..........................................................
Η φίλη στο fb Έλενα Δ. Αγγελοπούλου γράφει για την ταινία του Αντρέι Ζουλάφσκι "Σημασία έχει ν' αγαπάς" (1975)
– Ξέρεις ποιο είναι το πιο απάνθρωπο πράγμα στον κόσμο;
– Ποιο;
– Ο οίκτος. Γιατί δεν μπορείς να τον ανακαλέσεις.
Μετά το Opening Night, του λατρευτού μου Κασσαβέτη, δεν πίστευα ότι μπορώ να δω άλλη τόσο δυνατή ταινία που να μιλάει για τον διάλογο ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή, όπως βιώνεται στην καθημερινότητά της, και στην Τέχνη, συγκεκριμένα το θέατρο.
Και βλέπω το «Σημασία έχει ν’ αγαπάς», όπου με την προσθήκη του παράγοντα «έρωτας» πηγαίνει το θέμα ένα βήμα παραπέρα, ή μάλλον, προς μία διαφορετική κατεύθυνση, ερευνώντας δηλαδή το κατά πόσο είμαστε ρόλοι μέσα στην ίδια μας την ζωή, ακόμη τραγικότεροι, βαρβαρότεροι και πιο αιμοδιψείς από τους ήρωες του Ριχάρδου του ΙΙΙ του Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ είναι παρών στην ταινία και με έναν άλλο τρόπο, θα έλεγε κανείς ότι θέτει την βασική ιδέα της ταινίας της ίδιας (παρότι είναι βασισμένη στο βιβλίο «Αμερικάνικη Νύχτα»): Με τη ρήση του «All the world’s a stage, And all the men and women merely players;».
Η Ρόμι Σνάιντερ (πόσο συγκλονιστικά γήινο μπορεί να γίνει αυτό το αιθέριο πλάσμα και πόσο μακριά βρίσκεται στην ταινία αυτή από άλλους γλυκανάλατους ρόλους) στην «επαγγελματική» της ζωή, στην υποκριτική, δεν μπορεί να πει «σ’ αγαπώ». Δεν μπορεί να το «υποκριθεί», δεν μπορεί να το ξεστομίσει, ίσως (με ερωτηματικό) γιατί δεν το έχει νιώσει στην πραγματική της ζωή. Η αρχική σκηνή, κατά την οποία την αναγκάζουν να ξεστομίσει το «σ’ αγαπώ» κατά το γύρισμα, είναι περισσότερο βάρβαρη, έχει περισσότερη βία από το ψεύτικο αίμα, το οποίο καλύπτει τον παρτενέρ της και το υπόλοιπο στούντιο. «Νιώσε το», της φωνάζουν. «Δεν μπορώ», τους εκλιπαρεί με βλέμμα έτοιμο να εκραγεί. «Μην μου το ζητάτε αυτό». ΝΙΩΣΕ ΤΟ. Δεν μπορεί. Μπορείς να εκβιάσεις την αγάπη; Την πραγματική αγάπη;
Φυσικά, με τη βάση του «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή», δεν θα μπορούσε να λείπει από την ταινία και η οπτική του θεάτρου μέσα στο θέατρο. Ο θίασος που επιλέγει ο Ζουλάφσκι να εισάγει την Σνάιντερ, είναι ένας θίασος γελοίος, παρακμιακός, γεμάτος σαλτιμπάγκους, άντρες που ντύνονται γυναίκες (ίσως εδώ να υπάρχει κάποια αναφορά στους πρώτους ηθοποιούς;), ανθρώπους που ζουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Καυστικός σε αυτό, ο Ζουλάφσκι αναδεικνύει την φράση του Τσέχωφ «αν θέλεις να δουλέψεις την τέχνη σου, δούλεψε την ζωή σου». Μέσα στον θίασο, παραμονεύει ο-ακόμα-πιο-συγκλονιστικός-και-από-την-Σνάιντερ, Κλάους Κίνσκι, ένας απόλυτος Διόνυσος, που δεν μπορεί να δεχτεί καμία κριτική για το δημόσιο της τέχνης του. Όλα καταρρέουν. Όλη η παράσταση είναι μία φούσκα, σύμφωνα με τις κριτικές. Ο σκηνοθέτης – και κατ’ επέκταση, ο θίασος – συνειδητοποιούν τη ματαιότητα τους μέσα στην τέχνη, ακόμα και την ίδια τη ματαιότητα της τέχνης.
Στην ταινία διατυπώνονται τεράστιες ατάκες, όπως: «Ξέρεις, άνθρωποι σαν εμένα δεν υπάρχουν, γι’ αυτό πρέπει να βρω τρόπους για να υπάρξω». Φράση που θα μπορούσε να πει ένας χάρτινος ήρωας κάποιου θεατρικού έργου ξεπηδώντας σε κάποιο όνειρο, σε έναν εφιάλτη. Κάνε με να υπάρξω, μέσα από εσένα, μέσα από την αλληλεπίδρασή μας. Ακόμα και αν αυτή σημαίνει να σε κατασπαράξω, να σε διαλύσω, να σε κατατροπώσω.
Η Ρόμι Σνάιντερ δεν μπορεί να πει «σ’ αγαπώ» στην αρχή της ταινίας. Γιατί νιώθει μόνο οίκτο για τον άνθρωπο που έχει επιλέξει ως σύζυγο. Γιατί την έσωσε. Αλήθεια, ποιου η οπτική να είναι αυτή; Του σωζόμενου ή του σωτήρα; Ποιος έχει μεγαλύτερη ανάγκη από την πράξη της; Ο Ζουλάφσκι μας δείχνει πως ορισμένα συναισθήματα μπορούν να είναι πιο βαριά – ακόμα και βαρίδια – στην ζωή μας, από τον έρωτα. Ο οίκτος. Η υποχρέωση. Το καθήκον. Η ευθύνη της επιλογής. Ακόμα και της λάθος.
(c)Romy Schneider dans ” l'Important c'est d'Aimer ” Andrzej Zulawski, 1975
Και συμπληρώνει:
«Μη με αφήνεις μόνη μου. Θα μπορούσα να σου δώσω πιο πολλά, θα μπορούσα να σου τα δώσω όλα, αρκεί να μην καταλάβαινα πως η ζωή είναι κάπου αλλού».
Αυτή ίσως να είναι η πιο κρίσιμη στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου. Όπου εν μέσω μίας δυαδικής μοναξιάς, αισθάνεται πως όλα αυτά που θα μπορούσε να ζήσει, όλες οι δυνατότητές του, είναι κάπου αλλού. Η μοναξιά μέσα στο μαζί. Η σκληρότερη όλων.
Μέσα σε όλον αυτόν τον ζόφο, μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι, μέσα σε όλη αυτή την σύγχρονη τραγωδία του Ζουλάφσκι, υπάρχει φως. Η Ρόμι Σνάιντερ στο τέλος νιώθει. ΤΟ ΝΙΩΘΕΙ. Και το λέει. Χωρίς καταναγκασμό. Χωρίς βία. Χωρίς καταναγκασμό. Μέσα σε ένα ακριβώς ίδιο περιβάλλον φρίκης.
Οι δύο πρωταγωνιστές μέσα στο άπλετο φως της μέρας (ο Ζουλάφσκι τους τοποθετεί κάτω από ένα παράθυρο, όπου εισβάλει ένα λαμπερό χειμωνιάτικο φως), καλυμμένοι από το αίμα του «ιππότη», δίνουν τη λύση του δράματος:
Σημασία έχει μόνο να αγαπάς.
[via thalienate.wordpress.com]
– Ποιο;
– Ο οίκτος. Γιατί δεν μπορείς να τον ανακαλέσεις.
Μετά το Opening Night, του λατρευτού μου Κασσαβέτη, δεν πίστευα ότι μπορώ να δω άλλη τόσο δυνατή ταινία που να μιλάει για τον διάλογο ανάμεσα στην ανθρώπινη ζωή, όπως βιώνεται στην καθημερινότητά της, και στην Τέχνη, συγκεκριμένα το θέατρο.
Και βλέπω το «Σημασία έχει ν’ αγαπάς», όπου με την προσθήκη του παράγοντα «έρωτας» πηγαίνει το θέμα ένα βήμα παραπέρα, ή μάλλον, προς μία διαφορετική κατεύθυνση, ερευνώντας δηλαδή το κατά πόσο είμαστε ρόλοι μέσα στην ίδια μας την ζωή, ακόμη τραγικότεροι, βαρβαρότεροι και πιο αιμοδιψείς από τους ήρωες του Ριχάρδου του ΙΙΙ του Σαίξπηρ. Ο Σαίξπηρ είναι παρών στην ταινία και με έναν άλλο τρόπο, θα έλεγε κανείς ότι θέτει την βασική ιδέα της ταινίας της ίδιας (παρότι είναι βασισμένη στο βιβλίο «Αμερικάνικη Νύχτα»): Με τη ρήση του «All the world’s a stage, And all the men and women merely players;».
Η Ρόμι Σνάιντερ (πόσο συγκλονιστικά γήινο μπορεί να γίνει αυτό το αιθέριο πλάσμα και πόσο μακριά βρίσκεται στην ταινία αυτή από άλλους γλυκανάλατους ρόλους) στην «επαγγελματική» της ζωή, στην υποκριτική, δεν μπορεί να πει «σ’ αγαπώ». Δεν μπορεί να το «υποκριθεί», δεν μπορεί να το ξεστομίσει, ίσως (με ερωτηματικό) γιατί δεν το έχει νιώσει στην πραγματική της ζωή. Η αρχική σκηνή, κατά την οποία την αναγκάζουν να ξεστομίσει το «σ’ αγαπώ» κατά το γύρισμα, είναι περισσότερο βάρβαρη, έχει περισσότερη βία από το ψεύτικο αίμα, το οποίο καλύπτει τον παρτενέρ της και το υπόλοιπο στούντιο. «Νιώσε το», της φωνάζουν. «Δεν μπορώ», τους εκλιπαρεί με βλέμμα έτοιμο να εκραγεί. «Μην μου το ζητάτε αυτό». ΝΙΩΣΕ ΤΟ. Δεν μπορεί. Μπορείς να εκβιάσεις την αγάπη; Την πραγματική αγάπη;
Φυσικά, με τη βάση του «όλος ο κόσμος είναι μια σκηνή», δεν θα μπορούσε να λείπει από την ταινία και η οπτική του θεάτρου μέσα στο θέατρο. Ο θίασος που επιλέγει ο Ζουλάφσκι να εισάγει την Σνάιντερ, είναι ένας θίασος γελοίος, παρακμιακός, γεμάτος σαλτιμπάγκους, άντρες που ντύνονται γυναίκες (ίσως εδώ να υπάρχει κάποια αναφορά στους πρώτους ηθοποιούς;), ανθρώπους που ζουν αποκομμένοι από τον υπόλοιπο κόσμο. Καυστικός σε αυτό, ο Ζουλάφσκι αναδεικνύει την φράση του Τσέχωφ «αν θέλεις να δουλέψεις την τέχνη σου, δούλεψε την ζωή σου». Μέσα στον θίασο, παραμονεύει ο-ακόμα-πιο-συγκλονιστικός-και-από-την-Σνάιντερ, Κλάους Κίνσκι, ένας απόλυτος Διόνυσος, που δεν μπορεί να δεχτεί καμία κριτική για το δημόσιο της τέχνης του. Όλα καταρρέουν. Όλη η παράσταση είναι μία φούσκα, σύμφωνα με τις κριτικές. Ο σκηνοθέτης – και κατ’ επέκταση, ο θίασος – συνειδητοποιούν τη ματαιότητα τους μέσα στην τέχνη, ακόμα και την ίδια τη ματαιότητα της τέχνης.
Στην ταινία διατυπώνονται τεράστιες ατάκες, όπως: «Ξέρεις, άνθρωποι σαν εμένα δεν υπάρχουν, γι’ αυτό πρέπει να βρω τρόπους για να υπάρξω». Φράση που θα μπορούσε να πει ένας χάρτινος ήρωας κάποιου θεατρικού έργου ξεπηδώντας σε κάποιο όνειρο, σε έναν εφιάλτη. Κάνε με να υπάρξω, μέσα από εσένα, μέσα από την αλληλεπίδρασή μας. Ακόμα και αν αυτή σημαίνει να σε κατασπαράξω, να σε διαλύσω, να σε κατατροπώσω.
Η Ρόμι Σνάιντερ δεν μπορεί να πει «σ’ αγαπώ» στην αρχή της ταινίας. Γιατί νιώθει μόνο οίκτο για τον άνθρωπο που έχει επιλέξει ως σύζυγο. Γιατί την έσωσε. Αλήθεια, ποιου η οπτική να είναι αυτή; Του σωζόμενου ή του σωτήρα; Ποιος έχει μεγαλύτερη ανάγκη από την πράξη της; Ο Ζουλάφσκι μας δείχνει πως ορισμένα συναισθήματα μπορούν να είναι πιο βαριά – ακόμα και βαρίδια – στην ζωή μας, από τον έρωτα. Ο οίκτος. Η υποχρέωση. Το καθήκον. Η ευθύνη της επιλογής. Ακόμα και της λάθος.
(c)Romy Schneider dans ” l'Important c'est d'Aimer ” Andrzej Zulawski, 1975
Και συμπληρώνει:
«Μη με αφήνεις μόνη μου. Θα μπορούσα να σου δώσω πιο πολλά, θα μπορούσα να σου τα δώσω όλα, αρκεί να μην καταλάβαινα πως η ζωή είναι κάπου αλλού».
Αυτή ίσως να είναι η πιο κρίσιμη στιγμή στη ζωή ενός ανθρώπου. Όπου εν μέσω μίας δυαδικής μοναξιάς, αισθάνεται πως όλα αυτά που θα μπορούσε να ζήσει, όλες οι δυνατότητές του, είναι κάπου αλλού. Η μοναξιά μέσα στο μαζί. Η σκληρότερη όλων.
Μέσα σε όλον αυτόν τον ζόφο, μέσα σε όλο αυτό το σκοτάδι, μέσα σε όλη αυτή την σύγχρονη τραγωδία του Ζουλάφσκι, υπάρχει φως. Η Ρόμι Σνάιντερ στο τέλος νιώθει. ΤΟ ΝΙΩΘΕΙ. Και το λέει. Χωρίς καταναγκασμό. Χωρίς βία. Χωρίς καταναγκασμό. Μέσα σε ένα ακριβώς ίδιο περιβάλλον φρίκης.
Οι δύο πρωταγωνιστές μέσα στο άπλετο φως της μέρας (ο Ζουλάφσκι τους τοποθετεί κάτω από ένα παράθυρο, όπου εισβάλει ένα λαμπερό χειμωνιάτικο φως), καλυμμένοι από το αίμα του «ιππότη», δίνουν τη λύση του δράματος:
Σημασία έχει μόνο να αγαπάς.
[via thalienate.wordpress.com]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου