δεν κοιμάμαι καλά.
   Έπαιζε στριφογυρίζοντας το ποτήρι του μέσα στο χέρι του ώστε να διευκολύνει την κατάσταση, να της δώσει την ευκαιρία, αφού πίστευε ότι καταλάβαινε πως εκείνη το επιθυμούσε, να τον κοιτάξει καλύτερα. Εκείνη τον κοίταξε καλύτερα.
   - Θα ήθελα να πιω κρασί - απαίτησε με παράπονο, σαν να της έδειξαν κιόλας αδιαφορία. Δεν το 'ξερα πως εθίζεται κανείς τόσο γρήγορα. Να που ήδη κοντεύω να το πάθω.
   Αυτός παρήγγειλε το κρασί. Το ήπιαν κι οι δυο τους άπληστα, όμως αυτή τη φορά εκείνο που έσπρωξε την Άννα Ντεμπαρέντ να πιει, δεν ήταν παρά η προδιάθεση που της γεννιόταν να μεθύσει με τούτο το κρασί. Περίμενε λιγάκι αφού το ήπιε και, με τη γλυκιά και ενοχική φωνή της δικαιολογίας, ξανάρχισε να ανακρίνει αυτόν τον άντρα.
   - Θα ήθελα τώρα να μου πείτε πώς έφτασαν στο σημείο ούτε καν να μιλάνε.
   Το παιδί ήρθε ως το άνοιγμα της πόρτας, βεβαιώθηκε πως εκείνη ήταν ακόμη εκεί, ξανάφυγε.
   - Δεν ξέρω τίποτα. Μπορεί μέσα από μακριές σιωπές που θρονιάζονταν ανάμεσά τους τη νύχτα καιν άλλες ώρες, αδιάφορο ποιες, και που όλο και λιγότερο μπορούσαν να τις ξεπεράσουν με το τίποτα, τίποτα.
   Η ίδια ταραχή που την προηγούμενη μέρα έκλεισε τα μάτια της Άννας Ντεμπαρέντ, την έκανε τώρα να κυρτώσει τους ώμους από συντριβή.
   - Μια κάποια νύχτα, γυρνάνε και στριφογυρνάνε στην κάμαρα, καταντάνε σαν φυλακισμένα ζώα, δεν ξέρουν τι τους συμβαίνει. Αρχίζουν να αναρωτιούνται, τους πιάνει φόβος.
   - Τίποτα δεν τους ικανοποιεί πια.
   - Είναι πλημμυρισμένοι από αυτό που ετοιμάζεται να συμβεί, δεν ξέρουν πώς να το ξεστομίσουν. Ίσως και να τους χρειάζονταν μήνες. Μήνες έως ότου το μάθουν.
   Περίμενε μια στιγμή μέχρι να της ξαναμιλήσει. Ήπιε ένα ολόκληρο ποτήρι κρασί. Καθώς έπινε, στα υψωμένα του μάτια το φως της δύσης, πέρασε με την ακρίβεια του τυχαίου. Εκείνη το είδε.
   - Μπροστά σε ένα συγκεκριμένο παράθυρο του πρώτου ορόφου, είπε εκείνος, υπάρχει μια οξιά, ένα από τα πιο όμορφα δέντρα του κήπου.
   - Η κάμαρά μου. Είναι μεγάλο δωμάτιο.
   Το στόμα του ήταν υγρό επειδή είχε πιει, όσο για κείνη, μες στο απαλό φως τη διέκρινε μια αμείλικτη ακρίβεια.
   - Λένε πως είναι ήσυχη κάμαρα, η καλύτερη.
   - Το καλοκαίρι, τούτη η οξιά μού κρύβει τη θάλασσα. Ζήτησα να την πάρουν από κει κάποια μέρα, να τη ρίξουν. Δεν θα πρέπει να επέμεινα πολύ.
   Εκείνος κοίταξε να δει την ώρα πάνω από τον πάγκο.
   - Σε ένα τέταρτο, τελειώνουν οι δουλειές, κι ύστερα πολύ σύντομα θα επιστρέψετε. Στην ουσία έχουμε πολύ λίγο χρόνο. Πιστεύω πως δεν έχει σημασία αν εκείνη η οξιά μείνει ή φύγει. Στη δική σας θέση θα την άφηνα να μεγαλώνει κάθε χρόνο και με παχύτερη σκιά πάνω στους τοίχους αυτής της κάμαρας την οποία, απ' ό,τι μπόρεσα να καταλάβω, κατά λάθος τη θεωρούν δική σας.
   Έγειρε με όλο της το κορμί στην καρέκλα, διέγραψε μια ολόκληρη κίνηση σχεδόν χυδαία, και στράφηκε αλλού.
   - Όμως, καμιά φορά, η σκιά της είναι σαν μαύρο μελάνι, του παραπονέθηκε μαλακά.
   - Νομίζω πως δεν πειράζει.
   Της πρότεινε ένα ποτήρι κρασί γελώντας...




DIABELLI: Sonatina in F major, Op. 168 No. 1 (complete) | Cory Hall, pianist-composer


youtube, 8/3/2014

Δεν υπάρχουν σχόλια: