Δευτέρα 10 Απριλίου 2017

"Ο πικρός μήνας του μέλιτος" διήγημα του Αλμπέρτο Μοράβια (1907 - 1990)

.......................................................







Αλμπέρτο Μοράβια

(1907 - 1990)








  









·       «Ο πικρός μήνας του μέλιτος»

Διήγημα του Αλμπέρτο Μοράβια

(μτφ. Μπάμπης Γραμμένος, από το βιβλίο «Η κουρασμένη εταίρα και άλλα διηγήματα», Λογοτεχνική Βιβλιοθήκη της «Άγκυρας», 1980)


   ΔΙΑΛΕΞΑΝ το Ανακάπρι για το μήνα του μέλιτος, γιατί ο Τζιάκομο είχε επισκεφτεί το μέρος αυτό λίγους μήνες πριν το γάμο του κι επιθυμούσε τώρα να ξαναβρεθεί εκεί με τη γυναίκα του. Την τελευταία φορά που επισκέφτηκε το Ανακάπρι ήταν άνοιξη. Θυμόταν πολύ καλά το καθαρό ζεστό αεράκι, τα ζωηρά λουλούδια κάτω από τη χρυσή λάμψη του ήλιου και το βόμβο χιλιάδων εντόμων. Τούτη τη φορά ωστόσο, μόλις έφτασαν στο Ανακάπρι, του φάνηκαν όλα πολύ διαφορετικά. Ήταν μέσα Αυγούστου κι έκανε πνιγερή, ανυπόφορη ζέστη. Υδρατμοί σκέπαζαν τον ουρανό. Ακόμη και στα ψηλότερα σημεία του Ανακάπρι δεν υπήρχε ίχνος από το ζεστό αεράκι, τα λουλούδια και τη μενεξεδένια θάλασσα που τόσο πολύ είχε υμνήσει ο Τζιάκομο. Τα ελικοειδή δρομάκια που περνούσαν μέσα από τους αγρούς ήσαν σκεπασμένα με παχύ στρώμα κίτρινης σκόνης, από την αναβροχιά τεσσάρων μηνών. Πάνω στη σκόνη διέκρινες ακόμη και τα ίχνη που άφηναν οι σαύρες στο πέρασμά τους.
   Το φθινόπωρο αργούσε ακόμη, αλλά τα φύλλα είχαν αρχίσει κιόλας να κιτρινίζουν. Εδώ κι εκεί έβλεπες δέντρα ολόκληρα γυμνά και μαραμένα από την ξηρασία. Παντού ψιλή σκόνη στην ακίνητη ατμόσφαιρα που σου τρυπούσε τα ρουθούνια. Η μυρουδιά των λιβαδιών και της θάλασσας είχε παραχωρήσει τη θέση της στις καυτές πέτρες και στις ξερές κοπριές. Πόσο διαφορετική ήταν η θάλασσα την άνοιξη. Όχθες ολόκληρες από βιολέτες ταξίδευαν κάτω από την επιφάνειά της και της δάνειζαν το χρώμα τους. Τώρα αυτή η επιφάνεια ήταν μια γκρίζα μάζα και αντανακλούσε το μελαγχολικό εκτυφλωτικό φως που έπεφτε μέσα από τα σύννεφα του νοτισμένου ουρανού.
   -Δεν το βρίσκω καθόλου ωραίο το μέρος αυτό, είπε η Σιμόνα όταν ξεκίνησαν για το φάρο μια μέρα μετά την άφιξή τους.
   Ο Τζιάκομο ακολουθώντας τη γυναίκα του λίγο πιο πίσω δεν απάντησε. Με τον ίδιο γκρινιάρικο και αχάριστο τρόπο τού μιλούσε από τη στιγμή που είχαν βγει από το Ληξιαρχείο της Ρώμης, όπου είχε γίνει ο πολιτικός γάμος τους. Υποπτευόταν ότι η επίμονη γκρίνια της ανάμικτη με κάποια αποστροφή δεν είχε αιτία την άσχημη ατμόσφαιρα του Ανακάπρι όσο το δικό του πρόσωπο. Παραπονιόταν για το μέρος γιατί αγνοούσε ότι εκείνο που βασικά τη δυσαρεστούσε ήταν ο άντρας της ο ίδιος. Είχαν παντρευτεί βεβαίως από έρωτα, αλλά η αγάπη τους βασιζόταν περισσότερο στη θέλησή τους και λιγότερο σε πηγαία αισθήματα. Η προαίσθησή του ότι τα πράγματα θα μπερδεύονταν δεν τον γέλασε. Το είχε διαπιστώσει στο πρόσωπό της σε μια γκριμάτσα μεταμέλειας και δυσφορίας όταν της πέρασε το δαχτυλίδι στο χέρι. Την πρώτη τους νύχτα στο Ανακάπρι, με τη δικαιολογία ότι ήταν κουρασμένη και ζαλισμένη από τη θάλασσα, αρνήθηκε να γίνει δική του. Και τη δεύτερη τούτη μέρα του γάμου τους η Σιμόνα ήταν ακόμη παρθένα.
   Η Σιμόνα βάδιζε αργά και βαριεστημένα στη μέση του δρόμου με τους σκονισμένους φράχτες, με μια εκδρομική τσάντα κρεμασμένη στον ώμο της. Ο Τζιάκομο την παρατηρούσε με έντονη συγκίνηση και λογάριαζε να την καταχτήσει με μια απλή διαπεραστική ματιά, όπως είχε ακριβώς συμβεί με τόσες άλλες γυναίκες. Παραδέχτηκε όμως αμέσως ότι απουσίαζε από τα μάτια του αυτή η ικανότητα και άρχισε να κοιτάζει τη Σιμόνα με τρυφερότητα. Αλλά στο βλέμμα του δεν υπήρχε τίποτε από τη διαπεραστική δύναμη του πάθους.
   Μολονότι η Σιμόνα δεν ήταν ψηλή, είχε παιδιάστικα μακριά πόδια. Κάτω από το κοντό παντελονάκι της διέκρινες τους λεπτούς μηρούς της, που ανέβαιναν σε τεθλασμένη γραμμή για να ενωθούν στην ίδια περίπου ευθεία με το υπόλοιπο σώμα. Οι γάμπες της, με την ψυχρή γυαλιστερή, την παρθενική ασπράδα τους, στήριζαν τους στενούς γοφούς κάτω από μια δαχτυλιδένια μέση. Το μόνο χαρακτηριστικό που πρόδινε θηλυκότητα ήταν το πλούσιο στήθος της. Θαρρούσες πως ήταν ένα άσχετο παραπανίσιο πράγμα, αταίριαστο στο λεπτοκαμωμένο κορμί της. Το ίδιο και τα πυκνά ξανθά μαλλιά της, παρ’ όλο που ήσαν κοντά κομμένα, έπεφταν άσχημα πάνω στο λαιμό της. Η Σιμόνα ένιωσε ξαφνικά ότι ο άντρας της την περιεργαζόταν και γυρνώντας προς το μέρος του τον ρώτησε:
   -Γιατί μ’ αφήνεις να προπορεύομαι;
   Πέρασε δίπλα της αγγίζοντας επίτηδες  το στήθος της με τον αγκώνα του για να δοκιμάσει τον εαυτό του. Συνέχισαν να περπατούν ο Τζιάκομο μπροστά και η Σιμόνα πίσω. Ο δρομάκος ανέβαινε στριφτός γύρω από την κορυφή του Μόντε Σολάρο. Σωροί από χορταριασμένες άχτιστες πέτρες υπήρχαν στην επάνω πλευρά του δρόμου. Πάνω από τα λιθάρια πλέκονταν κλωνάρια από μικρές κληματαριές. Από την άλλη πλευρά του δρόμου άρχιζε μια απότομην βουνοπλαγιά με αμπέλια και ελαιώνες, που έσβηναν πέρα μακριά στην καταχνιασμένη γκρίζα θάλασσα. Ολομόναχο ένα πεύκο στη μέση της βουνοπλαγιάς, με την καταπράσινη κορυφή του να τρυπάει τον ουρανό, θύμιζε την αλλοτινή ειδυλλιακή ομορφιά του τοπίου. Η Σιμόνα περπατούσε πολύ αργά, μένοντας όλο και πιο πίσω σε κάθε της βήμα. Στο τέλος σταμάτησε εντελώς να περπατά και ρώτησε:
   - Είναι μακριά ακόμη το μέρος που θα πάμε;
   - Μα μόλις ξεκινήσαμε, είπε εύθυμα ο Τζιάκομο. Έχουμε το λιγότερο μια ώρα δρόμο ακόμη.
   - Δεν μπορώ να το υποφέρω αυτό, πρόσθεσε κακόκεφα η Σιμόνα.
   Με το βλέμμα της έδειξε στον Τζιάκομο ότι θα ‘θελε να συμφωνήσει μαζί της να εγκαταλείψουν τον περίπατο. Ο Τζιάκομο γύρισε πίσω, πήγε κοντά της και την έπιασε από τη μέση.
   -Ο περίπατος είναι ανυπόφορος ή εγώ;
   -Τι θέλεις να πεις, ανόητε; τον αντέκρουσε η Σιμόνα με απροσδόκητη ευθιξία. Δεν μπορώ να υποφέρω τον περίπατο, φυσικά.
   -Δώσε μου ένα φιλάκι.
   Αντί για φιλί τον τσίμπησε ελαφρά στο μάγουλο και μουρμούρισε:
   -Τι φριχτή ζέστη… Πόσο θα ‘θελα να ξαναγυρίζαμε στο σπίτι.
   -Πρέπει να φτάσουμε στο φάρο, αποκρίθηκε ο Τζιάκομο. Τι να κάνουμε να γυρίσουμε πίσω; Θα κολυμπήσουμε αμέσως μόλις βρεθούμε στο φάρο. Είναι θαυμάσιο μέρος. Ο φάρος είναι βαμμένος με άσπρο και τριανταφυλλί χρώμα… Δεν θέλεις να τον δεις;
   -Θέλω, αλλά θα προτιμούσα να πάω πετώντας, παρά περπατώντας.
   -Ας κουβεντιάσουμε λίγο, πρότεινε ο Τζιάκομο. Έτσι δεν θα σου φανεί κουραστικός ο δρόμος.
   -Τι να πω; Δεν ξέρω τίποτα, διαμαρτυρήθηκε με κλαψιάρικη φωνή η Σιμόνα.
   Ο Τζιάκομο δίστασε για λίγο πριν απαντήσει.
   -Ξέρεις τόσα πολλά ποιήματα. Απάγγειλε ένα ποίημα κι εγώ θα σ’ ακούω. Θα δεις ότι θα φτάσουμε στο φάρο χωρίς να το καταλάβεις.
   Ο Τζιάκομο είδε αμέσως ότι είχε χτυπήσει στο στόχο. Η Σιμόνα αποστήθιζε ποιήματα με καταπληκτική ευκολία.
   -Τι ν’ απαγγείλω; ρώτησε με παιδιάστικη φιλαρέσκεια.
   -Μια ωδή από το Δάντη.
   -Ποια;
   -Την τρίτη ωδή από την Κόλαση, είπε ο Τζιάκομο στην τύχη.
   Παρηγορημένη κατά κάποιο τρόπο, η Σιμόνα προχώρησε και πάλι μπτοστά από τον Τζιάκομο και άρχισε ν’ απαγγέλει.
   Απάγγειλε μηχανικά και ανέκφραστα σαν μαθητριούλα. Χρειάστηκε τόση προσπάθεια που πιάστηκε η αναπνοή της. Περπατούσε με το ζόρι και στο τέλος κάθε στίχου σταματούσε αδιαφορώντας τελείως για το σωστό τονισμό και το νόημα, ίδιο κοριτσάκι που διαθέτει το ζήλο παρά την εξυπνάδα. Κάθε τόσο γύριζε και κοίταζε παρακλητικά τον Τζιάκομο, ακριβώς σα μαθητριούλα με το γαλανόλευκο σκουφάκι της καρφιτσωμένο στα μαλλιά της. Είχαν περπατήσει αρκετά όταν βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη περιμαντρωμένη βίλλα. Πάνω από τον τοίχο που τον σκέπαζε ο κισσός, φαίνονταν πυκνόφυλλα κλαριά από βαλανιδιές
   Τελειώνοντας την τρίτη ωδή, η Σιμόνα γύρισε και ρώτησε:
   -Τίνος είναι αυτό το μέρος;
   -Το είχε κάποτε ο Άξελ Μούντε, απάντησε ο Τζιάκομο. Δεν ζει πια.
   -Τι σόι άνθρωπος ήταν;
   -Πολύ στριμμένος άνθρωπος, αποκρίθηκε ο Τζιάκομο και πρόσθεσε αμέσως για να διασκεδάσει τη Σιμόνα: Ήταν γιατρός στη Ρώμη και πολύ της μόδας μάλιστα, στις αρχές του αιώνα μας. Αν ενδιαφέρεσαι να μάθεις περισσότερα θα μπορούσα να σου πω την ιστορία αυτού του ανθρώπου. Είναι απόλυτα αληθινή. Θέλεις να την ακούσεις;
   -Μετά χαράς.
   -Κάποτε λοιπόν, άρχισε ο Τζιάκομο, επισκέφτηκε το γιατρό μια κουφιοκέφαλη γυναίκα της καλής κοινωνίας με όλων των ειδών τους φανταστικούς πόνους. Ο γιατρός την άκουσε υπομονετικά, την εξέτασε, είδε ότι δεν είχε τίποτε και είπε: Ξέρω ένα σίγουρο τρόπο θεραπείας, αλλά πρέπει να κάνετε ακριβώς αυτό που θα σας ζητήσω… Πηγαίνετε σ’ εκείνο τ’ ανοιχτό παράθυρο, ακουμπήστε τους αγκώνες σας στο περβάζι και κοιτάξτε έξω. Η γυναίκα πειθάρχησε. Τότε ο γιατρός πήγε με φόρα πίσω της και της έδωσε μια δυνατή κλωτσιά στα πισινά. Έπειτα τη συνόδεψε ως την πόρτα και της είπε: Τρεις φορές την εβδομάδα θα εφαρμόζετε τη θεραπεία αυτή και σε λίγους μήνες θα νιώθετε εντελώς καλά.
   Η Σιμόνα δεν γέλασε. Άφησε να περάσει μια στιγμή και κοιτώντας προς τη μάντρα πρόφερε με πίκρα
   -Η ίδια θεραπεία μού χρειάζεται και μένα.
   Ο Τζιάκομο τα ‘χασε από το μελαγχολικό τόνο της φωνής της.
   -Γιατί το λες αυτό; ρώτησε και πήγε κοντά της. Τι έβαλες πάλι στο νου σου;
   -Αλήθεια είναι… Είμαι λιγάκι τρελή και οφείλεις να μεταχειρίζεσαι με τον ίδιο τρόπο.
   -Τι εννοείς;
   -Μιλάω γι’ αυτό που συνέβη χτες το βράδυ, εξήγησε η Σιμόνα με απίστευτη ειλικρίνεια.
   -Χτες το βράδυ ένιωθες κουρασμένη και ζαλισμένη από το ταξίδι.
   -Δεν ήταν αλήθεια. Ποτέ δεν με πιάνει ναυτία. Ούτε κουρασμένη ήμουν. Φοβήθηκα, αυτό ήταν όλο.
   -Φοβήθηκες από μένα;
   -Όχι, με φόβισε η ιδέα γενικά.
   Συνέχισαν να πεζοπορούν βουβοί. Η μάντρα έγινε καμπυλωτή τώρα, ακολουθώντας την κλίση του δρόμου και ξεφεύγοντας κάπου – κάπου σα να μη χωρούσαν οι βαλανιδιές που ήσαν πίσω τους. Κάποτε η μάντρα τελείωσε και οι δυο νιόπαντροι βρέθηκαν  σε μια καταπράσινη πλατωσιά. Πιο πέρα ήταν το χάος: μια κατακόρυφη βουνοπλαγιά που χανόταν κάτω, βαθιά στα στεγνά κι έρημα ακρωτήρια του Ρίο. Γεμάτη η πλατωσιά με ασφόδελους που τα γκριζοκόκκινα λουλούδια τους υψώνονταν σαν πυραμίδες. Ο Τζιάκομο μάζεψε λίγα λουλούδια και τα πρόσφερε στη γυναίκα του λέγοντας:
   -Κοίταξε πόσο όμορφα είναι…
   Η Σιμόνα κράτησε τα λουλούδια κοντά στη μύτη της σαν τη νύφη που μπαίνει στην εκκλησία για το γάμο της, ξεχώρισε έναν κρίνο και μύρισε βαθιά το άρωμά του. Ίσως έπαιζε το παρθενικό της παιχνίδι. Γι’ αυτό άλλωστε πλησίασε πολύ κοντά στον Τζιάκομο σα να ‘θελε να τον αγκαλιάσει και του ψιθύρισε στ’ αφτί:
   -Μην πιστεύεις τίποτε απ’ ό, τι σου είπα… Δεν φοβήθηκα. Απλώς θέλω να συνηθίσω στην ιδέα… Το βράδυ…
   - Το βράδυ…, επανέλαβε ο Τζιάκομο.
   - Ξέρεις πόσο σε λατρεύω, μουρμούρισε μελαγχολικά.
   Και συμπλήρωσε με μια καθαρά τυπική φράση που φαίνεται ότι την είχε μάθει για την περίσταση αυτή:
   -Απόψε θα γίνω δική σου…
   Η Σιμόνα πρόφερε βιαστικά τις τελευταίες λέξεις σα να φοβήθηκε περισσότερο για την τετριμμένη χρήση τους και λιγότερο για το ίδιο τους το νόημα. Την ίδια στιγμή έδωσε ένα πεταχτό φιλάκι στο μάγουλο του άντρα της. Ήταν η πρώτη φορά που ο Τζιάκομο άκουγε από τα χείλη της αυτό το «πόσο σε λατρεύω». Ο πειρασμός τον έσπρωχνε να την πάρει στην αγκαλιά του. Τον σταμάτησε όμως η δυνατή φωνή της:
   -Κοίταξε! Τι είναι εκείνο το πράγμα που φαίνεται ανοιχτά στη θάλασσα;
   Και με τις λέξεις αυτές η Σιμόνα ξέφυγε από τον κλοιό του. Ο Τζιάκομο κοίταξε προς την κατεύθυνση που του έδειξε η γυναίκα του και είδε ένα κατάρτι να ξεχωρίζει μέσα από την ομίχλη που σκέπαζε τη θάλασσα.
   -Ένα πλοίο, απάντησε οργισμένος ο Τζιάκομο.
   Η Σιμόνα συνέχισε το περπάτημά της με ταχύτερο βήμα τη φορά αυτή, λες και φοβόταν ότι ο άντρας της θα ξαναδοκίμαζε να την αγκαλιάσει. Βλέποντάς την να του ξεφεύγει, ο Τζιάκομο κυριεύτηκε από τις ίδιες αμφιβολίες για τον εαυτό του. Γιατί να μη μπορεί να καταχτήσει αμέσως την ποθητή γυναίκα του;
   -Δεν θα μού φερθείς με τον ίδιο τρόπο απόψε, ψιθύρισε μέσα από τα σφιγμένα δόντια του μόλις έφτασε κοντά της.
   Η Σιμόνα χαμήλωσε το κεφάλι και κοιτάζοντας τριγύρω απάντησε:
   -Απόψε θα ‘ναι πολύ διαφορετικά…
   Ο ήλιος έκαιγε ανυπόφορα. Στη βαριά ακίνητη ατμόσφαιρα που τους αγκάλιαζε, ο Τζιάκομο έβλεπε θρονιασμένο το ίδιο πάντα εμπόδιο: την αδυναμία που τελμάτωνε τις σχέσεις του με τη γυναίκα του, την έλλειψη της βροχής που θα καθάριζε τον αέρα, την ανυπαρξία της πηγαίας αγάπης. Κάτι σαν πανικός στριφογύριζε στην ψυχή του. Όταν ξανακοίταξε τη Σιμόνα ένιωσε ότι η αγάπη του γι’ αυτήν ήταν καθαρά εγκεφαλική, δεν είχε τίποτα να κάνει με τις αισθήσεις του. Η μορφή της διαγραφόταν με κάθε λεπτομέρεια μπροστά του, δεν υπήρχε όμως τίποτε από το φωτοστέφανο που περιβάλλει τους ερωτευμένους. Εντελώς αυθόρμητα είπε:
   -Ίσως ήταν καλύτερα να μη με παντρευόσουν.
   Η Σιμόνα αποδέχτηκε τη δήλωσή του σαν αφετηρία συζητήσεως, λες και είχε κάνει την ίδια σκέψη αλλά δεν τολμούσε να την πει.
   -Γιατί; Ρώτησε.
   Ο Τζιάκομο ήθελε να πει «επειδή δεν υπάρχει αληθινή αγάπη ανάμεσά μας». Αλλά οι λέξεις αυτές, μολονότι ήσαν ξεκάθαρες μέσα στο νου του, διατυπώθηκαν με πολύ διαφορετικό τρόπο. Η Σιμόνα ήταν αριστερή και δούλευε στα γραφεία του κόμματος. Ο Τζιάκομο ήταν οτιδήποτε άλλο εκτός από αριστερός και υποστήριζε ότι δεν τον ενδιέφεραν οι πολιτικές ιδέες της γυναίκας του που εμφανίζονταν ωστόσο τις πιο ανέλπιστες στιγμές σαν κρυφά κίνητρα διαφωνίας. Έτσι κι αυτή τη στιγμή άκουσε με κατάπληξη τον εαυτό του να λέει:
   -Γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά ιδεών ανάμεσά μας.
   -Τι είδους ιδέες εννοείς;
   -Πολιτικές ιδέες.
   Ο Τζιάκομο κατάλαβε τότε, ότι ήταν η υπεροψία της που τον υποχρέωνε να φέρνει στο προσκήνιο τα πολιτικά. Ήξερε ότι την έθιγε στο πιο ευαίσθητο σημείο. Πράγματι η Σιμόνα αντέδρασε αμέσως.
   -Δεν έχεις δίκιο. Η πραγματικότητα είναι ότι ενώ εγώ έχω ορισμένες ιδέες εσύ δεν έχεις καθόλου ιδέες.
   Μόλις μπήκαν στη μέση τα πολιτικά, η Σιμόνα πήρε ύφος σχολαστικού ανθρώπου, το αντίθετο ακριβώς από το παιδιάστικο ύφος της, που έκανε τον άντρα της να χάνει την ψυχραιμία του. Ο Τζιάκομο αναρωτήθηκε εντελώς σοβαρά μήπως ο εκνευρισμός του πήγαζε από την αντίθεσή του με τις πολιτικές ιδέες της γυναίκας του. Ηρέμησε όμως γρήγορα. Τα πολιτικά τον άφηναν τελείως ασυγκίνητο. Εκείνο που τον στενοχωρούσε ήταν το ενδιαφέρον της γυναίκας του γι’ αυτά.
   -Τέλος πάντων, είπε στεγνά. Αν δεν είναι το ζήτημα των ιδεών, είναι πάντως κάτι άλλο που υπάρχει ανάμεσά μας.
   -Τι είναι αυτό; ρώτησε η Σιμόνα.
   -Δεν ξέρω, απλώς το αισθάνομαι.
   Με τον ίδιο ερεθιστικό τόνο στη φωνή της η Σιμόνα πρόσθεσε αμέσως:
   -Εγώ το ξέρω πολύ καλά. Είναι το ζήτημα των ιδεών. Πιστεύω όμως ότι μια μέρα θα βλέπεις τα πράγματα με το δικό μου τρόπο.
   -Ποτέ.
   -Γιατί ποτέ;
   -Σου το είπα πολλές φορές… Πρώτα απ’ όλα γιατί δεν μου αρέσει να μπλέκομαι με τα πολιτικά κι έπειτα γιατί είμαι φανατικός ατομιστής.
   Η Σιμόνα δεν αποκρίθηκε. Στις περιπτώσεις αυτές η σιωπή της ήταν πιο τσουχτερή από την προφορική διαφωνία. Κύματα οργής έπνιγαν τώρα τον Τζιάκομο. Πέρασε μπροστά της και την έπιασε από το μπράτσο.
   -Όλα αυτά θα έχουν πολύ σοβαρές συνέπειες μια μέρα, φώναξε δυνατά. Αν, λόγου χάρη, έρθει στην εξουσία το κόμμα σου και πω κάτι εναντίον του τότε θα με καταδώσεις.
   -Και γιατί να μιλήσεις εναντίον μας; ανταπάντησε η Σιμόνα. Μόλις τώρα είπες ότι δεν σου αρέσει να μπλέκεσαι με τα πολιτικά.
   -Πολλά μπορούν να συμβούν.
   -Άλλωστε οι αριστεροί, δεν είναι στην εξουσία… Γιατί να χολοσκάς για μιαν ανύπαρκτη κατάσταση;
   Ήταν λοιπόν αλήθεια, σκέφτηκε ο Τζιάκομο. Αφού δεν το αρνήθηκε αυτό που της είπε, θα μπορούσε και να τον καταδώσει ακόμη. Έσφιξε το μπράτσο της περισσότερο, λες και ήθελε να την κάνει να πονέσει.
   -Το γεγονός είναι ότι δεν μ’ αγαπάς, είπε ο Τζιάκομο.
   -Δεν θα σε παντρευόμουν αν δεν σε αγαπούσα, αποκρίθηκε ξεκάθαρα η Σιμόνα.
   Τον κοίταξε κατάματα και τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. Η φωνή της ράγισε την καρδιά του, την αγκάλιασε και τη φίλησε. Το φιλί του δεν την άφησε ασυγκίνητη. Τα ρουθούνια της σφίχτηκαν και η αναπνοή της έγινε πιο βαριά. Μολονότι τα χέρια της κρέμονταν στα πλευρά της, σφίχτηκε περισσότερο πάνω στο σώμα του.
   -Κατάσκοπέ μου, είπε ο Τζιάκομο κάνοντας πίσω και μπατσίζοντας χαϊδευτικά τη Σιμόνα. Μικρέ μου κατάσκοπε.
   -Γιατί με λες κατάσκοπο; ρώτησε η Σιμόνα πειραγμένη.
   -Αστειεύομαι.
   Ξεκίνησαν πάλι. Ο Τζιάκομο περπατούσε λίγο πίο πίσω της και διαλογιζόταν αν πράγματι αυτό που είπε ήταν μόνο ένα αστείο. Και ο θυμός του; Μήπως ήταν κι αυτό ένα αστείο; Δεν μπορούσε να καταλάβει πώς παρασύρθηκε σε τέτοιο παράλογο θυμό και σε ακόμη πιο παράλογες κατηγορίες. Κι όμως κάτι του έλεγε ότι η συμπεριφορά της Σιμόνας δικαίωνε τις κατηγορίες του.
   Στο μεταξύ είχαν φτάσει στην άλλη πλευρά του βουνού. Από το ψηλότερο σημείο του δρόμου κοίταζαν κάτω το μεγάλο κενό, ίδιο τεράστιο πηγάδι. Πέντε λεπτά αργότερα είδαν μπροστά τους το πανόραμα της μιας πλευράς του νησιού. Μια μεγάλη καταπράσινη πλαγιά με σκόρπια αμπέλια και αγριαπιδιές, που κάτω χαμηλά στα πόδια της ξεκινούσε και χανόταν μέσα στη θάλασσα το άσπρο ακρωτήρι με το φάρο. Το θέαμα ήταν επιβλητικό. Ο ασπροκόκκινος πύργος κρεμόταν ανάμεσα σε γη και ουρανό. Φαινόταν πολύ μακριά κι όχι μεγαλύτερος από μια σπιθαμή. Η Σιμόνα χειροκρότησε ενθουσιασμένη.
   -Μεγαλείο! Φώναξε.
   -Σού το έλεγα και δεν με πίστευες, αποκρίθηκε ο Τζιάκομο.
   -Συγγνώμην, είπε η Σιμόνα και το χάιδεψε στο μάγουλο. Εσύ ξέρεις πάντα καλύτερα από μένα, εγώ είμαι ανόητη.
   Ο Τζιάκομο δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και ρώτησε:
   -Ισχύει αυτό και για τα πολιτικά;
   -Όχι, όχι για τα πολιτικά. Ας μη μιλάμε τώρα για τέτοια πράγματα.
   Ο Τζιάκομο στενοχωρήθηκε με τον εαυτό του που έπεσε πάλι στην ίδια παγίδα, ταυτόχρονα όμως ένιωσε να ξαναγυρίζει η απωθημένη ζήλεια που τον κυρίευε κάθε φορά που η Σιμόνα αναφερόταν με δογματικό, σχεδόν θρησκόληπτο τρόπο, στις πολιτικές της ιδέες.
   -Και γιατί να μη μιλάμε για τέτοια πράγματα; ρώτησε όσο πιο ήρεμα μπορούσε. Ίσως καταλάβουμε καλύτερα ο ένας τον άλλον αν κουβεντιάσουμε το ζήτημα αυτό.
   Η Σιμόνα δεν αποκρίθηκε. Ο άντρας της την ακολούθησε τρομερά κακόκεφος. Ήταν η σειρά του τώρα να υποφέρει από την άπνοια και τη ζέστη της ημέρας, ενώ η Σιμόνα, μεθυσμένη από τη θέα της θάλασσας, φώναξε:
   -Ας τραβήξουμε από δω και πέρα. Βιάζομαι να βουτήξω στο νερό.
   Με την τσάντα της να χοροπηδάει στην πλάτη η Σιμόνα άρχισε να τρέχει στο δρομάκι, βγάζοντας άγριες κραυγές χαράς. Ο Τζιάκομο είδε ότι τα πόδια της πετούσαν προς όλες τις κατευθύνσεις σαν αγύμναστο πουλάρι. Ξαφνικά σκέφτηκε: «Απόψε θα γίνει δική μου» και ηρέμησε. Τι αξία είχε η συμμετοχή σ’ ένα πολιτικό κόμμα μπροστά στην ερωτική πράξη, τόσο προαιώνια και τόσο ανθρώπινη; Οι άντρες καταχτούσαν τις γυναίκες πολύ πριν υπάρξουν πολιτικά κόμματα και θρησκείες. Ήταν βέβαιος ότι τη στιγμή που θα έκανε δική του τη Σιμόνα, θα την απογύμνωνε από κάθε άλλη πίστη εκτός από την αγάπη της γι’ αυτόν. Παίρνοντας θάρρος από αυτή τη σκέψη άρχισε να τρέχει πίσω από τη γυναίκα του και να φωνάζει:
   -Περίμενε να σε φτάσω, Σιμόνα!
   Η Σιμόνα σταμάτησε κατακόκκινη και λαχανιασμένη, με τα μάτια της ν’ αστράφτουν.
   -Νιώθω πολύ χαρούμενος τώρα, είπε ο Τζιάκομο, ανασαίνοντας δύσκολα, μόλις έφτασε κοντά της. Το ξέρω ότι εμείς οι δυο θ’ αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον.
   -Κι εγώ το ξέρω αυτό, πρόφερε η Σιμόνα κοιτάζοντας τον άντρα της με τα αθώα γαλανά της μάτια.
   Ο Τζιάκομο την έπιασε από τη μέση και της κρέμασε το χέρι πάνω από τον ώμο του. Συνέχισαν το δρόμο τους έτσι αγκαλιασμένοι, αλλά τα μάτια της Σιμόνας έμειναν αμετακίνητα πάνω στη θάλασσα. Ο Τζιάκομο όμως δεν μπορούσε ν’ απομακρύνει τη σκέψη του από το σώμα που κρατούσε τόσο σφιχτά. Η Σιμόνα φορούσε μιαν αγορίστικη ζέρσεϊ μπλούζα, μ’ ένα μπάλωμα στο μπροστινό μέρος. Παιδιάστικο μπορούσες να χαρακτηρίσεις το κεφάλι της με τα ακατάστατα κοντά μαλλιά της να πέφτουν στο πρόσωπό της. Με το ένα του χέρι ο Τζιάκομο αγκάλιαζε όλη τη λεπτή μέση της Σιμόνας που η τρυφερότητά της μαρτυρούσε την υποσχεμένη για τη νύχτα ολοκληρωτική υποταγή. Εντελώς απότομα ο Τζιάκομο σφύριξε στο αφτί της Σιμόνας:
   -Θα είσαι πάντα η μικρή μου φίλη και συντρόφισσα.
   Το μυαλό της Σιμόνας θα ήταν κάπου στο φάρο γιατί η λέξη «συντρόφισσα» έφτασε στ’ αφτιά της αποκομμένη από την υπόλοιπη φράση, χωρίς το ιδιαίτερο εκείνο χρώμα που απέδιδε το νόημα που ήθελε ο Τζιάκομο.
   -Δεν μπορούμε να είμαστε σύντροφοι… αποκρίθηκε χαμογελώντας. Τουλάχιστο μέχρι τότε που θ’ αρχίσεις να βλέπεις τα πράγματα με τον δικό μου τρόπο. Θα είμαι ωστόσο η γυναίκα σου.
   Να λοιπόν που η Σιμόνα σκεφτόταν ακόμη το κόμμα, είπε από μέσα του ο Τζιάκομο με δικαιολογημένη ζήλεια. Η λέξη «συντρόφισσα» δεν είχε γι’ αυτή τίποτε το συναισθηματικό, παρά μόνο πολιτική σημασία. Το κόμμα εξακολουθούσε να διατηρεί την πρωτοκαθεδρία στην καρδιά της.
   -Δεν ήθελα να πω ακριβώς αυτό, μουρμούρισε απογοητευμένος ο Τζιάκομο.
   -Λυπάμαι, έσπευσε να πει η Σιμόνα διορθώνοντας το λάθος της. Τη λέξη αυτή τη χρησιμοποιούν μόνο τα μέλη του κόμματος.
   -Ήθελα απλώς να πω ότι θα είσαι το ταίρι της ζωής μου.
   -Αυτό είναι αλήθεια, πρόσθεσε η Σιμόνα κατεβάζοντας το κεφάλι της ενοχλημένη, λες και δεν μπορούσε να αποδεχτεί τη λέξη παρά μόνο με τη πολιτική της σημασία.
   Άφησαν τα χέρια τους να πέσουν και συνέχισαν το δρόμο τους χωρίς ν’ αγγίζουν ο ένας τον άλλον. Καθώς προχωρούσαν, ο φάρος φαινόταν να τους πλησιάζει, αποκαλύπτοντας το πυργοειδές σχήμα του. Πέρα από τον πύργο το νερό είχε μια μεταλλική λάμψη από τις κάθετες ακτίνες του ήλιου. Πίσω τους, πάνω από την πλαγιά που διέσχιζαν τώρα, το βουνό άρχισε να μεγαλώνει και να μεταμορφώνεται σ’ ένα θεόρατο κόκκινο τείχος. Στην κορυφή του βουνού μπορούσαν να διακρίνουν ένα καταφύγιο με ένα κιγκλίδωμα τριγύρω και δυο μικροσκοπικές μορφές ν’ απολαμβάνουν τη θέα.
   -Η υπέροχη αυτή θέση λέγεται Λα Μαλιάρα, εξήγησε ο Τζιάκομο. Εδώ και μερικά χρόνια ένα κορίτσι από το Ανακάπρι γκρεμίστηκε από το μέρος αυτό δένοντας πρώτα τα μάτια της με τις πλεξίδες της για να μη βλέπει τι κάνει.
   Η Σιμόνα γύρισε και κοίταξε ψηλά στην κορυφή του βουνού.
   -Είμαι εναντίον της αυτοκτονίας, είπε.
   -Γιατί; ρώτησε ο Τζιάκομο κι ένιωσε τη ζήλεια να τον κεντά πάλι. Μήπως την απαγορεύει το κόμμα;
   -Να μη σε νοιάζει για το κόμμα.
   Τα μάτια της Σιμόνας πλανήθηκαν ξανά πάνω από τη θάλασσα. Τέντωσε τότε το λαιμό της και το στήθος της σα να ‘θελε να ρουφήξει το δροσερό αεράκι, και πρόσθεσε:
   -Είμαι εναντίον της αυτοκτονίας γιατί η ζωή είναι γλυκιά. Είναι τόσο ωραία να ‘μαστε ζωντανοί.
   Για μια ακόμη φορά ο Τζιάκομο προσπάθησε ν’ αποφύγει την πολιτική συζήτηση. Ήθελε να κάνει επίδειξη της ψυχικής του ηρεμίας και αδιαφορίας που πίστευε ότι είχε κατακτήσει. Αλλά και τούτη τη φορά ο θυμός του φάνηκε ισχυρότερος.
   -Μα και ο Τ., που ήταν αριστερός, αυτοκτόνησε, ή μήπως κάνω λάθος; Είπε ο Τζιάκομο.
   -Έκανε πολύ άσχημα, διευκρίνισε κοφτά η Σιμόνα.
   -Γιατί; Θα είχε κάποιο λόγο για ν’ αυτοκτονήσει. Τι μπορείς να ξέρεις;
   -Κι όμως ξέρω, επέμενε η Σιμόνα. Έκανε πολύ άσχημα. Είναι καθήκον μας να ζήσουμε.
   -Είναι καθήκον μας;
   -Ναι, καθήκον μας.
   -Ποιος το λέει αυτό;
   -Κανείς. Αλλά έτσι είναι.
   -Τότε μπορώ να πω ότι είναι καθήκον μας να αφαιρούμε τη ζωή μας αν δεν μας αρέσει. Ούτε κι αυτό το λέει κανείς αλλά έτσι είναι.
   -Δεν έχεις δίκιο, απάντησε η Σιμόνα. Γεννιόμαστε για να ζούμε κι όχι για ν’ αφαιρούμε τη ζωή μας. Μόνο ένας άρρωστος και πνευματικά απονεκρωμένος μπορεί να λέει ότι η ζωή δεν αξίζει.
   -Ώστε πιστεύεις ότι ο Τ. ήταν άρρωστος και πνευματικά απονεκρωμένος;
   -Ναι, τη στιγμή που αυτοκτόνησε έτσι ήταν.
   Ο Τζιάκομο κυριεύτηκε από τον πειρασμό να τη ρωτήσει αν αυτά που έλεγε απηχούσαν τη γραμμή του κόμματος, πράγμα που ήταν ολοφάνερο από το πείσμα στη φωνή της, αυτό ακριβώς που τον ερέθιζε τόσο πολύ. Αυτή τη φορά ωστόσο κατάφερε να συγκρατηθεί.
   Οι δυο νιόπαντροι είχαν κατέβει όλη την πλαγιά και διέσχιζαν τώρα μια ξερή επίπεδη περιοχή με θάμνους και αγριαπιδιές. Έπειτα, αφού ένιωσαν πάλι το βράχο κάτω από τα πόδια τους, βρέθηκαν αναπάντεχα μπροστά στο φάρο, χτισμένο στην άκρη του δρόμου. Στην άκρη αυτή νόμιζες ότι τελείωνε η ανθρώπινη κτήση. Από κει και πέρα άρχιζε ένας νέος κόσμος ακατοίκητος, άχρωμος και πέτρινος. Όσο κατέβαιναν προς τη θάλασσα ανάμεσα στις πέτρες τόσο πιο ψηλά ανέβαινε ο φάρος. Σε μια στροφή έπεσαν σ’ ένα λιμανάκι με μαύρους βράχους γύρω-γύρω, φαγωμένους από την αρμύρα. Η Σιμόνα κατέβηκε τρέχοντας στην τσιμεντένια εξέδρα και φώναξε χαρούμενη:
   -Αριστούργημα! Ακριβώς αυτό που γύρευα! Μπορούμε να κολυμπήσουμε τώρα. Όλο το μέρος είναι δικό μας. Είμαστε ολομόναχοι.
   Δεν είχε αποσώσει τα λόγια της όταν ακούστηκε μέσα από το βράχο μια αντρική φωνή.
   -Σιμόνα! Τι ευχάριστη έκπληξη!
   Γύρισαν να δουν. Και όταν μαζί με τη φωνή πρόβαλε κι ένα πρόσωπο μέσα από τους βράχους η Σιμόνα αναφώνησε:
   -Λίβιο! Τι κάνεις! Και συ εδώ; Μα τι γυρεύεις εσύ εδώ;
   Ο άντρας που εμφανίστηκε μπροστά τους ήταν νέος, κοντός, αλλά δυνατός με φαρδιές πλάτες. Το κεφάλι του ερχόταν σε αντίθεση με το αθλητικό του σώμα. Ήταν φαλακρός με λίγες τρίχες στα πλάγια και στο σβέρκο. Στο πλακουτσωτό πρόσωπό του υπήρχε μια έκφραση πνευματικού ανθρώπου. «Κουναβίσιο πρόσωπο», σκέφτηκε ο Τζιάκομο που τον αντιπάθησε από την πρώτη στιγμή που τον είδε. Ένα πρόσωπο που έκρυβε περισσότερο πονηριά και απάτη παρά πνευματική καλλιέργεια. Τον εγνώριζε εξ όψεως μόνο, αλλά ήξερε ότι δούλευε στο ίδιο γραφείο με τη γυναίκα του. Ο Λίβιο ήταν τώρα απέναντί τους τραβώντας το κόκκινο κοντόστενο και ξεθωριασμένο παντελονάκι του.
   -Ό,τι γυρεύεις και συ θαρρώ, απάντησε ο Λίβιο πλησιάζοντας.
   Η Σιμόνα αποκρίθηκε τότε μ’ ένα τρόπο που ικανοποίησε τον Τζιάκομο.
   -Μην είσαι και τόσο βέβαιος… Εκτός αν παντρεύτηκες κι εσύ… Εγώ βρίσκομαι εδώ για το μήνα του μέλιτος… Γνωρίζεις τον άντρα μου;
   -Βεβαίως γνωριζόμαστε, είπε αμέσως ο Λίβιο πηδώντας πάνω σε μια τετράγωνη πέτρα και σφίγγοντας τόσο πολύ το χέρι του Τζιάκομο που τον έκανε να ζαρώσει από τον πόνο. Συναντηθήκαμε στη Ρώμη.
   Ο Λίβιο γύρισε μετά προς τη Σιμόνα και πρόσθεσε:
   -Είχα ακούσει κάτι σχετικό για το γάμο σου. Θα ‘πρεπε να το είχες πει στους συντρόφους. Θέλουν τόσο πολύ να μοιραστούν τη χαρά σου.
   Όλα αυτά ειπώθηκαν σ’ ένα άχρωμο, εμπορικό τόνο, χωρίς όμως να λείπει η συγκίνηση. Ο Τζιάκομο παρατήρησε ότι η Σιμόνα χαμογελούσε και περίμενε το Λίβιο να συνεχίσει. Εκείνος στεκόταν ακίνητος, ίδιο μπρούτζινο άγαλμα σε πέτρινο βάθρο, με το παντελονάκι μαζεμένο ψηλά στους τεράστιους μηρούς του και με τους μυς του να ξεχωρίζουν σ’ όλο το σώμα του. Από κει πάνω μιλούσε στους νιόπαντρους. Ο Τζιάκομο αντιλήφτηκε σύντομα ότι ο Λίβιο και η Σιμόνα τον είχαν αφήσει έξω από τη συζήτηση. Αποτραβήχτηκε λίγο ακούγοντας πάντα με προσοχή τι έλεγαν. Κουβέντιασαν για μερικά λεπτά της ώρας τελείως ακίνητοι, ρωτώντας ο ένας τον άλλον για διάφορα πρόσωπα του κόμματος και για το πού πέρασαν τις διακοπές τους.
   Εκείνο που έκανε εντύπωση στον Τζιάκομο δεν ήταν τόσο αυτά που έλεγαν όσο ο τρόπος που τα έλεγαν. Γιατί του φάνηκε άσχημος; Υπήρχε κατ’ αρχήν κάτι το συνωμοτικό, συμπέρανε ο Τζιάκομο. Κάτι που φανέρωνε ένα μυστικό δεσμό, που δεν ήταν ούτε φιλικός ούτε οικογενειακός. Για μια στιγμή παρά λίγο να πιστέψει ότι ο τρόπος που μιλούσαν δεν διέφερε σε τίποτε από τον τρόπο που κουβεντιάζουν μεταξύ τους οι υπάλληλοι μιας τράπεζας ή ενός υπουργείου. Όταν όμως σκέφτηκε καλύτερα, κατάλαβε ότι υπήρχε ριζική διαφορά. Η Σιμόνα και ο Λίβιο μιλούσαν… Έψαξε πολύ ώρα να βρει έναν ακριβή ορισμό… Μιλούσαν όπως δυο καλόγεροι ή δυο καλόγριες όταν ανταμώνουν μεταξύ τους. Αλλά γιατί να του φανεί άσχημος αυτός ο τρόπος; Όχι βέβαια επειδή δεν συμφωνούσε με τις πολιτικές ιδέες του Λίβιου και της Σιμόνας. Σε μια λογική συζήτηση μπορούσε ίσως να παραδεχτεί ότι οι ιδέες αυτές είχαν κάποια βάση. Καμιά λογική εξήγηση λοιπόν για την εχθρότητά του. Σκοτεινή παρέμενε η αιτία και γι’ αυτόν τον ίδιο. Του πέρασε από το νου ότι η αιτία ήταν η ζήλεια του, ο φόβος του μήπως χάσει ολότελα τη Σιμόνα λόγω των κομματικών της σχέσεων. Όσην ώρα στριφογύριζαν στο μυαλό του οι σκέψεις αυτές, η έκφρασή του γινόταν περισσότερο σκυθρωπή και βλοσυρή. Έτσι όταν η Σιμόνα πήγε κοντά του χαρούμενη και γελαστή, φώναξε κατάπληχτη:
   -Μα τι έπαθες; Φαίνεσαι πολύ κακόκεφος.
   -Τίποτε… Η ζέστη φταίει.
   -Ας βουτήξουμε στη θάλασσα… Αλλά πού θ’ αλλάξουμε;
   -Ακολούθησέ με… Από δω.
   Ο Τζιάκομο ήξερε καλά το μέρος και οδήγησε τη Σιμόνα μέσα από ένα στενό πέρασμα ανάμεσα στους βράχους. Πέρασαν πίσω από τους βράχους, κατέβηκαν πιο χαμηλά, προχώρησαν ολόγυρα και βρέθηκαν μπροστά σε μιαν όχθη, που έκρυβε μια μικροσκοπική ακτή με ψιλή μαύρη άμμο. Γυαλιστεροί βράχοι γύρω από μια λιμνούλα με ρηχά νερά και μαύρα φύκια υψώνονταν σαν προστατευτικά τείχη. Η τοποθεσία δημιουργούσε την εντύπωση ενός δωματίου με σκεπή τον ουρανό, το υγρό στοιχείο για πάτωμα και τους βράχους για τοίχους.
   -Κανένα μέρος για κολύμπι δεν μπορεί να συγκριθεί μ’ αυτό εδώ, παρατήρησε ο Τζιάκομο κοιτώντας τριγύρω.
   -Επιτέλους μπορώ να βγάλω τα ρούχα μου, είπε η Σιμόνα και αναστέναξε με ανακούφιση.
   Ακούμπησε την τσάντα της πάνω στην άμμο κι έσκυψε να πάρει το μαγιό της. Την ίδια στιγμή στηριγμένος σ’ ένα βράχο ο Τζιάκομο έβγαλε αστραπιαία το παντελόνι του και το πουκάμισό του. Στη θέα του γυμνού κορμιού του η Σιμόνα γέλασε νευρικά.
   -Σε τέτοια μέρη κολυμπάνε και χωρίς μαγιό, ή όχι;
   -Δυστυχώς είναι αδύνατο να βρεθεί κανείς εντελώς μόνος, αποκρίθηκε ο Τζιάκομο έχοντας στο νου του το Λίβιο.
   Ολόγυμνος και ξυπόλυτος, περπατώντας πάνω στην κρύα άμμο προχώρησε προς το μέρος της. Η Σιμόνα έβγαζε τη μπλούζα της και δεν τον πρόσεξε. Η γύμνια της, σκέφτηκε ο Τζιάκομο, την έκανε περισσότερο παρθενική. Στο χαμηλό στήθος της είδε δυο βαθυκόκκινες ρόγες με τη λάμψη της αγνότητας, ανέπαφες ως τώρα από αντρικό χάδι. Ήταν τόσο διάχυτη η παρθενικότητα της Σιμόνας, που ο Τζιάκομο δεν τόλμησε να την αγκαλιάσει όπως σκόπευε, απλώς στάθηκε δίπλα της.
   Η Σιμόνα τίναξε πίσω τ’ ανασηκωμένα μαλλιά της και φώναξε έκπληκτη:
   -Μα τι κάνεις εσύ εδώ; Γιατί δε φοράς το παντελόνι σου;
   -Θέλω να γίνεις δική μου εδώ…, είπε ο Τζιάκομο.
   -Πάνω στα βράχια αυτά; Τρελός είσαι;
   -Όχι, δεν είμαι τρελός.
   Κοιτούσαν ο ένας τον άλλον. Ο Τζιάκομο ολόγυμνος και η γυναίκα του γυμνή ως τη μέση. Η Σιμόνα σταύρωσε τα χέρια πάνω στο στήθος της, σα να ‘θελε να το στηρίξει και να το προστατέψει. Πρόσθεσε ικετευτικά:
   -Ας περιμένουμε να ‘ρθει το βράδυ… Στο μεταξύ ας κολυμπήσουμε λίγο… Σε παρακαλώ…
   -Το βράδυ; Θα το αναβάλεις πάλι.
   -Όχι, απόψε θα ‘ναι πολύ διαφορετικά.
   Ο Τζιάκομο απομακρύνθηκε βουβός και το πήρε απόφαση να φορέσει το σορτ. Ήσυχη τώρα η Σιμόνα έβαλε γρήγορα – γρήγορα το μπικίνι της, και φώναξε χαρούμενη:
   -Πάω να κολυμπήσω, αν μ’ αγαπάς ακολούθησέ με.
   Η Σιμόνα κοντοστάθηκε κι έβαλε το πόδι της στο μαύρο και πηχτό από τα φύκια νερό.
   -Η θάλασσα είναι πολύ θολή εδώ… είπε. Ίδιος λασπόλακκος. Ας πάμε καλύτερα εκεί που είμαστε.
   -Μα δεν είμαστε μόνοι μας εκεί.
   -Α, όσο γι’ αυτό έχουμε καιρό μπροστά μας.
   Ξαναγύρισαν στο λιμανάκι και βρήκαν το Λίβιο να λιάζεται πάνω στην τσιμεντένια εξέδρα, ξαπλωμένος και ακίνητος σα νεκρός. Η στάση του αυτή έκανε τον Τζιάκομο να τον αντιπαθήσει περισσότερο. Ναι, ο Λίβιο ήταν από τους ανθρώπους που μαυρίζουν για να κάνουν επίδειξη του ανδρισμού τους, φορώντας κοντόστενα παντελονάκια. Μόλις ο Λίβιο είδε να έρχεται το ζευγάρι, πετάχτηκε όρθιος και φώναξε:
   -Έλα, Σιμόνα. Ας κάνουμε μια βουτιά να δούμε ποιος θα φτάσει πρώτος σε κείνο το βράχο.
   -Θα μ’ αφήσεις να τρέξω τουλάχιστο ένα μέτρο μπροστά, είπε πρόσχαρα η Σιμόνα ξεχνώντας την παρουσία του άντρα της.
   -Αφού το θέλεις, θα σ’ αφήσω να προπορευτείς τρία μέτρα.
   «Εδώ λοιπόν είμαστε», σκέφτηκε άθελά του ο Τζιάκομο. Ο ίδιος κλειστός συνωμοτικός κομματικός τρόπος. Με τον ενδόμυχο αυτό τρόπο ποτέ δεν του είχε μιλήσει η Σιμόνα, μολονότι ήσαν παντρεμένοι. Ίσως, μάλιστα, να μην του μιλούσε ποτέ έτσι. Καθισμένος σ’ ένα επίπεδο βράχο, λίγο πιο ψηλά από την εξέδρα, ο Τζιάκομο είδε τη γυναίκα του να βουτά αδέξια στη θάλασσα, να γλιστράει έπειτα σα σκιά κάτω από την επιφάνεια και να βγαίνει έξω με το ξανθό της κεφάλι στάζοντας νερό.
   -Παρά λίγο να σκάσει η κοιλιά σου, φώναξε ο Λίβιο και ακολούθησε τη Σιμόνα με μιαν άψογη βουτιά.
   Κολύμπησε κι αυτός κάτω από το νερό, σε πολύ μεγαλύτερη απόσταση από τη Σιμόνα. Όταν βγήκε στην επιφάνεια, την είχε αφήσει κιόλας πολύ πίσω του. Τον Τζιάκομο τον βασάνιζε τώρα η σκέψη μήπως αυτός ο «κομματικός τρόπος» δεν ήταν διόλου πλάσμα της φαντασίας του κι ακόμη μήπως η Σιμόνα και ο Λίβιο είχαν στο παρελθόν στενές σχέσεις. Κατέληξε  αμέσως στο συμπέρασμα ότι η δεύτερη εκδοχή ήταν λιγότερο δυσάρεστη από την πρώτη. Αν μάλιστα φανέρωνε στη Σιμόνα ότι την υποψιαζόταν, αυτή θα γινόταν έξω φρενών και θα τον αποκαλούσε «μπουρζουά», αν όχι «πονηρέ και ακάθαρτε άνθρωπε».
   Έτσι την ίδια στιγμή απέρριψε κατηγορηματικά την ιδέα αυτή. Ναι, ήσαν σύντροφοι, όπως είχε πει η Σιμόνα, και τίποτε περισσότερο. Εκείνο όμως που τον έκανε ν’ απορεί ακόμη ήταν ότι ο ίδιος τους ήθελε μάλλον εραστές παρά συντρόφους. Με μια δισταχτική προσπάθεια καλής θελήσεως εξήγησε στον εαυτό του ότι η ζήλεια του ήταν ανόητη και κατά συνέπεια έπρεπε να απαλλαγεί από το κόμπλεξ αυτό… Στο μεταξύ δεν έπαυε να παρακολουθεί τη Σιμόνα και το Λίβιο που κολυμπούσαν στο πράσινο αστραφτερό νερό και τραβούσαν για τον ολοστρόγγυλο βράχο που ξεμύτιζε μακριά, εκεί που τελείωνε το λιμανάκι. Πρώτος έφτασε ο Λίβιο. Στάθηκε όρθιος σε μια προεξοχή, κοίταξε τη Σιμόνα που είχε μείνει πίσω και φώναξε:
   -Νίκησα! Ξευτελίστηκες ολότελα!
   -Να μιλάς για τον εαυτό σου, αποκρίθηκε η Σιμόνα.
   Σ’ αυτού του είδους τα προσβλητικά πειράγματα έπρεπε να είχε καταφύγει και ο ίδιος, αναλογίστηκε ο Τζιάκομο. Αν δεν χαριτολογούσαν με τον τρόπο αυτό στο μήνα του μέλιτος, πότε θα ξανάβρισκαν την ευκαιρία; Σηκώθηκε όρθιος με ύφος αποφασισμένου ανθρώπου, προχώρησε πάνω στην εξέδρα, βούτηξε στη θάλασσα και τράβηξε να τους βρει. Η κοιλιά του όμως είχε σκάσει πάνω στο νερό και ο πόνος τον έκανε τώρα να λυσσά από το κακό του. Προχώρησε για λίγο κολυμπώντας κάτω από την επιφάνεια, κι έπειτα κατευθύνθηκε προς το βράχο που βρίσκονταν η Σιμόνα και ο Λίβιο. Τους είδε να κάθονται πλάι – πλάι και να κουβεντιάζουν ασταμάτητα κουνώντας τα πόδια τους μέσα στο νερό. Δεν του άρεσε καθόλου το θέαμα. Η χαρά που είχε νιώσει όταν βούτηξε ζεστός και σκονισμένος στο νερό χάθηκε μονομιάς. Συνέχισε να κολυμπά οργισμένος κι όταν έφτασε στο βράχο πιάστηκε από μιαν άκρη και ξέπνοος πρόφερε:
   -Το ξέρεις ότι το νερό είναι παγωμένο;
   -Εμένα μού φάνηκε ζεστό, είπε η Σιμόνα διακόπτοντας για μια στιγμή τη συζήτηση και ρίχνοντας μια ματιά στον Τζιάκομο.
   -Εγώ κολυμπάω σ’ αυτά εδώ τα νερά τον Απρίλιο, μπήκε στη μέση ο Λίβιο. Τότε η θάλασσα ήταν στ’ αλήθεια παγωμένη.
   -Ήσουν μόνος; ρώτησε η Σιμόνα και η περιέργειά της φάνηκε στον Τζιάκομο σαν φλερτάρισμα.
    -Όχι, είχα έρθει με τη Νέλλα, απαντησε ο Λίβιο.
   Ο Τζιάκομο προσπαθούσε ν’ αναρριχηθεί στο βράχο, αλλά το μόνο μέρος όπου μπορούσε  να πιαστεί και να στηριχτεί ήταν το σημείο που κάθονταν η γυναίκα του και ο Λίβιο. Αυτοί οι δυο δεν φαίνονταν όμως, να υποψιάζονται την αγωνία του και την πάλη του ν’ αγκιστρωθεί κάπου, ούτε φυσικά ο ίδιος το έβρισκε σωστό να τους πει να κουνηθούν λιγάκι από τη θέση τους. Τελικά κατάφερε να πιαστεί από μιαν άκρη γεμάτη αγκυλωτές προεξοχές. Ένιωσε τέτοιο πόνο στην παλάμη του, που νόμισε πως κάποια σουβλερή πετρίτσα είχε μπει βαθιά μέσα στη σάρκα του. Κι όταν βρέθηκε επιτέλους καθισμένος πάνω στο βράχο, οι άλλοι δυο έβγαλαν μια άγρια κραυγή: «Πίσω πάλι!» και βούτηξαν στο νερό πιτσιλίζοντας τον Τζιάκομο. Έξαλλος από το θυμό του, τους έβλεπε τώρα ν’ αγωνίζονται ποιος θα βγει πρώτος στην παραλία. Μόνο όταν ξαναβρήκε την ηρεμία του βούτηξε κι αυτός στη θάλασσα και τους ακολούθησε από μακριά. Στην παραλία βρήκε τη Σιμόνα και το Λίβιο να κάθονται κάτω από τον ίσκιο ενός βράχου. Είδε μάλιστα τη γυναίκα του ν’ ανοίγει το κουτάκι με το φαγητό που είχε στην τσάντα της.
   -Ας φάμε κάτι πρόχειρο, είπε η Σιμόνα στον Τζιάκομο που τους πλησίαζε. Πρέπει, όμως, να μοιραστούμε ό,τι έχουμε με το Λίβιο. Λέει ότι σκοπεύει ν’ ανέβει πάλι στο βουνό, αλλά μ’ αυτή τη ζέστη είναι τρέλα.
   Χωρίς να πει κουβέντα ο Τζιάκομο κάθησε δίπλα τους πάνω στα βράχια. Το κουτί περιείχε δυστυχώς ελάχιστα φαγώσιμα: λίγα σάντουιτς με κρέας, δυο αυγά βρασμένα σφιχτά και μια μποτίλια κρασί.
   -Θα πρέπει ν’ αρκεστεί σε πολύ λίγα πράγματα ο Λίβιο, είπε τραχιά ο Τζιάκομο.
   -Μην στενοχωριέσαι, αποκρίθηκε εύθυμα ο Λίβιο. Είμαι ολιγαρκής άνθρωπος.
   Χαρούμενη όσο ποτέ άλλοτε η Σιμόνα κάθησε σταυροπόδι να κάνει τη μοιρασιά. Έδωσε από ένα σάντουιτς στους άντρες και δάγκωσε πρώτη το δικό της ρωτώντας το Λίβιο:
   -Πώς τα κατάφερες να μαυρίσεις;
   -Ήμουν στον Τίβερη, απάντησε.
   -Πολύ αρέσουν στην ομάδα σου τα ποτάμια, ή όχι Λίβιε; ρώτησε η Σιμόνα ανάμεσα σε δυο δαγκωνιές.
   -Σε όλους εκτός από τη Ρεγγίνα. Δεν της αρέσουν καθόλου οι διακοπές σε ποτάμια. Λέει ότι δεν τις βρίσκει αρκετά αριστοκρατικές.
   Όλα αυτά που κουβέντιαζαν η Σιμόνα και ο Λίβιο φάνηκαν ασήμαντα και παιδιάστικα στον Τζιάκομο. Κι όμως υπήρχε περισσότερο φιλική επαφή ανάμεσα σ’ αυτούς τους δυο παρά σ’ αυτόν και την γυναίκα του.
   -Όσο κι αν προσπαθήσει, ποτέ δεν θα μπορέσει η Ρεγγίνα ν’ απαλλαγεί από τον παλιό της εαυτό, παρατήρησε η Σιμόνα.
   -Ποια είναι αυτή η Ρεγγίνα; ρώτησε ο Τζιάκομο.
   -Μια φίλη του κόμματος…, κόρη πλούσιου γαιοχτήμονα, εξαιρετικό κορίτσι, εξήγησε ο Λίβιο. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο πράγμα να σβήσει κανείς ένα παλιό «σήμα κατατεθέν».
   -Στην προκειμένη περίπτωση ποιο «σήμα κατατεθέν» εννοείς;
   -Της αριστοκρατίας.
   -Αν έρθει το κόμμα σου στην εξουσία, είπε ο Τζιάκομο ασυγκράτητος πια, θα υποχρεωθείτε να σβήσετε το σήμα αυτό από εκατομμύρια ανθρώπους.
   -Αυτό ακριβώς θα κάνουμε, είπε ο Λίβιο με απόλυτη βεβαιότητα. Αυτή είναι η δουλειά μας ή μήπως κάνω λάθος, Σιμόνα;
   Το στόμα της Σιμόνας ήταν γεμάτο, αλλά συμφώνησε με το Λίβιο μ’ ένα της νεύμα.
   -Η ιταλική αριστοκρατία είναι σκληρό καρύδι, συνέχισε ο Λίβιο, στο τέλος όμως θα το σπάσουμε έστω κι αν υποχρεωθούμε να ξεκαθαρίσουμε ένα μεγάλο ποσοστό.
   -Υπάρχει το ενδεχόμενο να φάτε εσείς το κεφάλι σας, αντέκρουσε ο Τζιάκομο.
   -Ο κίνδυνος αυτός συμπεριλαμβάνεται μέσα στο επάγγελμά μας, πρόσθεσε ο Λίβιο.
   Ο Τζιάκομο πρόσεξε ότι η Σιμόνα δυσφορούσε με τη σκληρότητα του Λίβιο. Στην τελευταία μάλιστα παρατήρησή του συνοφρυώθηκε και δεν πρόσφερε ούτε λέξη επιδοκιμασίας. Φαίνεται ότι ο Λίβιο το μυρίστηκε αυτό γιατί άλλαξε αμέσως θέμα.
   -Ειλικρινά, Σιμόνα, θα ‘πρεπε να μας πεις ότι θα παντρευόσουν. Υπάρχουν πράγματα που δεν πρέπει να τα κρύβουμε.
   -Τ’ αποφασίσαμε μέσα σε μια μέρα, αποκρίθηκε η Σιμόνα και στη φωνή της διέκρινες μια νότα συμπάθειας για τον Τζιάκομο. Μόνο οι μάρτυρες ήσαν παρόντες. Ακόμη και οι γονείς μας απουσίαζαν.
   -Μήπως δεν τους θέλατε;
   -Ούτε εμείς τους θέλαμε ούτε κι αυτοί το επιθυμούσαν πολύ. Ο πατέρας και η μητέρα του Τζιάκομο δεν με ήθελαν για γυναίκα του γιού τους.
   -Επειδή είσαι στην άκρα αριστερά, αυτό δεν είναι;
   -Όχι, παρενέβη ο Τζιάκομο. Η δική μου οικογένεια δεν ενδιαφέρεται για τα πολιτικά. Η μητέρα μου είχε στο νου της ένα άλλο κορίτσι…
   -Ίσως δεν ενδιαφέρονται για τα πολιτικά, όπως λες, πρόσθεσε ο Λίβιο με μπουκωμένο το στόμα, υπάρχουν όμως παντού πολιτικές επιπλοκές. Πώς θα μπορούσε άλλωστε να είναι διαφορετικά; Σ’ όλα τα πράγματα υπάρχει η πολιτική σήμερα.
   Πολύ σωστά, αναλογίστηκε ο Τζιάκομο. Ακόμη και στο μήνα του μέλιτος και στο πρώτο αγκάλιασμα δυο νιόπαντρων ανθρώπων. Έπειτα, ενοχλημένος από το δικό τρόπο σκέψεως, πήρε τα σφιχτοβρασμένα αυγά και τα πρότεινε στη Σιμόνα και το Λίβιο.
   -Μπορείτε να τα φάτε εσείς οι δυο, είπε. Εγώ δεν πεινάω.
   -Άσε τ’ αστεία τώρα, πρόφερε ο Λίβιο χωρίς να κρύβει την έκπληξή του.
   -Γιατί δεν πεινάς; Ρώτησε η Σιμόνα.
   -Ο καταραμένος ο σορόκος, φταίει.
   Ο Λίβιο κοίταξε το συννεφιασμένο ουρανό.
   -Θα ‘χουμε καταιγίδα πριν ακόμη νυχτώσει, είπε. Σας  το υπογράφω αυτό.
  Ο Λίβιο συζητούσε με τυποποιημένες εκφράσεις και για τετριμμένα πράγματα, σκέφτηκε ο Τζιάκομο. Στη Σιμόνα φαινόταν ν’ αρέσει αυτό το είδος της συζητήσεως. Περισσότερο την ικανοποιούσαν οι εύκολες διατυπώσεις παρά οι δικές του προσπάθειες να εκφράσει συγκινήσεις που ήταν δύσκολο αν όχι ακατόρθωτο να διατυπωθούν με λέξεις.
   -Ας ξαπλώσουμε τώρα να λιαστούμε, είπε η Σιμόνα που στο μεταξύ είχε τελειώσει το φαγητό της.
   -Θα καθίσεις για μαξιλάρι, Σιμόνα; ρώτησε ο Λίβιο και γλίστρησε με πρόθεση ν’ ακουμπήσει το κεφάλι του πάνω στο πόδι της.
   Για πρώτη φορά η Σιμόνα έλαβε υπόψη της την παρουσία του άντρα της.
   -Κάνει πολύ ζέστη κι έπειτα είσαι πολύ βαρύς.
   Με τις άκρες των ματιών της κοίταξε τον Τζιάκομο σα να ‘θελε να πει «από δω και μπρος δεν θ’ αφήσω κανέναν άλλον να μ’ αγγίξει». Ο Τζιάκομο ξαναβρήκε το κέφι του και για μια ακόμη φορά πίστεψε ότι ο έρωτας ανάμεσά τους δεν ήταν μια ολότελα χαμένη υπόθεση. Με τη σκέψη αυτή σηκώθηκε και είπε:
   -Πάμε μια βόλτα στα βράχια;
   -Πάμε, αποκρίθηκε η Σιμόνα πρόθυμα ακολουθώντας το παράδειγμά του.
   Γυρνώντας προς το Λίβιο πρόσθεσε:
   -Θα σε δω αργότερα… Εμείς φεύγουμε για εξερευνητική αποστολή.
   -Καλή διασκέδαση, φώναξε ο Λίβιο.
   Η Σιμόνα μπήκε μπροστά και προχώρησε από το μέρος που της είχε δείξει προηγουμένως ο άντρας της. Τράβηξε γραμμή για την κρυφή ακτή. Λίγο αργότερα κάθησε στον ίσκιο ενός βράχου και κοίταξε τον Τζιάκομο.
   -Ξάπλωσε και βάλε το κεφάλι σου στα πόδια μου, είπε. Θα είναι πιο αναπαυτικά έτσι.
   Τρελός από χαρά ο Τζιάκομο άρπαξε τη Σιμόνα στην αγκαλιά του και την έσφιξε δυνατά. Τη φίλησε και η Σιμόνα ανταποκρίθηκε μ’ ένα δεύτερο φιλί, φυσώντας όμως ηχηρά από τη μύτη της σα να υπόφερε. Όταν χωρίστηκαν από τ’ αγκάλιασμα, η Σιμόνα επανέλαβε:
   -Ξάπλωσε να πάρουμε έναν υπνάκο μαζί…
   Η Σιμόνα τεντώθηκε πρώτη πάνω στο βράχο. Η αγάπη πλημμύριζε τώρα την καρδιά του Τζιάκομο. Ξάπλωσε κι αυτός και ακούμπησε το κεφάκι του πάνω στα πόδια της. Έκλεισε τα μάτια του και η Σιμόνα άρχις να του χαϊδεύει το μάγουλο. Αργά και δισταχτικά πέρασε το χέρι της από το μάγουλό του στο σαγόνι του κι από κει στην κορυφή του κεφαλιού του. Έπειτα έβαλε τα δάχτυλά της ανάμεσα στα μαλλιά του. Όταν ο Τζιάκομο άνοιξε για μια στιγμούλα τα μάτια του, είδε τη Σιμόνα να τον κοιτάζει με παιδιάστικη αφοσίωση και περιέργεια. Το βλέμμα της αντάμωσε το δικό του. Τον φίλησε τότε στα μάτια και του είπε να κοιμηθεί. Ο Τζιάκομο έκλεισε πάλι τα μάτια του και αφέθηκε ν’ απολαμβάνει το ανάλαφρο άγγιγμα από το ακούραστο μικρό χέρι της Σιμόνας μέχρι που τον πήρε ο ύπνος. Κοιμήθηκε, άγνωστο για πόση ώρα. Ξύπνησε παγωμένος. Η Σιμόνα ήταν στην ίδια ακριβώς θέση και το κεφάλι του στα πόδια της. Κοιτώντας ψηλά κατάλαβε γιατί ένιωθε τόση κρυάδα. Μαύρα βαριά σύννεφα που προμηνούσαν καταιγίδα σκέπαζαν τον ουρανό.
   -Πόσο κοιμήθηκα; ρώτησε τη Σιμόνα.
   -Μια ώρα περίπου.
   -Εσύ;
   -Δεν κοιμήθηκα. Κοίταζα εσένα.
   -Ο ήλιος χάθηκε.
   -Ναι.
   -Θα ‘χουμε γερή μπόρα.
   -Ο Λίβιο έφυγε, είπε η Σιμόνα, αντί για άλλη απάντηση.
   -Ποιος είναι αυτός ο Λίβιο, τέλος πάντων; ρώτησε ο Τζιάκομο χωρίς να μετακινηθεί από τη θέση του.
   -Σύντροφος του κόμματος και φίλος.
   -Δεν μου καίγεται καρφί γι’ αυτόν.
   -Το ξέρω, είπε η Σιμόνα  χαμογελώντας. Δεν άφησες αμφιβολία γι’ αυτό. Όταν έφευγε ο Λίβιο έδειξε εσένα που κοιμόσουν και μουρμούρισε: «Τι συμβαίνει; Μήπως θύμωσε μαζί μου;».
   -Όχι δεν θύμωσα μαζί του… Η αλήθεια είναι όμως ότι δεν έχει τρόπους. Εγώ είμαι που περνάω το μήνα του μέλιτος μαζί σου κι όχι αυτός.
   -Είναι καλός άνθρωπος.
   -Ήσουν ερωτευμένη μαζί του, παραδέξου το.
   Η Σιμόνα αντέδρασε μ’ ένα αθώο, καθαρό και δυνατό γέλιο.
   -Τρελός είσαι; Πώς θα μπορούσα να ερωτευτώ έναν άνθρωπο που δεν με συγκινεί;
   - Ο τρόπος όμως που μιλούσατε μεταξύ σας…
    - Είναι σύντροφος, επανέλαβε η Σιμόνα. Μ’ αυτό τον τρόπο μιλάμε μεταξύ μας.
   Έμεινε σιωπηλή για μια στιγμή κι έπειτα πρόσθεσε με απροσδόκητη αυστηρότητα:
   -Δεν είναι έξυπνος άνθρωπος. Γι’ αυτό δεν με συγκινεί.
   -Είναι το ίδιο ανόητος όπως ένας αστοιχείωτος.
   -Είπε πολλές ανοησίες, συνέχισε θυμωμένη η Σιμόνα. Είπε ότι στην ανάγκη θα σκοτώναμε ανθρώπους… Ξέρει πολύ καλά τι θα κάναμε, αλλά όλα αυτά τα είπε για επίδειξη… Ωστόσο τέτοιες ανεξέλεγκτες κουβέντες κάνουν κακό στο Κόμμα.
   -Να λοιπόν που εσύ είσαι εκείνη που θύμωσε μαζί του.
   - Όχι, δεν θύμωσα μαζί του, αλλά δεν είχε κανένα δικαίωμα να μιλά με τον τρόπο αυτό, είπε η Σιμόνα και πρόσθεσε πιο ψυχρά: Στην πραγματικότητα είναι πολύτιμος άνθρωπος για το Κόμμα κι ας μην είναι και τόσο ευφυής. Πιστεύει στο Κόμμα τυφλά και είναι έτοιμος να κάνει ό,τι του ζητήσουν.
   - Κι εγώ τι αξία έχω; Τόλμησε να ρωτήσει αστειευόμενος ο Τζιάκομο.
   - Καμιά αξία δεν μπορείς να έχεις αφού δεν ανήκεις στις γραμμές μας.
   Ο Τζιάκομο δυσαρεστήθηκε από την απάντηση. Σηκώθηκε και κοίταξε τα σύννεφα που χαμήλωναν.
   -Καλά θα κάνουμε να γυρίσουμε σπίτι πριν αρχίσει να βρέχει. Τι λες και σύ;
   -Ναι, συμφωνώ.
   Ο Τζιάκομο, αφού δίστασε για μια στιγμή, πέρασε το χέρι του στη μέση της Σιμόνας και ρώτησε απαλά.
   -Όταν φτάσουμε στο σπίτι, θα γίνεις δική μου… ε;
   Η Σιμόνα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της γύρισε το πρόσωπό της σε άλλη κατεύθυνση για να μη συναντήσει το βλέμμα του. Με ήσυχο τώρα το νου του, ο Τζιάκομο ντύθηκε αστραπιαία. Λίγα βήματα πιο πέρα η Σιμόνα έβαλε το σορτ και τη ζέρσεϊ μπλούζα της και κρέμασε την εκδρομική τσάντα στον ώμο της. Με ιπποτική στοργή, που πρώτη φορά έδειχνε ο Τζιάκομο, είπε στη Σιμόνα:
   -Θα πάρω εγώ την τσάντα.
   Ξεκίνησαν. Πέρασαν πρώτα από τη μικρή πεδιάδα με τις αγριαπιδιές που η λάμψη από τα ωχρά πράσινα φύλλα τους ήταν τώρα σε αντίθεση με το σκοτεινό ουρανό. Όταν έφτασαν στους πρόποδες του βουνού γύρισαν πίσω τους να δουν. Ο ασπροκόκκινος φάρος έστεκε μπροστά σε μιαν επιβλητική μάζα από μαύρα σύννεφα που προχωρούσαν να καταλάβουν ένα γαλάζιο κομμάτι του ουρανού. Τα σύννεφα έμοιαζαν με πελώρια άγρια θηρία που κάπνιζαν οι κοιλιές τους. Ασύμμετρα κρόσσια ξέφευγαν εδώ και κει, αλλού μαύρα κι αλλού γυαλιστερά, κι έπεφταν χαμηλά πάνω στη θάλασσα. Τα κρόσσια ήσαν τα πρώτα φυσήματα της βροχής που χτένιζαν κιόλας τη θάλασσα. Δυνατός αέρας σηκώθηκε στο μεταξύ και σκέπασε τις αγριαχλαδιές με κίτρινη σκόνη. Μια εκτυφλωτική αστραπή πέρασε ζικ-ζακ κι έσκισε διαγώνια τον ουρανό από την μια άκρη του ορίζοντα στην άλλη. Έπειτα από λίγο άκουσαν τη βροντή που ήταν μάλλον ένα υπόκωφο κροτάλισμα μέσα στα σύννεφα. Ο Τζιάκομο είδε την γυναίκα του να γίνεται κάτωχρη και ενστικτωδώς να σφίγγεται πάνω του.
   -Πεθαίνω από το φόβο μου όταν βλέπω αστραπές, είπε η Σιμόνα κοιτάζοντας τον άντρα της.
   Τα μάτια του Τζιάκομο πλανήθηκαν στον ουρανό με τα μεγάλα μαύρα κι άσπρα μπαλώματα.
   -Η καταιγίδα δεν έφτασε ακόμη εδώ, παρατήρησε ο Τζιάκομο.
   Συνέχισαν την ανηφορική πορεία στο δρομάκι. Κυνηγημένα τα σύννεφα από τον αέρα, που όλο και δυνάμωνε, απομακρύνονταν στο βάθος του ορίζοντα με καλπάζουσα ταχύτητα. Η Σιμόνα τάχυνε το βήμα της σε σημείο που να τρέχει. Ο Τζιάκομο δεν άντεξε στον πειρασμό να την πειράξει.
   -Ώστε φοβάσαι την αστραπή; Τι θα ‘λεγαν οι σύντροφοι γι’ αυτό; Μια καλή μαρξίστρια σαν εσένα δεν μπορεί να κατέχεται από τέτοιους φόβους.
   -Η αστραπή είναι δυνατότερη από μένα, είπε η Σιμόνα με παιδιάστικη φωνή χωρίς να κοιτάξει πίσω της.
   Σκαλοπάτια, στην αρχή στενά και φαρδύτερα πιο πάνω, διευκόλυναν την άνοδο εκεί που τελείωνε η πρώτη πλαγιά. Με μεγάλα καμπυλώματα ο δρομάκος ανέβαινε πιο ψηλά ακόμη, περνώντας μέσα από ελαιώνες. Η Σιμόνα προπορεύτηκε πολύ. Ο Τζιάκομο την έβλεπε να τρέχει είκοσι μέτρα μπροστά του. Στην κορυφή της πλαγιάς σταμάτησαν να πάρουν ανάσα και κοίταξαν γύρω τους. Μπορούσαν τώρα να δουν το Ανακάπρι που έστεκε σίγουρο πίσω από το πράσινο δάσος σαν πόλη αραβική με τα συνεχόμενα σπίτια της, το κωδωνοστάσιο και την θολωτή εκκλησιά της. Ο Τζιάκομο έδειξε το ακρωτήρι με το φάρο που απομακρυνόταν πίσω τους, μέσα στην καταιγίδα που πλησιάζε.
   -Βιάζομαι να φτάσουμε στο σπίτι, είπε η Σιμόνα έχοντας στο νου της τ’ αστροπελέκια.
   Και όταν η ματιά της διασταυρώθηκε με τη ματιά του Τζιάκομο πρόσθεσε:
   -Εσύ τι λες;
   -Συμφωνώ, απάντησε εκείνος χαμηλόφωνα και τρυφερά.
   Ο ανήφορος είχε τελειώσει. Λίγος ακόμη είχε απομείνει, το ίσιο δρομάκι προς το σπίτι που είχαν νοικιάσει, χτισμένο κοντά στην πλαγιά. Περπάτησαν γύρω από τη βίλλα και διέσχισαν έπειτα ένα λιβάδι με βαλανιδιές. Εκεί κοντά, πίσω από τη στροφή του δρόμου, διακρινόταν ο άσπρος τοίχος του σπιτιού. Μπροστά ήταν η σκουριασμένη σιδερένια αυλόπορτα, σε σχήμα ξυλοκερατιάς, παραφορτωμένη με γλάστρες.
   Τα σύννεφα περνούσαν τώρα πάνω από τα κεφάλια τους και ήταν σκοτάδι σαν νύχτα. Η Σιμόνα έσπρωξε δυνατά την αυλόπορτα και προχώρησε χωρίς να περιμένει τον άντρα της. Ο Τζιάκομο κατέβηκε αργά τα μαρμάρινα σκαλιά ανάμεσα στους κάκτους. Στο τέλος ο ουρανός βρόντηξε, πιο δυνατά τούτη τη φορά. Θαρρούσες πως ένα βαγόνι φορτωμένο πέτρες είχε αναποδογυριστεί και κατρακυλούσε στη βουνοπλαγιά. Μέσα από το σπίτι ακούστηκε δυνατή η φωνή της Σιμόνας:
   -Κλείσε καλά την πόρτα!
   Τέσσερα επιπλωμένα δωμάτια είχε το σπίτι και ήταν χτισμένο στην πλαγιά του λόφου ανάμεσα στα δέντρα. Ο Τζιάκομο προχώρησε στα τυφλά. Ηλεκτρικό φως δεν υπήρχε. Μόνο λάμπες πετρελαίου διαφόρων σχημάτων βρίσκονταν στη σειρά πάνω στο τραπέζι του χολ. Σήκωσε το γυαλί μιας λάμπας, άναψε ένα σπίρτο πρώτα κι έπειτα το φυτίλι, ξανάβαλε το λαμπογυάλι στη θέση του και μπήκε στην τραπεζαρία. Κανένας  δεν ήταν μέσα. Μπορούσε όμως ν’ ακούσει τη Σιμόνα που πήγαινε στο διπλανό δωμάτιο. Δεν ήθελε να βρεθεί αμέσως δίπλα της και νιώθοντας διψασμένος γέμισε ένα ποτήρι με άσπρο κρασί. Τελικά πήρε τη λάμπα και τράβηξε για την κρεβατοκάμαρα, βυθισμένη κι αυτή στο σκοτάδι. Το παράθυρο που έβλεπε στον κήπο ήταν ανοιχτό. Από κει ο Τζιάκομο μπορούσε να δει, μέσα στο λιγοστό φως που άφηναν τα βαριά σύννεφα, την ταράτσα και τριγύρω τις λεμονιές φυτεμένες μέσα σε μεγάλες γλάστρες. Η Σιμόνα είχε φορέσει τη ρόμπα της κι έστρωνε το ξέστρωτο ακόμη κρεβάτι. Ο Τζιάκομο ακούμπησε τη λάμπα στο κομοδίνο και ρώτησε:
   -Φοβάσαι και τώρα τις αστραπές;
   Η Σιμόνα ήταν σκυμμένη πάνω από το κρεβάτι και ίσιωνε το σεντόνι. Το ένα πόδι της ήταν λιγάκι τεντωμένο προς τα πίσω.
   -Όχι, είπε και σήκωσε το κορμί της. Τώρα που είμαι στο σπίτι νιώθω περισσότερη ασφάλεια.
   -Εμένα με φοβάσαι;
   -Ποτέ δεν σε φοβήθηκα.
   Ο Τζιάκομο πήγε γύρω από το κρεβάτι και την πήρε στην αγκαλιά του. Όρθιοι στην άκρη του κρεβατιού φιλήθηκαν. Ο Τζιάκομο τράβηξε τότε το κορδονάκι και η ρόμπα της Σιμόνας γλίστρησε από τους ώμους της κάτω χαμηλά στα πόδια της. Η Σιμόνα δεν διέκοψε το φίλημα. Αντίθετα το συνέχισε με μιαν αδέξια θέρμη που την κατέστρεφε το χαρακτηριστικό φύσημα από τη μύτη της. Με ξαφνική τόλμη και αποφασιστικότητα ο Τζιάκομο την απομάκρυνε από την αγκαλιά του.
   -Ξάπλωσε στο κρεβάτι, άντε μπράβο, είπε βιαστικά βγάζοντας τα ρούχα του.
   Η Σιμόνα δίστασε για μια στιγμή κι έπειτα ξάπλωσε. Ο Τζιάκομο ήξερε ότι τώρα ήταν υποταγμένος σε μια ζωώδη παρόρμηση. Σαν να μην ήταν πια μέσα σ’ ένα σπίτι αλλά σε μια σκοτεινή σπηλιά: ένας πρωτόγονος άνθρωπος παρακινημένος από τη δίψα της σάρκας μόνο. Κι όμως υπήρχε κάτι τρυφερό στον τρόπο που πλάγιασε δίπλα στη γυναίκα του. Η Σιμόνα ήταν στραμμένη προς τον τοίχο εκείνη τη στιγμή. Γύρισε όμως απότομα και κρύφτηκε μέσα στα χέρια του. Έμειναν έτσι βουβοί και ακίνητοι για λίγα λεπτά της ώρας. Έπειτα ο Τζιάκομο άρχισε να τη χαϊδεύει αργά και απαλά. Ήθελε να την καταχτήσει με το δικό της παρθενικό τρόπο, χωρίς να φέρει στο προσκήνιο τη δική του ανρική εμπειρία. Με τ’ απαλά χάδια του και τις λέξεις που ψιθύριζε στο αφτί της μέσα από τα μαλλιά της, σκόπευε να μαλακώσει το φόβο της και να την οδηγήσει ασυναίσθητα στην πλήρη υποταγή της.
   Καθόλου δε βιαζόταν. Του φάνηκε μάλιστα ότι με τη νέα ταχτική της υπομονής και της στοργής που ακολουθούσε, θα κέρδιζε εκείνο που δεν μπόρεσε να κερδίσει την προηγούμενη νύχτα με τις βεβιασμένες εκδηλώσεις του. Προοδευτικά έφτασε στο σημείο να πιστέψει ότι σε ανταπόκριση προς τα χάδια του και τα ερωτόλογά του, δεν υποχωρούσε μόνο το σώμα της Σιμόνας, αλλά κι εκείνο το βαθύτερο μέρος του εαυτού της που τόσο είχε αντισταθεί ως τώρα. Η Σιμόνα δε μιλούσε. Η ανάσα της γινόταν όλο και πιο βαριά. Ξαφνικά, σχεδόν άθελά του, ο Τζιάκομο υπέκυψε σε κάποια εσωτερική παρόρμηση και προσπάθησε να την κάνει δική του. Η Σιμόνα φάνηκε να εγκαταλείπεται κάτω από το βάρος του κορμιού του. Γρήγορα όμως επαναστάτησε και άρχισε να παλεύει για ν’ απελευθερωθεί. Μ’ ένα κράμα θυμού και υποταγής ψιθύρισε:
   -Δεν μπορώ, δεν μπορώ!
   Ο Τζιάκομο δεν ήταν πρόθυμος να δεχτεί τώρα τη συναισθηματική της αλλαγή και προσπάθησε να της επιβληθεί με τη βία. Η Σιμόνα αμύνθηκε με χέρια και πόδια, ενώ αυτός έκανε το παν να την καθυποτάξει. Μέσα στη μάχη τα γυμνά κορμιά τους λούστηκαν σ’ έναν πηχτό σαν κόλλα ιδρώτα. Τελικά ο Τζιάκομο έχασε την υπομονή του. Πήδησε κάτω από το κρεβάτι και τράβηξε για το μπάνιο φωνάζοντας:
   -Θα γυρίσω αμέσως.
   Με μια τρελή έμπνευση στο μυαλό του, πλησίασε στο νιπτήρα, πήρε το ξυραφάκι που είχε χρησιμοποιήσει το πρωί για ξύρισμα και το πίεσε πάνω στον αντίχειρα. Ένιωσε την κρύα λεπίδα να κόβει και ν’ ανοίγει τη σάρκα του, αλλά δεν αισθάνθηκε πόνο. Έβαλε ξανά το ξυραφάκι στη θήκη του. Πίεσε το δάχτυλό του και το αίμα έτρεξε άφθονο. Τότε γύρισε στην κρεβατοκάμαρα. Έπεσε πάνω στη γυναίκα του κι άρχισε να τρίβει το ματωμένο δάχτυλο στο σεντόνι, ανάμεσα στα πόδια της. Έπειτα φώναξε οργισμένος:
   -Μπορεί και να μην το πιστεύεις, αλλά δεν είσαι πια παρθένα.
   Τρέμοντας η Σιμόνα ρώτησε:
   -Πώς το ξέρεις;
   -Κοίταξε!
   Πήρε τη λάμπα από το κομοδίνο κι έριξε το φως πάνω στο κρεβάτι. Η Σιμόνα ήταν μαζεμένη στο μαξιλάρι της. Τα γόνατά της ακουμπούσαν στο σαγόνι της και τα χέρια της ήσαν σταυρωμένα πάνω στο στήθος της. Κοίταξε στο μέρος που έριχνε το φως ο Τζιάκομο και είδε ένα μικρό ρυάκι από αίμα. Κλείνοντας τα μάτια της από αηδία ρώτησε:
   -Είσαι βέβαιος;
   -Απόλυτα.
   Την ίδια στιγμή το βλέμμα της έπεσε στο χέρι που κρατούσε τη λάμπα. Το αίμα έτρεχε ακόμη από τον αντίχειρα του Τζιάκομο. Η Σιμόνα άρχισε να φωνάζει παραπονιάρικα:
   -Δεν είναι δικό μου αίμα αυτό. Είναι δικό σου!... Κόπηκες επίτηδες.
   Ο Τζιάκομο έβαλε πάλι τη λάμπα στη θέση της και φώναξε έξαλλος.
   -Είναι το μόνο αίμα που είδα απόψε και που θα βλέπω κάθε νύχτα. Είσαι παρθένα και παρθένα θα μείνεις για πάντα!
   -Γιατί το λες αυτό; Τι σε κάνει να παραφέρεσαι;
   -Αυτή είναι η αλήθεια, απάντησε ο Τζιάκομο. Ποτέ δεν θα γίνεις δική μου. Κάποιο κομμάτι από το είναι σου με εχθρεύεται και θα εξακολουθήσει να με εχθρεύεται.
   -Ποιο κομμάτι θέλεις να πεις;
   -Είσαι πιο κοντά σ’ εκείνον τον ηλίθιο το Λίβιο παρά σε μένα, πρόσθεσε ο Τζιάκομο με τη ζήλεια του ξεσπαθωμένη τελικά. Το κομμάτι που είναι κοντά στο Λίβιο είναι εχθρικό απέναντί μου.
   -Δεν είναι αλήθεια.
   -Είναι αλήθεια. Όπως αλήθεια είναι ότι αν το Κόμμα σου έρθει στην εξουσία θα με καταδώσεις…
   -Ποιος το λέει αυτό;
   -Το είπες εσύ η ίδια σήμερα το πρωί όταν πηγαίναμε στο φάρο.
   -Δεν είπα τίποτε τέτοιο.
   -Τότε λοιπόν τι θα ‘κανες;
   Έπειτα από μια στιγμή δισταγμού η Σιμόνα μουρμούρισε:
   -Γιατί ξεσκαλίζεις τα θέματα αυτά τέτοιες στιγμές;
   -Γιατί σ’ εμποδίζουν να μ’ αγαπήσεις και να γίνεις γυναίκα μου.
   -Δε θα σε μαρτυρούσα στις αρχές, είπε τελικά η Σιμόνα. Θα σ’ εγκατέλειπα, αυτό είναι όλο.
   -Μα υποτίθεται ότι είσαι υποχρεωμένη να καταδίνεις τους εχθρούς σου! φώναξε ο Τζιάκομο οργισμένος όσο ποτέ άλλοτε. Είναι καθήκον σου!
   Κουλουριασμένη ακόμη πάνω στο μαξιλάρι της η Σιμόνα ξέσπασε στο κλάμα.
   -Τζιάκομο, γιατί είσαι τόσο απότομος;… Θ’ αυτοκτονούσα. Αυτό είναι που θα ‘κανα.
   Ο Τζιάκομο δεν είχε πια το κουράγιο να της υπενθυμίσει τα λόγια της, ότι στο δρόμο τους για το φάρο είχε χαρακτηρίσει την αυτοκτονία νοσηρή και απαράδεχτη λύση. Στο κάτω-κάτω η αντίφαση αυτή ήταν γι’ αυτόν περισσότερο κολακευτική από μια ανοιχτή δήλωση αγάπης. Στο μεταξύ, με μουσκεμένα ακόμη τα μάτια της, η Σιμόνα κατέβηκε από το κρεβάτι και πήγε στο ανοιχτό παράθυρο. Ξαπλωμένος ο Τζιάκομο την παρακολουθούσε. Είδε τη γυναίκα του να στέκεται όρθια με το κεφάλι της να γέρνει πάνω στο μπράτσο της, στηριγμένο στο πρεβάζι του παραθυριού. Σε μια στιγμή το δωμάτιο άστραψε από φως. Όλα έλαμψαν: το γυμνό λευκό σώμα της Σιμόνας, ο κήπος και οι λεμονιές στις γλάστρες γύρω από την ταράτσα. Ακούστηκε έπειτα ένας μεταλλικός κρότος και ολόκληρο το δωμάτιο σείστηκε. Με μια κραυγή τρόμου, η Σιμόνα έφυγε τρέχοντας από το παράθυρο και με λυγμούς ρίχτηκε στην αγκαλιά του άντρα της. Ο Τζιάκομο την έσφιξε πάνω του και την ίδια σχεδόν στιγμή η Σιμόνα παραδόθηκε μέσα στα χέρια του.
   Χωρίς καμιά δυσκολία τη φορά αυτή το σώμα της έγινε δικό του. Είχε την εντύπωση ότι ένα κρυμμένο μπουμπούκι με δυο πέταλα είχε ξαφνικά ανοίξει, κι ας ήταν ακόμη αόρατο. Ένα μπουμπούκι που μέσα στη μαύρη νύχτα της σάρκας έπαιζε το ρόλο του ήλιου. Τίποτε δεν ήταν βέβαιο, αναλογίστηκε αργότερα ο Τζιάκομο. Προς το παρόν ωστόσο, του αρκούσε να ξέρει ότι για χάρη του η Σιμόνα θα μπορούσε και ν’ αυτοκτονήσει ακόμη.   
                                                                                                                                                                    

Δεν υπάρχουν σχόλια: