........................................................
Ο «νέος πατριωτισμός» και το «λόγον διδόναι"
Μόνοι οι υπερασπισταί της πατρίδος
εμπορούν να την ονομάσουν πατρίδα! Εάν αυτή ευτυχήσει, συ μένεις
άπατρις, άγνωστος, άτιμος. Αν όχι, συ συνεισέφερες εις την πτώσιν, εις
την δυστυχίαν της...» Η φράση αυτή, προτρεπτική αλλά και
προειδοποιητική, απαντά, όπως είδαμε την περασμένη Κυριακή, στο βιβλίο
του διαφωτιστή Κωνσταντίνου Νικολόπουλου «Προτροπή πατριωτική προς το
γένος των Γραικών», που εκδόθηκε στη Σπάρτη τον Απρίλιο του 1821. Για να
πείσει τους Ελληνες, λαϊκούς και κληρικούς, τσοπάνηδες και λόγιους, να
αρματωθούν και να βγουν στον Αγώνα, ο μαθητής του Κοραή χρησιμοποιεί
γλώσσα ευθεία, άμεση, που δεν διστάζει να προσφύγει και στον τόνο της
απειλής. Σαν αρχαιόφιλος και αρχαιογνώστης, ο Νικολόπουλος υπογράφει το
βιβλίο του με το ψευδώνυμο Αριστόβουλος Λακεδαιμόνιος, αλλά και ενισχύει
τα επιχειρήματά του προσφεύγοντας στον αρχαιοελληνικό βίο και λόγο, για
να αντλήσει οδηγητικά σημεία.
«Νόμος των αθανάτων προγόνων μας», γράφει λοιπόν, «ήτο “άτιμος έστω ο εν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενος”. Στάσις γενική, πόλεμος φρικτός ανοίγεται μεταξύ Γραικών και Τούρκων, μεταξύ λαού ελεεινώς τυραννουμένου και βαρβάρων ανηλεώς τυραννούντων. Ποίας μερίδος είσαι τώρα θέλει φανερωθήν· η ευγένεια, ο πατριωτισμός θέλει σε τάξει μεταξύ των Γραικών, η χαμέρπεια, η βαρβαρότης θέλει σε σύρει προς τους Τούρκους. [...] Αδελφοί πατριώται! Ας μη αποκάμωμεν, ας λυπηθώμεν πατέρας, αδελφούς, συγγενείς, ας λυπηθώμεν εαυτούς, ας λυπηθώμεν την πατρίδα. Επιθυμούμεν την ευτυχίαν μας, αγαπώμεν την πατρίδα μας; Ας συνδράμωμεν, πάλιν το λέγω, με ό,τι ο καθείς δύναται· ημείς είμεθα και στρατός, ημείς και στρατιώται, ημείς και πολίται. Εάν δεν συντρέξωμεν, πόθεν ελπίζομεν να αυξηθή η δύναμις και ο στρατός μας; Εάν δεν συνεισφέρωμεν, πόθεν θέλομεν εύρει τας αναγκαίας δαπάνας; Μήπως έχομεν τον τακτικόν στρατόν; μήπως τους κοινούς θησαυρούς μας; μήπως παριστώμεν σύστημα γένους; Ολα τα έχομεν όταν θελήσομεν. Οι Γραικοί εμπορούν να εύρουν εις εαυτούς ικανάς δυνάμεις διά να ρίψουν τον τύραννον· μάταιος, όστις προσμένει απ’ άλλους την ευτυχίαν του, και ευτυχίαν της ελευθερίας! Πτωχέ Γραικέ, εις μάτην επρόσμενες έως τώρα τον ελευθερωτήν σου από τους ξένους. [...] Οι Γραικοί λοιπόν, κινηθέντες τελευταίον κατά του τυράννου ζητούσι το αρχαιότερον και αγιώτερον, έμπροσθεν του οποίου χάνονται όλα τ’ άλλα, το φυσικόν δηλαδή του ανθρώπου δικαίωμα».
Το «φυσικόν του ανθρώπου δικαίωμα» είναι η ελευθερία. Και ο «νόμος των αθανάτων προγόνων μας» που αναφέρει ο Νικολόπουλος, και σύμφωνα με τον οποίο η ουδετερότητα επί συγκρούσεων έπρεπε να τιμωρείται με «ατιμία», με στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, ήταν νόμος του Σόλωνα. Πιθανότατα ο νεοέλληνας λόγιος συνάντησε τη σχετική αναφορά στον Βίο του Αθηναίου νομοθέτη από τον Πλούταρχο: «Των δ’ άλλων αυτού νόμων ίδιος μάλιστα και παράδοξος ο κελεύων άτιμον είναι τον εν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον».
Ολοι έπρεπε να «συναλγούν» και να «συννοσούν» με την πατρίδα τους, αλλιώς καμία θεραπεία δεν ήταν εφικτή. Το «δόγμα» αυτό, από κοινού με ένα δεύτερο, επίσης περίφημο, που το συναντούμε στην «Ιστορία» του Θουκυδίδη, ως τμήμα του Επιταφίου που εκφωνεί ο Περικλής («μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλ΄ αχρείον νομίζομεν»), συνοψίζουν με τον διαυγέστερο τρόπο τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, των Αθηναίων μάλλον, για τη δημοκρατία. Μεταφράζω τη σχετική παράγραφο από τον Βίο του Σόλωνα:
«O πιο παράξενος και πρωτότυπος νόμος του Σόλωνα όριζε να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα όποιος προτιμά να μένει ουδέτερος ενώ έχουν ξεσπάσει εμφύλιες ταραχές. Σκοπός του, όπως φαίνεται, ήταν να μη μένουν οι πολίτες απαθείς και αδιάφοροι για τα κοινά, μεριμνώντας να εξασφαλίσουν το δικό τους συμφέρον μονάχα. Nα μην καυχιόνται πως δεν πονούν την πατρίδα τους ούτε τους αρρωσταίνουν τα προβλήματά της, μα να συντρέχουν όσους πολιτεύονται σωστά και δίκαια. Nα μοιράζονται τον κίνδυνο παρά να περιμένουν ήσυχα ήσυχα ποιος θα βγει νικητής».
Γιατί άραγε ο Αριστόβουλος Λακεδαιμόνιος/Κωνσταντίνος Νικολόπουλος θυμάται αυτόν ειδικά τον νόμο του Σόλωνα στην έναρξη της Επανάστασης; Τι φοβόταν και αυτός, όπως αρκετοί ακόμα, οπλαρχηγοί, λόγιοι, έμποροι; Αυτό που παραβλέπουν έκτοτε οι πανηγυρικοί μας: ότι δεν θα ξεσηκώνονταν –ένα σώμα, μια ψυχή– όλοι οι ραγιάδες, και δεν θα συγκινούνταν όλοι οι Ελληνες των παροικιών σε ξένες χώρες· η διχόνοια δούλευε ύπουλα ή φανερά και πριν εκδηλωθεί διά των εμφυλίων, και η σύγκρουση αντιλήψεων και συμπεριφορών ήταν ανοιχτή. Αν ξαναδιαβάσουμε την «Ελληνική Νομαρχία» ή τον «Ρωσοαγγλογάλλο» θα το θυμηθούμε. Θα θυμηθούμε ότι δεν ήταν όλοι έτοιμοι και πρόθυμοι να αναλάβουν το βαρύ κόστος του εμπόλεμου πατριωτισμού.
Αλλης στάθμης πατριωτισμό, όχι τον πολεμικό, έχει ανάγκη σήμερα –και χθες, και προχθές– ο τόπος. Αλλά ούτε και γι’ αυτόν υπάρχει πάνδημη προθυμία, παρότι είναι ακίνδυνος, ή τέλος πάντων δεν προϋποθέτει το ρισκάρισμα της ίδιας της ζωής μας και κανενός άλλου είδους ηρωισμό. Ακούμε κατά καιρούς πολλούς να μιλούν για «νέο πατριωτισμό», αλλά ο γλυκερός τόνος τους δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς εννοούν. Πατριωτικό λοιπόν, έστω και μη ηρωικό, ήταν –και βεβαίως εξακολουθεί να είναι– το να πληρώνουμε τους φόρους μας και να μη δίνουμε τάχα αντάρτικο και αντιεξουσιαστικό περιεχόμενο στη φοροαποφυγή και τη φοροκλοπή. Πατριωτικό θα ήταν να μη στέλνουμε στη μαύρη ξενιτιά τα χρήματά μας, όσοι τα έχουν τέλος πάντων. Πατριωτικό θα ήταν –τόσο αστείο– να μην αδειάζουμε το τασάκι του αυτοκινήτου μας στον δρόμο και να μην πετάμε το αλουμινόκουτο του αναψυκτικού στον Ταΰγετο ή στον Παρνασσό, στον Αχελώο ή στον (πρώην) Πηνειό. Να μην οδηγούμε με τρόπο που επιβεβαιώνει ότι βρισκόμαστε σε διαρκή ακήρυχτο εμφύλιο, ο οποίος μας κοστίζει κάθε χρόνο περίπου όσες ζωές χάθηκαν στην Εξοδο του Μεσολογγίου. Πατριωτικό θα ήταν να μην έχουμε πάντα δίκιο, όλοι μας, γιατί έτσι δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε ποτέ ούτε για το από πού ανατέλλει ο ήλιος, όπως το βλέπουμε δα τόσο στον διακομματικό «διάλογο» (ο Θεός να τον κάνει) όσο και στις διαδικτυακές «συζητήσεις» (εδώ ας συντρέξει και το Δωδεκάθεο). Πατριωτικό θα ήταν να μην ταυτίζουμε το κόμμα μας με την πατρίδα και να μη λατρεύουμε τον (εκάστοτε) αρχηγό μας σαν κράμα Περικλή, Μεγαλέξανδρου και Κολοκοτρώνη. Πατριωτικό θα ήταν, για να επανέλθουμε στην αθηναϊκή δημοκρατία, να πιστέψουμε ότι το «λόγον διδόναι» δεν αφορά τους πολιτικά ηγούμενους μόνο, αλλά τον καθένα μας ξεχωριστά.
«Νόμος των αθανάτων προγόνων μας», γράφει λοιπόν, «ήτο “άτιμος έστω ο εν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενος”. Στάσις γενική, πόλεμος φρικτός ανοίγεται μεταξύ Γραικών και Τούρκων, μεταξύ λαού ελεεινώς τυραννουμένου και βαρβάρων ανηλεώς τυραννούντων. Ποίας μερίδος είσαι τώρα θέλει φανερωθήν· η ευγένεια, ο πατριωτισμός θέλει σε τάξει μεταξύ των Γραικών, η χαμέρπεια, η βαρβαρότης θέλει σε σύρει προς τους Τούρκους. [...] Αδελφοί πατριώται! Ας μη αποκάμωμεν, ας λυπηθώμεν πατέρας, αδελφούς, συγγενείς, ας λυπηθώμεν εαυτούς, ας λυπηθώμεν την πατρίδα. Επιθυμούμεν την ευτυχίαν μας, αγαπώμεν την πατρίδα μας; Ας συνδράμωμεν, πάλιν το λέγω, με ό,τι ο καθείς δύναται· ημείς είμεθα και στρατός, ημείς και στρατιώται, ημείς και πολίται. Εάν δεν συντρέξωμεν, πόθεν ελπίζομεν να αυξηθή η δύναμις και ο στρατός μας; Εάν δεν συνεισφέρωμεν, πόθεν θέλομεν εύρει τας αναγκαίας δαπάνας; Μήπως έχομεν τον τακτικόν στρατόν; μήπως τους κοινούς θησαυρούς μας; μήπως παριστώμεν σύστημα γένους; Ολα τα έχομεν όταν θελήσομεν. Οι Γραικοί εμπορούν να εύρουν εις εαυτούς ικανάς δυνάμεις διά να ρίψουν τον τύραννον· μάταιος, όστις προσμένει απ’ άλλους την ευτυχίαν του, και ευτυχίαν της ελευθερίας! Πτωχέ Γραικέ, εις μάτην επρόσμενες έως τώρα τον ελευθερωτήν σου από τους ξένους. [...] Οι Γραικοί λοιπόν, κινηθέντες τελευταίον κατά του τυράννου ζητούσι το αρχαιότερον και αγιώτερον, έμπροσθεν του οποίου χάνονται όλα τ’ άλλα, το φυσικόν δηλαδή του ανθρώπου δικαίωμα».
Το «φυσικόν του ανθρώπου δικαίωμα» είναι η ελευθερία. Και ο «νόμος των αθανάτων προγόνων μας» που αναφέρει ο Νικολόπουλος, και σύμφωνα με τον οποίο η ουδετερότητα επί συγκρούσεων έπρεπε να τιμωρείται με «ατιμία», με στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, ήταν νόμος του Σόλωνα. Πιθανότατα ο νεοέλληνας λόγιος συνάντησε τη σχετική αναφορά στον Βίο του Αθηναίου νομοθέτη από τον Πλούταρχο: «Των δ’ άλλων αυτού νόμων ίδιος μάλιστα και παράδοξος ο κελεύων άτιμον είναι τον εν στάσει μηδετέρας μερίδος γενόμενον».
Ολοι έπρεπε να «συναλγούν» και να «συννοσούν» με την πατρίδα τους, αλλιώς καμία θεραπεία δεν ήταν εφικτή. Το «δόγμα» αυτό, από κοινού με ένα δεύτερο, επίσης περίφημο, που το συναντούμε στην «Ιστορία» του Θουκυδίδη, ως τμήμα του Επιταφίου που εκφωνεί ο Περικλής («μόνοι γαρ τον τε μηδέν τώνδε μετέχοντα ουκ απράγμονα αλλ΄ αχρείον νομίζομεν»), συνοψίζουν με τον διαυγέστερο τρόπο τις αντιλήψεις των αρχαίων Ελλήνων, των Αθηναίων μάλλον, για τη δημοκρατία. Μεταφράζω τη σχετική παράγραφο από τον Βίο του Σόλωνα:
«O πιο παράξενος και πρωτότυπος νόμος του Σόλωνα όριζε να χάνει τα πολιτικά του δικαιώματα όποιος προτιμά να μένει ουδέτερος ενώ έχουν ξεσπάσει εμφύλιες ταραχές. Σκοπός του, όπως φαίνεται, ήταν να μη μένουν οι πολίτες απαθείς και αδιάφοροι για τα κοινά, μεριμνώντας να εξασφαλίσουν το δικό τους συμφέρον μονάχα. Nα μην καυχιόνται πως δεν πονούν την πατρίδα τους ούτε τους αρρωσταίνουν τα προβλήματά της, μα να συντρέχουν όσους πολιτεύονται σωστά και δίκαια. Nα μοιράζονται τον κίνδυνο παρά να περιμένουν ήσυχα ήσυχα ποιος θα βγει νικητής».
Γιατί άραγε ο Αριστόβουλος Λακεδαιμόνιος/Κωνσταντίνος Νικολόπουλος θυμάται αυτόν ειδικά τον νόμο του Σόλωνα στην έναρξη της Επανάστασης; Τι φοβόταν και αυτός, όπως αρκετοί ακόμα, οπλαρχηγοί, λόγιοι, έμποροι; Αυτό που παραβλέπουν έκτοτε οι πανηγυρικοί μας: ότι δεν θα ξεσηκώνονταν –ένα σώμα, μια ψυχή– όλοι οι ραγιάδες, και δεν θα συγκινούνταν όλοι οι Ελληνες των παροικιών σε ξένες χώρες· η διχόνοια δούλευε ύπουλα ή φανερά και πριν εκδηλωθεί διά των εμφυλίων, και η σύγκρουση αντιλήψεων και συμπεριφορών ήταν ανοιχτή. Αν ξαναδιαβάσουμε την «Ελληνική Νομαρχία» ή τον «Ρωσοαγγλογάλλο» θα το θυμηθούμε. Θα θυμηθούμε ότι δεν ήταν όλοι έτοιμοι και πρόθυμοι να αναλάβουν το βαρύ κόστος του εμπόλεμου πατριωτισμού.
Αλλης στάθμης πατριωτισμό, όχι τον πολεμικό, έχει ανάγκη σήμερα –και χθες, και προχθές– ο τόπος. Αλλά ούτε και γι’ αυτόν υπάρχει πάνδημη προθυμία, παρότι είναι ακίνδυνος, ή τέλος πάντων δεν προϋποθέτει το ρισκάρισμα της ίδιας της ζωής μας και κανενός άλλου είδους ηρωισμό. Ακούμε κατά καιρούς πολλούς να μιλούν για «νέο πατριωτισμό», αλλά ο γλυκερός τόνος τους δεν μας επιτρέπει να καταλάβουμε τι ακριβώς εννοούν. Πατριωτικό λοιπόν, έστω και μη ηρωικό, ήταν –και βεβαίως εξακολουθεί να είναι– το να πληρώνουμε τους φόρους μας και να μη δίνουμε τάχα αντάρτικο και αντιεξουσιαστικό περιεχόμενο στη φοροαποφυγή και τη φοροκλοπή. Πατριωτικό θα ήταν να μη στέλνουμε στη μαύρη ξενιτιά τα χρήματά μας, όσοι τα έχουν τέλος πάντων. Πατριωτικό θα ήταν –τόσο αστείο– να μην αδειάζουμε το τασάκι του αυτοκινήτου μας στον δρόμο και να μην πετάμε το αλουμινόκουτο του αναψυκτικού στον Ταΰγετο ή στον Παρνασσό, στον Αχελώο ή στον (πρώην) Πηνειό. Να μην οδηγούμε με τρόπο που επιβεβαιώνει ότι βρισκόμαστε σε διαρκή ακήρυχτο εμφύλιο, ο οποίος μας κοστίζει κάθε χρόνο περίπου όσες ζωές χάθηκαν στην Εξοδο του Μεσολογγίου. Πατριωτικό θα ήταν να μην έχουμε πάντα δίκιο, όλοι μας, γιατί έτσι δεν πρόκειται να συνεννοηθούμε ποτέ ούτε για το από πού ανατέλλει ο ήλιος, όπως το βλέπουμε δα τόσο στον διακομματικό «διάλογο» (ο Θεός να τον κάνει) όσο και στις διαδικτυακές «συζητήσεις» (εδώ ας συντρέξει και το Δωδεκάθεο). Πατριωτικό θα ήταν να μην ταυτίζουμε το κόμμα μας με την πατρίδα και να μη λατρεύουμε τον (εκάστοτε) αρχηγό μας σαν κράμα Περικλή, Μεγαλέξανδρου και Κολοκοτρώνη. Πατριωτικό θα ήταν, για να επανέλθουμε στην αθηναϊκή δημοκρατία, να πιστέψουμε ότι το «λόγον διδόναι» δεν αφορά τους πολιτικά ηγούμενους μόνο, αλλά τον καθένα μας ξεχωριστά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου