Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

«Ψαρίσιος έρωτας» από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Ο απρόβλεπτος κύριος Τσέχωφ» (μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2015)

..............................................................





Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)








·       «Ψαρίσιος έρωτας»

από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) 

«Ο απρόβλεπτος κύριος Τσέχωφ» 

(μτφ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, εκδ. ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ, 2015)


Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, ο μοναδικός κυπρίνος που ζούσε στη λίμνη κοντά στο εξοχικό του στρατηγού Πανταλίκιν ερωτεύτηκε σαν τρελός την παραθερίστρια Σόνια Μαμότσκινα.

   Όμως πού είναι το περίεργο; Εδώ ερωτεύτηκε ο Δαίμονας του Λέρμοντοφ την Τατιάνα και ο κύκνος τη Λήδα, ή μήπως δεν συμβαίνει να ερωτευτούν οι γραφιάδες τις κόρες των προϊσταμένων τους; Κάθε πρωί η Σόνια Μαμότσκινα ερχόταν με τη θεία της να κάνει μπάνιο. Ο ερωτευμένος κυπρίνος κολυμπούσε μέχρι την όχθη και παρακολουθούσε. Μια που το χυτήριο «Κράντελ και Υιοί» βρισκόταν εκεί δίπλα, το νερό στη λίμνη είχε από καιρό γίνει καφέ, ο κυπρίνος όμως έβλεπε τα πάντα. Έβλεπε λευκά σύννεφα και πουλιά να διατρέχουν τον γαλάζιο ουρανό, έβλεπε τις παραθερίστριες να γδύνονται, ενώ πίσω από τους θάμνους στην όχθη τις κρυφοκοίταζαν νεαροί, έβλεπε τη στρουμπουλή θεία, προτού μπει στο νερό, να κάθεται για πέντε λεπτά πάνω σε έναν βράχο, να κοιτάζεται αυτάρεσκα και να λέει: «Πώς τα κατάφερα εγώ να γίνω σαν ελέφαντας; Και μόνο που με κοιτά κανείς τον πιάνει φρίκη».

   Βγάζοντας τα ελαφρά της ρούχα, η Σόνια έπεφτε με ένα ξεφωνητό στο νερό, ζάρωνε από το κρύο, ενώ ο κυπρίνος την κατάλληλη στιγμή την πλησίαζε και άρχιζε να της φιλά αχόρταγα τα ποδαράκια, τους ώμους, τον λαιμό της…

   Αφού έκαναν το μπάνιο τους, οι παραθερίστριες πήγαιναν στο σπίτι τους για να πιουν τσάι και να φάνε αφράτα τσουρεκάκια, ενώ ο κυπρίνος κολυμπούσε μέσα στη μοναξιά του στην πελώρια λίμνη και συλλογιόταν:

   Και βέβαια ούτε λόγος να γίνεται για ανταπόδοση. Μπορεί αυτή, μια τέτοια καλλονή, να ερωτευτεί εμένα τον κυπρίνο; Όχι, χίλιες φορές όχι! Μην αυταπατάσαι με όνειρα, απαίσιο ψάρι! Μόνο μια λύση σού μένει· ο θάνατος! Πώς να πεθάνω όμως; Στη λίμνη ούτε πιστόλια έχουμε ούτε σπίρτα. Για το σινάφι των κυπρίνων μόνο ένας θάνατος υπάρχει, κι αυτός είναι το στόμα του λούτσου. Αλλά πού να βρεθεί ο λούτσος; Ζούσε κάποτε στη λίμνη ένας λούτσος, αλλά κι αυτός ψόφησε από βαρεμάρα. Οϊμέ, ο άμοιρος εγώ!

   Και κάνοντας σκέψεις για τον θάνατο, ο νεαρός πεσιμιστής χωνόταν στον βούρκο και έγραφε εκεί το ημερολόγιό του…

   Κάποτε, προτού βραδιάσει, η Σόνια και η θεία της κάθονταν στην όχθη και ψάρευαν. Ο κυπρίνος κολυμπούσε γύρω στους φελλούς της πετονιάς της Σόνιας και δεν ξεκόλλαγε τα μάτια του από την κοπέλλα που αγαπούσε. Και ξαφνικά, μια ιδέα πέρασε σαν αστραπή από το μυαλό του.

   Θα πεθάνω από το χέρι της! συλλογίστηκε και άρχισε να παίζει χαρούμενα τα πτερύγιά του. Ω, αυτός θα είναι ένας υπέροχος, γλυκός θάνατος!

   Και, γεμάτος αποφασιστικότητα, χλωμιάζοντας μονάχα ελαφρά, κολύμπησε προς το αγκίστρι της Σόνιας και το πήρε στο στόμα του.

   «Σόνια, τσιμπάει!» ξεφώνισε η θεία. «Χρυσή μου, τσιμπάει!»

   «Αχ! Αχ!»

   Η Σόνια αναπήδησε και τράβηξε μ’ όλη της τη δύναμη την πετονιά. Κάτι χρυσαφί λαμπύρισε στον αέρα και χτύπησε το νερό, αφήνοντας πίσω του κύκλους.

   «Ξέφυγε!» ξεφώνισαν χλωμιάζοντας και οι δυο παραθερίστριες. «Ξέφυγε! Αχ! Χρυσή μου!»

   Κοίταξαν το αγκίστρι και πάνω του είδαν το χείλος ενός ψαριού.

   «Αχ, χρυσή μου» είπε η θεία. «Δεν έπρεπε να τραβήξεις τόσο δυνατά την πετονιά. Τώρα το φουκαριάρικο το ψάρι έμεινε δίχως χείλι.»

   Ξεφεύγοντας από το αγκίστρι, ο ήρωάς μου ήταν εμβρόντητος και πολλή ώρα δεν καταλάβαινε τι του συνέβαινε. Έπειτα όμως, αφού συνήλθε, βόγκηξε:

   «Και πάλι ζω! Και πάλι! Ω, ειρωνεία της τύχης!» Βλέποντας μάλιστα ότι του έλειπε η κάτω σιαγόνα, ο κυπρίνος έγινε κατάχλωμος και χαχάνισε άγρια… Έχασε τα λογικά του:

   Όσο όμως κι αν αυτό φαίνεται παράξενο, φοβάμαι πως θέλω να αποσπάσω την προσοχή του σοβαρού αναγνώστη με τη μοίρα ενός τιποτένιου και βαρετού πλάσματος όπως ο κυπρίνος. Ωστόσο τι το περίεργο σ’ αυτό; Εδώ οι κυρίες περιγράφουν κωβιούς και σαλιγκάρια σε πολυσέλιδα ημερολόγια εντελώς άχρηστα στους πάντες. Μιμούμαι λοιπόν κι εγώ τις κυρίες. Ίσως μάλιστα να είμαι κι εγώ ο ίδιος μια κυρία που κρύβεται πίσω από το ανδρικό ψευδώνυμο.

   Κι έτσι ο κυπρίνος έχασε τα λογικά του. Ο δύσμοιρος ζει μέχρι σήμερα. Γενικά, στους κυπρίνους αρέσει να τους βράζουν μέσα σε κρέμα γάλακτος, του ήρωά μου όμως τώρα του αρέσει οποιοσδήποτε θάνατος. Η Σόνια Μαμότσκινα παντρεύτηκε τον ιδιοκτήτη ενός φαρμακείου, ενώ η θεία έφυγε για το Λιπέτσκ, όπου θα επισκεφθεί την παντρεμένη αδελφή της. Τίποτα το παράξενο σ’ αυτό καθώς η παντρεμένη αδελφή έχει έξι παιδιά και όλα τα παιδιά αγαπούν τη θεία τους.

   Ας προχωρήσουμε όμως. Στο χυτήριο «Κράντελ και Υιοί» στη θέση του διευθυντή υπηρετεί ο μηχανικός Κρίσιν. Αυτός έχει έναν ανιψιό, τον Ιβάν, ο οποίος, ως γνωστόν, γράφει στίχους και τους δημοσιεύει μετά μανίας σε όλα τα περιοδικά και τις εφημερίδες. Ένα καυτό απομεσήμερο, εκεί που περνούσε δίπλα από τη λίμνη, ο νεαρός ποιητής σκέφτηκε να κάνει ένα μπάνιο. Ξεντύθηκε και έπεσε μέσα. Ο τρελαμένος κυπρίνος τον πέρασε για τη Σόνια Μαμότσκινα, τον πλησίασε κολυμπώντας και τον φίλησε τρυφερά στην πλάτη. Αυτό το φιλί είχε τα πλέον μοιραία επακόλουθα: ο κυπρίνος μόλυνε με απαισιοδοξία τον ποιητή. Δίχως να υποπτεύεται το παραμικρό, ο ποιητής βγήκε από το νερό και, χαχανίζοντας άγρια, γύρισε στο σπίτι του. Ύστερα από μερικές μέρες έφυγε για την Πετρούπολη. Επισκέφθηκε διάφορα γραφεία σύνταξης εφημερίδων, μόλυνε όλους τους ποιητές με απαισιοδοξία, και από τότε όλοι μας οι ποιητές άρχισαν να γράφουν ζοφερούς, μελαγχολικούς στίχους.


                                                          Περιοδικό Θραύσματα, 1892    

Δεν υπάρχουν σχόλια: