........................................................
Ο καβγάς για τον Μπελογιάννη
Δεν θα είχε νόημα να επαναλάβω ή να συνοψίσω όσα γράφτηκαν εκατέρωθεν για τον Μπελογιάννη.
Αυτοί που ενδιαφέρθηκαν τα γνωρίζουν, αυτοί που δεν τα γνωρίζουν δεν
πρόκειται τώρα να ενδιαφερθούν. Θα ήθελα όμως να επισημάνω μια διάσταση
της αντιδικίας που ίσως ρίξει κάποιο φως στο πρόβλημα.
Ας ξεκινήσουμε με την αυτοπροσωπογραφία της Αριστεράς.
Και επειδή στον ΣΥΡΙΖΑ δεσπόζει η λεγόμενη γενιά του Πολυτεχνείου, το
ζητούμενο είναι πώς βλέπουν σήμερα οι αριστεροί τον εαυτό τους μέσα από
τα γυαλιά της Μεταπολίτευσης.
Φυσικά η Μεταπολίτευση σημαίνει πολλά πράγματα, μεταξύ των οποίων
ήταν και η απόλυτη ανατροπή ενός ιστορικού αφηγήματος της πρόσφατης
Ιστορίας, αυταρχικά επιβεβλημένου, το οποίο εξέφραζε και συσπείρωνε ό,τι
χειρότερο έχει να επιδείξει η νεότερη Ελλάδα: από τους μεταξικούς και τους δωσίλογους μέχρι τους μετεμφυλιακούς εθνικόφρονες και τους χουντικούς.
Αυτό το αφήγημα κατέρρευσε μαζί με τη δικτατορία.
Ετσι, για πρώτη φορά, η Αριστερά είχε τη δυνατότητα να διατυπώσει τη δική της εκδοχή. Και αυτό έκανε.
Το έκανε όμως μέσα σε μια πρωτοφανή ευνοϊκή ατμόσφαιρα, η οποία ήταν
απόρροια του δικομματισμού που ως γνωστόν διαμόρφωσε το πολιτικό τοπίο
επί σαράντα και πάνω χρόνια.
Δεν πρόκειται για παραδοξολογία. Διότι ναι μεν τα δύο μεγάλα κόμματα
εναλλάσσονταν στην εξουσία επειδή κατάφεραν να περιθωριοποιήσουν τα
μικρότερα, και δη την Αριστερά, αλλά αν το καλοσκεφτούμε, αμφότερα είχαν
τους δικούς τους λόγους να καλοπιάνουν τους αριστερούς.
Το μεν ΠΑΣΟΚ επειδή αντλούσε ψήφους, η δε Νέα Δημοκρατία επειδή
επαινούσε την ανιδιοτέλεια και τη λεβεντιά τους, αντιδιαστέλλοντάς την
προς την προϊούσα διαφθορά του ΠΑΣΟΚ. (Ακουσα πριν από μερικά χρόνια
σκληρό δεξιό της Ν.Δ. να λέει ότι μερικές φορές αισθάνεται αριστερός!)
Κάπως έτσι φιλοτεχνήθηκε η εικόνα της μεταπολιτευτικής Αριστεράς: από
τη μια, εκλογικά μικρή και συνεπώς ακίνδυνη για τους δύο μονομάχους·
από την άλλη όμως, απολάμβανε έναν δυσανάλογο ως προς το πολιτικό βάρος
της σεβασμό και κύρος που της επέτρεψε να περάσει τη δική της εκδοχή για
το τι συνέβη μέχρι το 1974.
Το αριστερό αφήγημα δεν επιβλήθηκε αυταρχικά, όπως συνέβη στο παρελθόν – ήταν επακόλουθο της ηθικής ηγεμονίας που ασκούσε.
Αυτό άλλαξε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε τις εκλογές. Η Αριστερά ανέλαβε την
εξουσία και θέλησε, όπως είχε κάθε δικαίωμα, να εφαρμόσει την πολιτική
της, όχι μόνο να επαίρεται για το ένδοξο παρελθόν της.
Επόμενο ήταν επίσης η δεξιά αντιπολίτευση να την πολεμήσει. Και η κόντρα γενικεύτηκε.
Τα καλά λόγια για τη συνέπεια και την ανιδιοτέλεια της Αριστεράς κόπηκαν με το μαχαίρι.
Η εφ’ όλης της ύλης αμφισβήτηση περιέλαβε και τα θέματα που μέχρι
τότε δεν ήταν επίδικα εφόσον είχαν εκχωρηθεί στη δικαιοδοσία της
Αριστεράς.
Οπως η πρόσφατη Ιστορία. Δεν είναι τυχαίο ότι το consensus για την
κατοχή, τον εμφύλιο και τη μετεμφυλιακή αστυνομοκρατία έσπασε όταν
εκδηλώθηκε η κρίση.
Οχι επειδή κάποιοι ανεγκέφαλοι αριστεριστές έγραφαν στους τοίχους
«Βάρκιζα τέλος» και «ΕΑΜ, ΕΛΑΣ, Μελιγαλάς», αλλά γιατί στην αντίπερα
όχθη οι νικητές του εμφύλιου και ηττημένοι της Μεταπολίτευσης άρχισαν
σιγά σιγά να υπονομεύουν τους μέχρι τότε κοινούς τόπους.
Η αναθεώρηση του ρόλου των ταγμάτων ασφαλείας, η οποία είχε αρχίσει
πριν από μερικά χρόνια, εντάθηκε και στην περίπτωση του Μπελογιάννη
αμφισβητήθηκε η προσήλωσή του στη δημοκρατία με το σκεπτικό ότι ο ίδιος
πίστευε στη δικτατορία του προλεταριάτου.
Το ποιος έχει δίκιο είναι άλλης τάξης ερώτημα.
Σίγουρα όμως ο Μπελογιάννης εξ αντικειμένου δεν μπορεί πλέον να
θεωρείται «εθνικός» ήρωας, όπως ο Κολοκοτρώνης για παράδειγμα, επειδή
καλούμαστε ξανά να τον αποτιμήσουμε, ο καθένας μας από την ιδεολογική
οπτική του γωνία.
Αυτό ίσως τελικά ευνοήσει την Αριστερά, όσο παράξενο και να ακούγεται.
Γιατί πιστεύω ότι το μέγα σφάλμα της «ορθόδοξης» αριστερής
ιστοριογραφίας δεν ήταν ότι αδίκησε τους ταγματασφαλίτες ή διαστρέβλωσε
τον ρόλο των Αγγλων και των Αμερικανών· ήταν ότι καθιερώθηκε –θυμηθείτε
την ετυμολογία της λέξης– ως αυτονόητα ορθή.
Και το κατάφερε αποφεύγοντας να μιλήσει για τα δυσάρεστα και τα δύσκολα, για ό,τι δεν τη συμφέρει με άλλα λόγια.
Οι ενστάσεις των δεξιών μπορεί να γίνονται εκ του πονηρού, και ο
Αμβρόσιος μπορεί να ξεθάβει τον παραληρηματικό λόγο της ένοπλης
εθνικοφροσύνης.
Εμείς όμως θα πρέπει κάποτε να μιλήσουμε για το Μπούλκες και να
απαντήσουμε σε διάφορα ζόρικα ερωτήματα, όπως π.χ. θα θέλαμε να είχε
γίνει η Ελλάδα σοσιαλιστική δημοκρατία, και αν όχι, γιατί όχι;
Δηλαδή να συνεχίσουμε τις συζητήσεις που είχε αρχίσει το ΚΚΕ Εσωτερικού και δυστυχώς δεν είχαν συνέχεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου