..........................................................
Νίκος Καζαντζάκης: Αγαπάς τον Θεό, αγαπώντας τους ανθρώπους
O Γιώργης Γιατρομανωλάκης συναντά τον
μεγάλο κρητικό συγγραφέα σε ένα καφενείο την Κυριακή των Βαΐων 2017 και
συζητούν για το μυθιστόορημά του «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται»
Ο Νίκος Καζαντζάκης στο γραφείο του το 1947
(από το αρχείο των εκδόσεων Καζαντζάκη)
Αθήνα.
Κυριακή των Βαΐων 2017.
O Νίκος Καζαντζάκης κι εγώ καθόμαστε σε ένα ήσυχο καφενείο. Πάροδος Αιόλου. Σκοπός της συνάντησης: το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Τον παρατηρώ. Κοιτάζει γύρω παραξενεμένος. Είναι σαν να βρίσκεται σε άγνωστο τόπο. Τον ερωτώ πότε ήρθε για τελευταία φορά στην Αθήνα. «Τελευταία φορά ήταν τις 3 Νοεμβρίου 1957. Εμεινα μόνο ένα βράδυ. Την επομένη κατέβηκα στο Ηράκλειο. Με υποδέχθηκαν πολλοί. Ποτέ δεν θυμάμαι να έχω βρεθεί μέσα σε τόσο πολλούς. Ανάμεσά τους ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Ηταν επίσης ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο επιστήθιος φίλος μου Γιάννης Κακριδής».
Του είπα: «Ημουν κι εγώ εκεί, κύριε Καζαντζάκη. Θυμάμαι που περνούσατε από τους δρόμους του Κάστρου και σας χειροκροτούσαν. Μάλιστα έχω μια φωτογραφία της ημέρας εκείνης τραβηγμένη ψηλά πάνω στο Μαρτινέγκο. Ημασταν οκτώ συμμαθητές από το Β' Γυμνάσιο Αρρένων Ηρακλείου. Ντυμένοι στα κρητικά. Σε στάση προσοχής». Με κοίταζε αμίλητος. Ωρα πολλή. Υστερα είπε: «Δεν σας θυμάμαι. Αλλωστε και άλλοι πολλοί φορούσαν κρητικά εκείνη τη μέρα». Είπα: «Κύριε Καζαντζάκη, γνωρίζω πως βιάζεστε. Σέβομαι τον χρόνο σας. Μιλήστε μας γι' αυτό το μυθιστόρημα».
Νίκος Καζαντζάκης: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται ήταν ένα μυθιστόρημα που με είχε κάνει κατοχή και έπρεπε να λευτερωθώ. Το άρχισα Ιούνιο του 1948, τελείωσε τον Αύγουστο. Στη Αντίπολη. Η Ελένη το αντίγραψε στη μηχανή τον Δεκέμβρη. Εγινε - έτσι ήθελε - πολύ μεγάλο και δεν ήξερα αν θα βρω εκδότη στην Ελλάδα. Βγήκε 500 σελίδες. Είναι σύγχρονο και γίνεται σ' ένα χωριό της Μικράς Ασίας και δεν υπάρχει «εγώ». Φυσικά δεν ήξερα αν είναι καλό, μα το έγραφα με κέφι. Το μυθιστόρημα έγινε για μένα ένα débouché, μια διέξοδος, όπου μπορώ να χρησιμοποιήσω μερικές ανθρώπινες ιδιότητές μου, που δεν μπαίνουν με τη μορφήν αυτή στην ποίηση ή στην τραγωδία. Κέφι, χιούμορ, ανθρώπινες καθημερινές κουβέντες, γέλιο, αλατισμένα χωρατά, έννοιες δύσκολα διατυπωμένες με χωριάτικη απλότητα - όλα αυτά ήταν μέσα μου και μονάχα στο μυθιστόρημα μπορούσα να τα βάλω ν' αλαφρώσω. Ηταν κι αυτό ένα μέρος του εαυτού μου που έπρεπε να διατυπωθεί, για να μην το πάρω μαζί μου και χαθεί στο χώμα. Καθώς ξέρετε, θα 'θελα όταν πεθάνω να μη βρει τίποτα σπουδαίο ο Χάρος να πάρει.
Συνέχεια στις σελίδες 2-3
Κυριακή των Βαΐων 2017.
O Νίκος Καζαντζάκης κι εγώ καθόμαστε σε ένα ήσυχο καφενείο. Πάροδος Αιόλου. Σκοπός της συνάντησης: το μυθιστόρημα Ο Χριστός ξανασταυρώνεται. Τον παρατηρώ. Κοιτάζει γύρω παραξενεμένος. Είναι σαν να βρίσκεται σε άγνωστο τόπο. Τον ερωτώ πότε ήρθε για τελευταία φορά στην Αθήνα. «Τελευταία φορά ήταν τις 3 Νοεμβρίου 1957. Εμεινα μόνο ένα βράδυ. Την επομένη κατέβηκα στο Ηράκλειο. Με υποδέχθηκαν πολλοί. Ποτέ δεν θυμάμαι να έχω βρεθεί μέσα σε τόσο πολλούς. Ανάμεσά τους ήταν ο Γεώργιος Παπανδρέου, με τον οποίο είχαμε συνεργαστεί πολλές φορές στο παρελθόν. Ηταν επίσης ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και ο επιστήθιος φίλος μου Γιάννης Κακριδής».
Του είπα: «Ημουν κι εγώ εκεί, κύριε Καζαντζάκη. Θυμάμαι που περνούσατε από τους δρόμους του Κάστρου και σας χειροκροτούσαν. Μάλιστα έχω μια φωτογραφία της ημέρας εκείνης τραβηγμένη ψηλά πάνω στο Μαρτινέγκο. Ημασταν οκτώ συμμαθητές από το Β' Γυμνάσιο Αρρένων Ηρακλείου. Ντυμένοι στα κρητικά. Σε στάση προσοχής». Με κοίταζε αμίλητος. Ωρα πολλή. Υστερα είπε: «Δεν σας θυμάμαι. Αλλωστε και άλλοι πολλοί φορούσαν κρητικά εκείνη τη μέρα». Είπα: «Κύριε Καζαντζάκη, γνωρίζω πως βιάζεστε. Σέβομαι τον χρόνο σας. Μιλήστε μας γι' αυτό το μυθιστόρημα».
Νίκος Καζαντζάκης: Ο Χριστός ξανασταυρώνεται ήταν ένα μυθιστόρημα που με είχε κάνει κατοχή και έπρεπε να λευτερωθώ. Το άρχισα Ιούνιο του 1948, τελείωσε τον Αύγουστο. Στη Αντίπολη. Η Ελένη το αντίγραψε στη μηχανή τον Δεκέμβρη. Εγινε - έτσι ήθελε - πολύ μεγάλο και δεν ήξερα αν θα βρω εκδότη στην Ελλάδα. Βγήκε 500 σελίδες. Είναι σύγχρονο και γίνεται σ' ένα χωριό της Μικράς Ασίας και δεν υπάρχει «εγώ». Φυσικά δεν ήξερα αν είναι καλό, μα το έγραφα με κέφι. Το μυθιστόρημα έγινε για μένα ένα débouché, μια διέξοδος, όπου μπορώ να χρησιμοποιήσω μερικές ανθρώπινες ιδιότητές μου, που δεν μπαίνουν με τη μορφήν αυτή στην ποίηση ή στην τραγωδία. Κέφι, χιούμορ, ανθρώπινες καθημερινές κουβέντες, γέλιο, αλατισμένα χωρατά, έννοιες δύσκολα διατυπωμένες με χωριάτικη απλότητα - όλα αυτά ήταν μέσα μου και μονάχα στο μυθιστόρημα μπορούσα να τα βάλω ν' αλαφρώσω. Ηταν κι αυτό ένα μέρος του εαυτού μου που έπρεπε να διατυπωθεί, για να μην το πάρω μαζί μου και χαθεί στο χώμα. Καθώς ξέρετε, θα 'θελα όταν πεθάνω να μη βρει τίποτα σπουδαίο ο Χάρος να πάρει.
Συνέχεια στις σελίδες 2-3
Γ.Γ.: Μιλήστε μου για την υπόθεση.
Ν.Κ. Οπως είπα, η ιστορία τοποθετείται σε ένα
μικρασιατικό χωριό. Ζουν μαζί Τούρκοι και Ρωμιοί. Απόλυτος αφέντης, ο
αγάς. Του αρέσει να δέρνει, να πίνει και έχει αδυναμία στο Γιουσουφάκι
του. Την εξουσία των Ρωμιών την έχει ο αυταρχικός παπα-Γρηγόρης. Μαζί
και άλλοι πρόκριτοι. Σύμφωνα με μια παλιά συνήθεια του χωριού, κάθε εφτά
χρόνια διαλέγουν κάποιους χωριανούς για να ζωντανέψουν με τα κορμιά
τους, σαν έρθει η Μεγάλη Βδομάδα, τα Πάθη του Χριστού. Τα έξι έχουν
περάσει και πρέπει οι κεφαλές του χωριού να διαλέξουν ποιοι από τους
χωριανούς είναι άξιοι να σαρκώσουν τους τρεις απόστολους, τον Πέτρο,
τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη. Ποιος τον Ιούδα τον Ισκαριώτη, ποια τη
Μαγδαληνή την πόρνη. Κι απάνω απ' όλους ποιος θα μπορέσει, κρατώντας όλο
τον χρόνο την καρδιά του καθαρή, να παραστήσει τον Χριστό τον
Σταυρωμένο.
Γ.Γ.: Υποθέτω, πρόκειται για ένα είδος αναπαράστασης του θείου Πάθους. Ενα χριστιανικό «μυστήριο»;
Ν.Κ.: Περίπου. Ομως αυτή η αναπαράσταση του θείου
δράματος παίρνει άλλες διαστάσεις. Πολιτικές και κοινωνικές. Η ήσυχη ζωή
και η ασφάλεια των κατοίκων της Λυκόβρυσης - αυτό είναι το όνομα του
χωριού - διαταράσσεται με την έλευση ενός προσφυγικού πλήθους. Είναι
Ρωμιοί που έχουν εκδιωχθεί από τα πατρογονικά χώματα. Τους οδηγεί ο
παπα-Φώτης. Αυτοί οι διωγμένοι, ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι πρόσφυγες
ζητούν από τους πλούσιους κατοίκους της Λυκόβρυσης να τους παραχωρήσουν
ένα κομμάτι γης. Να χτίσουν νέο χωριό. Να θάψουν τα κόκαλα των νεκρών
που κουβαλούν μαζί τους. Ο ερχομός των προσφύγων, η σύγκρουση των δύο
ιερωμένων, των βολεμένων και των άκληρων, έδωσε στην αρχική ιδέα της
αναπαράστασης των παθών πολιτική, όπως είπα, σημασία.
Γ.Γ.: Μου είπατε προηγουμένως ότι αυτό το μυθιστόρημα σας είχε
κάνει κατοχή και έπρεπε να ελευτερωθείτε. Μπορείτε να μου εξηγήσετε τι
εννοείτε;
Ν.Κ.: Κάθε προσφυγιά, κάθε ξεριζωμός, εδικός μας ή
ξένος, δημιουργεί πολλές αντιδράσεις. Γνωρίζω πολύ καλά από πρόσφυγες.
Θα γνωρίζετε ίσως ότι το 1919 ο Βενιζέλος με είχε στείλει, μαζί με
ορισμένους φίλους, ως γενικό διευθυντή του υπουργείου Περιθάλψεως, να
βοηθήσω 150.000 Ελληνες που τους έδιωχναν οι μπολσεβίκοι από τον
Καύκασο. Στη συνέχεια επιβλέψαμε την εγκατάστασή τους στη Μακεδονία και
τη Θράκη. Ενδεχομένως θα γνωρίζετε επίσης ότι το 1924 στο Ηράκλειο
προκαλείται μεγάλη αναταραχή με τον ερχομό προσφύγων και απομάχων από τη
Μικρά Ασία. Ζητούσαν να τους δοθούν ακαλλιέργητες μοναστηριακές
εκτάσεις. Να τις καλλιεργήσουν. Να ζήσουν. Δημιουργήθηκε μεγάλη
αναστάτωση. Αντέδρασαν πολλοί, κυρίως η Εκκλησία, ο παπα-Γρηγόρης, ας
πούμε. Από τις στήλες των τοπικών εφημερίδων πολλοί υπερασπιστήκαμε το
δικαίωμα των άκληρων προσφύγων. Αυτή η ιστορία είχε μείνει μέσα μου. Με
είχε κυριεύσει.
Γ.Γ.: Ωστόσο πέρασαν πολλά χρόνια από το 1924 και τις αντιδράσεις των Ηρακλειωτών εναντίον των προσφύγων.
Ν.Κ.: Είκοσι χρόνια ήταν όλα μέσα στα σπλάχνα μου.
Το ποτήρι ξεχείλισε στον Εμφύλιο. Οπως θα θυμάστε, έχουμε και τότε
ξεριζωμένους από τη μια και την άλλη πλευρά. Θα έχετε παρατηρήσει ότι οι
πρόσφυγες του παπα-Φώτη ονομάζονται από τους προεστούς της Λυκόβρυσης
«αντάρτες». Ο Παναγιώταρος που παίζει τον ρόλο του Ιούδα λέει στον
Πατριαρχέα, έναν προύχοντα του χωριού, ότι ο Μανολιός, αυτός που θα
υποδυθεί τον Χριστό, είναι μπολσεβίκος. Επειδή παίρνει το μέρος των
προσφύγων. «Μπολσεβίκος; έκανε ο άρχοντας και έξυσε το κεφάλι του. Πάει
να πει; - Πάει να πει: άρπαξε να φας και κλέψε να 'χεις. Είναι μια
ληστοσυμμορία που γυρίζει τώρα τελευταία τον κόσμο...».
Γ.Γ.: Μολονότι δεν ανήκατε στο κομμουνιστικό κίνημα - το αντίθετο
θα έλεγα - καταδικάζετε την πρακτική και τη γλώσσα που χρησιμοποιούσε το
επίσημο κράτος στα εμφυλιωτικά χρόνια για τους νικημένους αντιπάλους
του.
Ν.Κ.: Θα σας πω με λίγα λόγια το πολιτικό μου
πιστεύω. Εως το 1923 περνούσα όλος συγκίνηση και φλόγα τον Νασιοναλισμό.
Ισκιος που ένιωθα δίπλα μου ο Δραγούμης. Από το 1923-1933 περίπου
περνούσα με την ίδια συγκίνηση και φλόγα την αριστερή παράταξη, ποτέ
κομμουνιστής (καθώς ξέρετε, την πνευματική αυτή ψώρα δεν την έπαθα).
Ισκιος που ένιωθα δίπλα μου τότε, αχνός, ο Παναΐτ Ιστράτι. Τώρα περνώ το
τρίτο - θα 'ναι το τελευταίο; - στάδιο: το ονομάζω ελευτερία. Κανένας
ίσκιος. Μονάχα ο δικός μου, σκούρος, μαύρος ανηφορίζοντας. Απαλλάχτηκα
από κόκκινα ή άλλα χρώματα, έπαψα να ταυτίζω την τύχη της ψυχής μου - τη
σωτηρία μου - με την τύχη οποιασδήποτε ιδέας. Γίνουμαι ολοένα amoral,
anideal, μα όχι με το αρνητικό, παρά με το θετικό, βαθύ περιεχόμενο που
'χουν οι λέξεις τούτες...
Η συζήτηση δεν φαίνεται να προχωρεί. Ξαφνικά το καφενείο γεμίζει
από νέα παιδιά. Αγόρια και κορίτσια. Φορούν τρύπια μπλουτζίν. Αλλοι
έχουν γένια. Αλλοι μακριά μαλλιά. Τα κορίτσια του Απρίλη. Ωραία και
ατίθασα. Ο συνομιλητής μου κοιτάζει παραξενεμένος. Προσπαθώ να αλλάξω
θέμα.
Γ.Γ.: Εξηγήστε μου, σας παρακαλώ, γιατί ενώ ο Χριστός είχε
τελειώσει και δακτυλογραφηθεί τον Δεκέμβριο του 1948, στην Ελλάδα
κυκλοφορεί μόλις το 1954.
Ν.Κ.: Ο Χριστός υπόφερε και στο τύπωμά
του. Υπήρξαν πολλοί λόγοι. Κυρίως οικονομικοί. Είχα στείλει το
χειρόγραφο σε πολλούς. Πήγαινε από 'δω κι από 'κει. Ντρεπόμουν να
περιφέρεται έτσι στους αθηναίους εκδότες το χειρόγραφο του Χριστού.
Και να σκεφτείτε είχε ήδη μεταφραστεί νορβηγικά, γερμανικά, ολλανδικά,
δανέζικα, φινλανδικά και αγγλικά... Τελικά ανέλαβε την έκδοσή του ο
«Δίφρος». Ο Εμμανουήλ Κάσδαγλης είχε την τυπογραφική επιμέλεια. Ο
Γιώργης Βαρλάμος την καλλιτεχνική. Τους ευχαριστώ.
Γ.Γ.: Ο Χριστός, θα το ξέρετε υποθέτω, αγαπήθηκε, διαβάστηκε πολύ.
Εγινε θεατρικό έργο, τηλεοπτική σειρά και γυρίστηκε ταινία από τον Ζυλ
Ντασσέν. Η Μελίνα στον ρόλο της Μαγδαληνής.
Ν.Κ.: Το 1955 ήρθε και ο Ντασσέν στην Αντίπολη.
Νομίζω στην αρχή μόνος του, ύστερα με την αγαπητή μας Μελίνα.
Καλόκαρδος, χαριτωμένος παραμυθάς, μας διάβασε στ' αγγλικά το σενάριο
για τον Χριστό. Ο διάλογος με τα εγγλέζικα μονοσύλλαβα με
ενθουσίαζε. Του είπα: «Αχ, αν δεν είχα γεννηθεί Ελληνας, να σε ποια
γλώσσα ήθελα να γράφω». Θυμάμαι τη Μελίνα. Χαρά μεγάλη για όλους μας. Με
τα τεράστια πράσινα μάτια της - τότε πολύ θλιμμένα - και με τη βαριά
ντρόμπρα φωνή της. Αργότερα το 1956, τότε που ο Ντασσέν γύριζε τον Χριστό στην Κριτσά, με παρακαλούσε να πάω να ζήσω λίγο μαζί τους. Αρνήθηκα.
Γ.Γ.: Είδατε το φιλμ; Σας άρεσε;
Ν.Κ.: Tο είδα στις Cannes που πρωτοπαίχθηκε.
Καταπληχτική επιτυχία. Πολλοί έκλαιγαν. Η Ελένη χάρηκε πολύ με τις
καινούργιες της τουαλέτες, με τους εκατοντάδες φωτογράφους που τη
φωτογράφιζαν. Εγώ έβλεπα όλα αυτά και ντρεπόμουν που η καρδιά μου ήταν
ακίνητη...
Γ.Γ.: Σας παρακαλώ, προτού φύγετε, διαλέξτε ένα απόσπασμα από τον Χριστό για τους αναγνώστες του «Βήματος».
Χάρηκε που ανέφερα την εφημερίδα. Εβγαλε από την τσάντα του ένα
απόκομμα, «Βήμα», 17/2/1955. Διάβασε: «Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της
Ελλάδος απέστειλε χθες έγγραφον προς το υπουργείον Δικαιοσύνης διά του
οποίου ζητεί όπως δυνάμει του άρθρου 14 του Συντάγματος και του
Καταστατικού Χάρτου της Εκκλησίας απαγορευθεί η κυκλοφορία των βιβλίων
του Ν. Καζαντζάκη». Με κοίταξε στα μάτια και είπε: «Τώρα να σας διαβάσω κάτι». Ανοιξε το μυθιστόρημα. Διάβασε αργά-αργά:
«- Κι ο κάθε άνθρωπος, είπε ο Μανολιός συνεπαρμένος,
μπορεί να σώσει ολάκερο τον κόσμο∙ πολλές φορές το συλλογίζουμαι,
γέροντά μου, και τρέμω∙ τόσο λοιπόν μεγάλη ευθύνη έχουμε; Τι πρέπει να
κάνουμε πρι να πεθάνουμε; Ποιος είναι ο δρόμος, παπα-Φώτη;
Σώπασε. Η νύχτα πια είχε πέσει, οι γριές είχαν ανάψει φωτιές
και μαγείρευαν, τα παιδιά κουκούβιζαν γύρω τους πεινασμένα και
περίμεναν. Ο Μανολιός άπλωσε το χέρι, άγγιξε το γόνατο του παπα-Φώτη,
που 'χε βυθιστεί σε συλλογισμούς και δε μιλούσε.
- Πώς πρέπει ν' αγαπούμε το Θεό, γέροντά μου; ρώτησε.
- Αγαπώντας τους ανθρώπους, παιδί μου. - Και πώς πρέπει να αγαπούμε τους
ανθρώπους; - Μοχθώντας να τους φέρουμε στο σωστό δρόμο. - Και ποιος
είναι ο σωστός δρόμος; - Ο ανήφορος».
Εκλεισε το βιβλίο. Σηκώθηκε. Χαιρέτησε. Χάθηκε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου