Παρασκευή 9 Αυγούστου 2019

«Η πιστολιά» (β' μέρος) διήγημα του Αλεξάντρ Πούσκιν (1799 – 1837) από τα «Διηγήματα» (μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος & ΣΙΑ Ο.Ε., 1979)

..............................................................











Αλεξάντρ Πούσκιν (1799 - 1837)














·       «Η πιστολιά» (β' μέρος)

διήγημα του Αλεξάντρ Πούσκιν (1799 – 1837) από τα

«Διηγήματα» (μτφ. Αντρέας Σαραντόπουλος, εκδ. Σ.Ι. 

Ζαχαρόπουλος & ΣΙΑ Ο.Ε., 1979)






                                                             2        

ΠΕΡΑΣΑΝ κάμποσα χρόνια. Οικογενειακοί λόγοι με ανάγκασαν να εγκατασταθώ σ’ ένα φτωχό χωριουδάκι στην επαρχία Ν… Μέσα στις γεωργικές μου ασχολίες δεν έπαυα ποτέ να νοσταλγώ την προηγούμενη πολυθόρυβη και αμέριμνη ζωή μου, και ν’ αναστενάζω κρυφά στη μοναξιά μου, στ’ ατέλειωτα φθινοπωρινά και χειμωνιάτικα βράδια. Αυτό ήταν και το πιο δύσκολο για να συνηθίσω. Ως το μεσημεριανό φαγητό η ώρα περνούσε σε κουβεντολόι με τον πρόεδρο, στα χωράφια για δουλειές ή σ’ επισκέψεις σε καινούργιες εγκαταστάσεις· μα έτσι κι άρχιζε να σουρουπώνει, δεν έβρισκα τρόπο να σκοτώσω την ώρα μου. Είχα βρει λίγα βιβλία στα ντουλάπια και σε μια αποθήκη, μα τα είχα διαβάσει και ξαναδιαβάσει και τα ήξερα απ’ έξω. Η οικονόμος Κυρίλοβνα δεν είχε πια άλλα παραμύθια να μου διηγηθεί – δε θυμόμουν για πόσες φορές τα ίδια και τα ίδια· τα τραγούδια που άκουγα να λένε οι γυναίκες του χωριού μεγάλωναν τη μελαγχολία μου. Άρχισα να πίνω ξεροσφύρι, μα το πιοτό μου έφερνε πονοκέφαλο· ομολογώ πως φοβήθηκα να μη γίνω μπεκρής από θλίψη, δηλαδή ο πιο θλιβερός μπεκρής που τέτοιους έβλεπα αμέτρητους στην περιοχή μας. Κοντινούς γείτονες δεν είχα εκτός από δυο-τρεις θλιβερούς που κουβέντιαζαν ανάμεσα σε λόξυγκα και βογγητά. Η μοναξιά ήταν έτσι λιγότερο ανυπόφορη.

   Τέσσερα βέρστια μακριά από μένα βρισκόταν ένα πλούσιο τσιφλίκι που ανήκε στην κόμησα Μπ… Εκεί κατοικούσε μόνο ο διαχειριστής· η κόμησα είχε επισκεφτεί το χτήμα της μόνο μια φορά την πρώτη χρονιά του γάμου της – και τότε έμεινε πιο λίγο από μήνα. Ωστόσο, το δεύτερο χρόνο της μοναξιάς μου διαδόθηκε ότι η κόμησα θα ‘ρθει με τον άντρα της το καλοκαίρι στο ιδιόκτητο χωριό τους. Και πραγματικά, έφτασαν στις αρχές Ιουνίου. Η άφιξη ενός πλούσιου γείτονα είναι ένα σπουδαίο γεγονός για τους κατοίκους της περιοχής. Οι τσιφλικάδες και το υπηρετικό προσωπικό τους το συζητάνε δυο μήνες πριν και τρία χρόνια συνέχεια αργότερα. Όσο για μένα – ομολογώ ότι η πληροφορία για την άφιξη της νεαρής και όμορφης γειτόνισσας μού έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση· μ’ έκαιγε η λαχτάρα να τη δω, γι’ αυτό την πρώτη Κυριακή ύστερα από την άφιξή της ξεκίνησα ύστερα από το μεσημεριανό φαγητό για το χωριό*** για να παρουσιαστώ στις Εξοχότητές τους σαν πολύ κοντινός γείτονας και πολύ ταπεινός υπηρέτης τους.

   Ένας λακές μ’ έμπασε στο γραφείο του κόμη και πήγε να μ’ αναγγείλει. Το ευρύχωρο γραφείο ήταν στολισμένο με αφάνταστη πολυτέλεια· γύρω στους τοίχους ήταν βιβλιοθήκες με μια μπρούτζινη προτομή πάνω στην καθεμιά· πάνω από το μαρμαρένιο τζάκι – ένας μεγάλος καθρέφτης· το πάτωμα ήταν σκεπασμένο με μια πράσινη τσόχα και στρωμένο με χαλιά. Ξεσυνηθισμένος από τις πολυτέλειες στο φτωχικό μου κονάκι κι έχοντας από καιρό να δω ξένα πλούτη δείλιασα για μια στιγμή και περίμενα τον κόμη τρέμοντας σαν τον επαρχιώτη που καρτερεί να βγει ο υπουργός για να του ζητήσει μια χάρη.

   Η πόρτα, τέλος, άνοιξε και μπήκε στο γραφείο ένας άντρας ως τριανταδύο χρονών, πολύ όμορφος. Ήταν ο κόμης. Με πλησίασε με φιλικό ύφος. Εγώ προσπαθούσα να πάρω θάρρος, και δοκίμασα να συστηθώ, μα κείνος με σταμάτησε. Καθίσαμε. Η κουβέντα του, ελεύθερη κι ευχάριστη, σκόρπισε γρήγορα την εξωφρενική δειλία μου· είχα αρχίσει κιόλας να επανέρχομαι στη συνηθισμένη μου κατάσταση, και μπαίνει ξαφνικά η κόμησα με αποτέλεσμα να με πιάσει μια ταραχή, πιο μεγάλη από την προηγούμενη. Ήταν, πραγματικά, πολύ όμορφη. Ο κόμης με σύστησε· ήθελα να πάρω τολμηρό ύφος, μα όσο πιο πολύ προσπαθούσα να φαίνομαι ανεπηρέαστος, τόσο μεγάλωνε η αμηχανία μου. Για να μου δώσουν τον καιρό να ξεθαρρέψω και να συνηθίσω στην καινούργια γνωριμία μου άρχισαν να συζητάνε οι δυο τους παίρνοντάς με σαν έναν καλό γείτονα, χωρίς τους τύπους. Στο μεταξύ άρχισα να περνώ μπροστά από τα ράφια με τα βιβλία, να τα κοιτάζω, να ρίχνω ματιές στους πίνακες. Από πίνακες έχω μεσάνυχτα, μα ένας απ’ αυτούς τράβηξε την προσοχή μου. Παρίστανε κάποιο τοπίο της Ελβετίας· μού χτύπησε στο μάτι όχι η ζωγραφική, μα κάτι άλλο· ο πίνακας ήταν τρυπημένος από δυο σφαίρες, τη μια πάνω στην άλλη·

   -Να μια ωραία πιστολιά, γύρισα και είπα στον κόμη.

   - Ναι, απάντησε, είναι μια αξιόλογη πιστολιά. Είσαστε καλός σκοπευτής; με ρώτησε.

   - Μέτριος, απάντησα, χαρούμενος που η συζήτηση άρχισε πάνω σε γνωστό μου θέμα. Δε θ’ αστοχούσα, πρόσθεσα, ρίχνοντας σ’ ένα τραπουλόχαρτο από τριάντα βήματα – εννοείται με πιστόλια που τα ξέρω.

   - Αλήθεια; είπε η κόμησα δείχνοντας μεγάλο ενδιαφέρον. Εσύ, αγαπητέ μου, ρώτησε τον άντρα της, θα τα κατάφερνες να πετύχεις ένα τραπουλόχαρτο στα τριάντα βήματα;

   - Μια μέρα θα δοκιμάσουμε, απάντησε ο πρίγκιπας. Κάποτε δεν ήμουνα κακός σκοπευτής· μα έχω να πιάσω τέσσερα χρόνια πιστόλι στα χέρια μου.

   - Ε, τότε, παρατήρησα εγώ, στοιχηματίζω πως η Εξοχότητά σας δε θα χτυπήσετε το τραπουλόχαρτο ούτε και στα είκοσι βήματα: το πιστόλι απαιτεί καθημερινή άσκηση. Αυτό το ξέρω από δική μου πείρα. Στο σύνταγμά μου με θεωρούσαν έναν από τους καλύτερους σκοπευτές. Μού έτυχε κάποτε να μην πιάσω πιστόλι στα χέρια μου ένα ολόκληρο μήνα: είχα δώσει τα δικά μου για επιδιόρθωση. Δε θα το πιστέψετε. Εξοχότατε, την πρώτη φορά που ξανάρχισα να ρίχνω απότυχα να χτυπήσω μια μπουκάλα για τέταρτη φορά συνέχεια από είκοσι βήματα. Είχαμε ένα λοχαγό χωρατατζή, γλεντζέ· έτυχε να είναι παρών, και μου είπε: βλέπω, αδερφέ μου, πως τις λυπάσαι τις μπουκάλες, δεν πάει το χέρι σου. Όχι, Εξοχότατε, δεν πρέπει να περιφρονούμε αυτή την άσκηση, αλλιώς ξεσυνηθίζουμε. Ο πιο καλός σκοπευτής που μου έτυχε να γνωρίσω έριχνε το λιγότερο τρεις πιστολιές τη μέρα ως το μεσημέρι. Του είχε γίνει συνήθεια, ήταν, ας πούμε, γι’ αυτόν το σκονάκι του, ένα ποτήρι βότκα.

   Ο κόμης και η κόμησα ήταν ευχαριστημένοι που μ’ έβλεπαν να μιλώ με τέτοιο κέφι.
   -Και τι έκανε, δηλαδή, πώς έριχνε; με ρώτησε ο κόμης.

   - Ακούστε, Εξοχότατε: είναι μέσα στο δωμάτιό του και βλέπει μια μύγα να κάθεται στον τοίχο… Γελάτε, κόμησα; Δε λέω ψέματα. Τη βλέπει, λοιπόν, και φωνάζει: «Κούζκα, ένα πιστόλι!» Κι ο Κούζκα του πηγαίνει ένα πιστόλι γεμάτο. Ρίχνει στη μύγα και τη λιώνει πάνω στον τοίχο!

   - Αυτό είναι καταπληκτικό! είπε ο κόμης. Και πώς τον έλεγαν;

   - Σίλβιο τον έλεγαν, Εξοχότατε.

   - Σίλβιο! ξεφώνησε ο κόμης και πετάχτηκε πάνω. Γνωρίζατε τον Σίλβιο;

   - Αν τον γνώριζα, ρωτάτε, Εξοχότατε: ήμαστε φίλοι· τον είχαμε υποδεχτεί στο σύνταγμά μας σαν αδερφικό μας φίλο· μα έχουν περάσει από τότε πέντε χρόνια χωρίς να έχω ακούσει τίποτα γι’ αυτόν. Τον είχατε γνωρίσει και σεις, Εξοχότατε;

   - Τον ήξερα, ναι, και πολύ καλά μάλιστα. Δε σας είχε διηγηθεί… όχι, φαίνεται· μια πολύ παράξενη περιπέτεια, ξέρετε.

   - Για το χαστούκι θέλετε να πείτε, Εξοχότατε, που του έδωσε ένας τιποτένιος σε κάποιο χορό;

   - Και σας είπε το όνομα αυτού του τιποτένιου;

   - Όχι, Εξοχότατε, δε μου το είπε… Αχ! Εξοχότατε, συνέχισα αμντεύοντας την αλήθεια. Να με συγχωρείτε… δεν ήξερα… σεις είσαστε, ίσως;

   - Εγώ ο ίδιος, απάντησε ο κόμης αναστατωμένος. Και ο τρυπημένος πίνακας είναι ενθύμιο της τελευταίας συνάντησής μας…

   - Αχ, αγαπητέ μου, είπε η κόμησα, για όνομα του Θεού, μη συνεχίζεις την ιστορία αυτή, γιατί μου είναι τρομερό να την ακούω.

   - Όχι, παρατήρησε ο κόμης, θα τα διηγηθώ όλα· ο γείτονάς μας από δω ξέρει ότι πρόσβαλα τον φίλο του· ας μάθει τώρα πώς μ’ εκδικήθηκε ο Σίλβιο.

   Ο κόμης μού έδωσε μια καρέκλα, και άκουσα με το ζωηρότερο ενδιαφέρον την παρακάτω ιστορία.

   «Παντρεύτηκα εδώ και πέντε χρόνια. Τον πρώτο μήνα, the honey moon (μήνα του μέλιτος) τον πέρασα εδώ στο χωριό. Μέσα σ’ αυτό εδώ το σπίτι πέρασα τις ωραιότερες στιγμές της ζωής μου, κι από εδώ έχω μια από τις πιο οδυνηρές αναμνήσεις μου.

   »Ένα βράδυ βγήκαμε εγώ και η γυναίκα μου παρέα έφιπποι· το άλογο της γυναίκας μου πρόγκηξε λίγο, αυτή φοβήθηκε, κατέβηκε, μου έδωσε τα γκέμια και γύρισε με τα πόδια στο σπίτι· εγώ προπορεύτηκα. Βλέπω στην αυλή μια ταξιδιωτική άμαξα· μου λένε πως στο γραφείο μου βρίσκεται ένα άτομο που δε θέλησε να δηλώσει τ’ όνομά του – είπε μόνο πως θέλει εμένα για κάποια υπόθεση. Μπαίνω σ’ αυτό εδώ το δωμάτιο και βλέπω στο μισοσκόταδο έναν άνθρωπο κατασκονισμένο και αξύριστο· στεκόταν εδώ, κοντά στο τζάκι. Τον πλησίασα προσπαθώντας να θυμηθώ τα χαρακτηριστικά του. «Δε με γνώρισες, κόμη;» είπε με τρεμάμενη φωνή. «Σίλβιο!» φώναξα εγώ, και, ομολογώ, ένιωσα να σηκώνονται οι τρίχες στο κεφάλι μου. «Ναι, εγώ είμαι», συνέχισε. «Έχω δικαίωμα για μια πιστολιά, και να ‘μαι για ν’ αδειάσω το πιστόλι μου – είσαι έτοιμος;» Το πιστόλι ξέβγαινε από μια πλαϊνή τσέπη του. Μετρώ δώδεκα βήματα και στέκομαι εκεί στη γωνία παρακαλώντας τον να πυροβολήσει το γρηγορότερο, πριν προφτάσει να γυρίσει η γυναίκα μου. Καθυστερούσε – ζήτησε φως. Έφεραν κεριά. Έκλεισα την πόρτα και είπα να μην αφήσουν κανέναν να μπει στο δωμάτιο, και τον παρακάλεσα ξανά να πυροβολήσει. Έβγαλε το πιστόλι του και σημάδεψε… Μετρούσα τα δευτερόλεπτα… σκεφτόμουνα αυτήν, τη γυναίκα μου… Ήταν μια τρομερή στιγμή! Ο Σίλβιο κατέβασε το χέρι. «Λυπάμαι», είπε, «που το πιστόλι μου δεν είναι γεμάτο με κουκούτσια από κεράσια… η σφαίρα είναι βαριά. Δε μου βγαίνει από το νου πως έχουμε να κάνουμε όχι με μια μονομαχία, μα με μια δολοφονία: δεν είμαι συνηθισμένος να σημαδεύω έναν άοπλο. Ας ξαναρχίσουμε – ας ρίξουμε κλήρο για να δούμε ποιος θα ρίξει πρώτος». Το κεφάλι μου έφερνε γύρω… Δίσταζα να δεχτώ την πρόταση… Τέλος, γεμίσαμε ακόμη ένα πιστόλι· διπλώσαμε δυο χαρτάκια – τα ‘βαλε στο πηλήκιο που το είχα εγώ κάποτε τρυπήσει με μια σφαίρα· τράβηξα ξανά εγώ το νούμερο ένα – πρώτος εγώ. «Εσύ, κόμη, έχεις μια τύχη σατανική», είπε μ’ ένα ειρωνικό χαμόγελο που ποτέ δε θα ξεχάσω. Δε μπορώ να καταλάβω πώς σκέφτηκα και πως έφτασα στο σημείο να το κάνω… μα – έριξα και χτύπησα αυτόν εκεί τον πίνακα που βλέπεις. (Ο κόμης έδειξε τον τρυπημένο από τη σφαίρα πίνακα· το πρόσωπό του είχε φουντώσει σα φωτιά· η κόμησα ήταν πιο κίτρινη από το μαντήλι της· εγώ δεν μπόρεσα ν’ αποφύγω ένα ξεφωνητό).

   «-Έριξα», συνέχισε ο κόμης, «και ο Θεός βοήθησε ν’ αστοχήσω· και τότε ο Σίλβιο… (κείνη τη στιγμή ήταν πραγματικά τρομερός) ο Σίλβιο άρχισε να με σημαδεύει. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα, μπαίνει η Μάσια τρεχάλα και ρίχνεται στο λαιμό μου ξεφωνίζοντας. Η παρουσία της μου ξανάδωσε το κουράγιο μου. «Χρυσή μου», της λέω, «δε βλέπεις τάχα πως αστεία κάνουμε· Πώς τρόμαξες καημένη! Πήγαινε να πιεις ένα ποτήρι νερό κι έλα ξανά – θα σου συστήσω έναν παλιό μου φίλο και συνάδελφο. Η Μάσια δεν το πίστεψε. «Θέλω να μου πείτε – λέει την αλήθεια ο σύζυγός μου;» γύρισε και ρώτησε τον εξαγριωμένο Σίλβιο, είναι αλήθεια πως το κάνετε αστεία και οι δυο σας;» «Πάντα αστειεύεται, κόμησα», της απάντησε ο Σίλβιο. «Κάποτε μου έδωσε στ’ αστεία ένα χαστούκι, μου τρύπησε με μια πιστολιά αυτό το πηλήκιο και στ’ αστεία αστόχησε πριν από λίγο ρίχνοντάς μου· τώρα γεννήθηκε και σε μένα η επιθυμία ν’ αστειευτώ…» και πάνω σ’ αυτό ετοιμάστηκε να με σημαδέψει… μπροστά της! Η Μάσια έτρεξε κι έπεσε στα πόδια του. «Σήκω πάνω, Μάσια, ντροπή!» της φώναξα σαν τρελός· «και σεις, κύριε, δε σταματάτε να κοροϊδεύετε μια δυστυχισμένη γυναίκα; Θα πυροβολήσετε ή όχι;» «Όχι», απάντησε ο Σίλβιο, «ικανοποιήθηκα: είδα την ταραχή σου, τη δειλία σου· σε ανάγκασα να μου ρίξεις. Αυτό μου είναι αρκετό. Θα με θυμάσαι. Σε παραδίνω στη συνείδησή σου!» Ξεκίνησε να βγει, μα στάθηκε στην πόρτα, γύρισε και κοίταξε τον πίνακα που είχα τρυπήσει εγώ με την σφαίρα μου, πυροβόλησε πάνω κει χωρίς σχεδόν να σημαδέψει και χάθηκε. Η γυναίκα μου είχε πέσει κάτω λιπόθυμη. Οι άνθρωποί μου δεν τολμούσαν να σταματήσουν τον Σίλβιο και τον κοίταζαν τρομαγμένοι· βγήκε στο εξώστεγο, φώναξε τον αμαξά του κι έφυγε πριν να προλάβω ν’ ανανοηθώ».

   Ο κόμης σώπασε. Έτσι έμαθα το τέλος της ιστορίας που η αρχή της τόση εντύπωση μού είχε κάνει. Δε συναντήθηκα ποτέ με τον ήρωά της. Λένε πως ο Σίλβιο, τον καιρό της επανάστασης του Αλέξανδρου Υψηλάντη, διοικούσε ένα απόσπασμα ελλήνων φιλικών και σκοτώθηκε στη μάχη που έγινε στο Σκουλένι.*






*Η μάχη στο Σκουλένι (το ρουμανικό χωριό Σκουλιάνου στη Μολδαβία) στάθηκε η τελευταία τραγική περιπέτεια του Αλ. Υψηλάντη (17 Ιουνίου 1821). Ύστερα από τη συντριβή στο Δραγατσάνι (7 Ιουνίου 1821) τα λείψανα των επαναστατών συγκεντρώθηκαν στις όχθες του Προύθου. Στην απέναντι όχθη του ποταμού είχαν μαζευτεί πολλοί ρώσοι στρατιωτικοί και πολίτες – ήταν έδαφος της ρωσικής Βεσαραβίας, για να παρακολουθήσουν την εξέλιξη του αγώνα. Οι ρώσοι κάλεσαν τους τελευταίους έλληνες προμάχους να περάσουν τον ποταμό. Αυτοί πυρπόλησαν το Σκουλένι και πολέμησαν ηρωικά – πολλές ώρες, λίγοι με πολλούς. Μονάχα ο Καρα-Γιώργης σώθηκε, τραυματίας και λιπόθυμος σε ρωσικό έδαφος. Η μάχη στο Σκουλένι είναι από τις ωραιότερες σελίδες της Ελληνικής επανάστασης (Σημ. τ.μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: