Πέμπτη 20 Απριλίου 2017

21.4.1967 - 21.4.2017 / Επετειακόν μέρος Β'. - Υστερόγραφο της «Μαρτυρίας – στα κρατητήρια της ΕΣΑ το 1973» του Παναγιώτη Κανελλάκη (1942 – 2009) (εκδ. «Εφημερίδα των Συντακτών», Απρίλιος 2017)

.........................................................



Παναγιώτης 
Κανελλάκης
(1942 - 2009)














· Υστερόγραφο της «Μαρτυρίας – στα κρατητήρια της ΕΣΑ το 1973»


του Παναγιώτη Κανελλάκη (1942 – 2009)

         (εκδ. «Εφημερίδα των Συντακτών», Απρίλιος 2017)




                                                            Ι.



   Βγήκα από την ΕΣΑ στις 25 Ιουλίου του 1973. Με τα ξεφαντώματα της απελευθέρωσης το ημερολόγιο ξεχάστηκε. Το μεγαλύτερο μέρος του καταστράφηκε στο πλυντήριο. Πλύθηκε κατά λάθος μαζί με το σακάκι που το έκρυβε στις φόδρες του. Τυχαία σώθηκε το παραπάνω κομμάτι που αναφέρεται στις 16 πρώτες ημέρες της κράτησής μου.

   Ήταν μια περίοδος μεστή σε εμπειρίες και βιώματα.

   Στα βιώματα αυτά δεν είναι εύκολο να αναφερθεί κανείς, φιλοδοξώντας να τα εκφράσει· να τα διατυπώσει δηλαδή έτσι ώστε να μεταδώσει στον αναγνώστη την αίσθηση εκείνη.

   Η απομόνωση, η πίκρα, η άγνοια για το αύριο, η δίψα (εκείνη η δίψα) είναι πράγματα προσωπικά, που σε σημαδεύουν μ’ έναν τρόπο μοναδικό και αποκλειστικά δικό σου. Έναν τρόπο που δεν κοινολογείται. Μπορείς να μιλήσεις να μιλήσεις για τα βιώματα αυτά, να τα περιγράψεις, να τα αναλύσεις ή να επιμεληθείς λογοτεχνικά. Μπορείς να ιστορήσεις τη θηριωδία, τον σωματικό πόνο, τον εξευτελισμό, τη λύσσα τους, τη θλίψη σου. Αποτελεί όμως ματαιοπονία να προσπαθήσεις να μεταφέρεις στο χαρτί τη φρίκη ή να μεταδώσεις στον αναγνώστη την αίσθηση του τρόμου και του πανικού. Ο λόγος, προφορικός ή γραπτός, ακόμη και η τέχνη του λόγου είναι μέσα φτωχά και απρόσφορα για να μεταδώσουν την ένταση και την ποιότητα τέτοιων βιωμάτων. Το εσωτερικά βιωμένο παραμένει και προσωπικά σφραγισμένο.

   Αυτό είναι κάτι πολύ γνωστό στους παλιούς συντρόφους, που μοιράστηκαν στο παρελθόν τέτοιες στιγμές. Όσο εύκολο είναι να συνεννοηθούν μεταξύ τους γύρω από θέματα σχετικά με τις κοινές τους εμπειρίες, τόσο δύσκολο γίνεται το να τις μοιραστούν με τους άλλους.

   Είναι όμως εντυπωσιακό, ή μάλλον συγκινητικό, το πώς ενώνει τους ανθρώπους η κοινή εμπειρία της σπάταλης βαρβαρότητας της εξουσίας. Χωρίς να τους βλέπεις, χωρίς ν’ ακούς τα λόγια τους, παρά μόνο φωνές ή οιμωγές, αισθανόσουν να δένεσαι με ανθρώπους που μέχρι τότε σού ήταν άγνωστοι ή ελάχιστα γνωστοί. Μέσα στην ΕΣΑ δεν ήταν σπάνιες οι στιγμές που ένιωθες να επαίρεσαι πάνω από την επικρατούσα αθλιότητα, έχοντας την αίσθηση πως αποτελείς μέλος μιας ξεχωριστής οικογένειας πολιτών, που δοκιμάζεται για τις ιδέες και τις αξίες στις οποίες πιστεύει.



                                                               ΙΙ.



   Το παράγωγο της τρομοκρατίας, το προϊόν της επιβολής του κράτους του τρόμου, είναι ο πανικός. Η αποτελεσματικότητα της τρομοκρατίας μετριέται από την ένταση του πανικού που παράγει. Και η τρομοκρατία στην ΕΣΑ, κεκλεισμένων των θυρών, ήταν ιδιαίτερα αποτελεσματική. Είχε πετύχει το καθεστώς να κατασκευάσει ένα γκέτο, έναν χώρο στεγανό, όπου βασίλευε η αίσθηση του πανικού. Ο πανικός του κυνηγημένου ζώου, που ψάχνει μάταια κάτω από διαρκή καταδίωξη μια γωνιά να κρυφτεί, να αισθανθεί λίγη ασφάλεια. Έναν χώρο όπου δεν αναγνωριζόταν η ανθρώπινή σου υπόσταση, δεν ακουγόταν η φωνή σου. Ξεχνούσες αξίες, απόψεις, συναισθήματα, όλα εκείνα τα πράγματα που χρησιμοποιούν οι άνθρωποι για να συνεννοούνται και να συνδέονται μεταξύ τους. Ζούσες μέσα σε μια αγριότητα ασταμάτητη, που διαπερνούσε ατόφια ακόμη κι εκείνους τους συγκρατούμενους, που για κάποιους λόγους είχαν εξαιρεθεί από τη σωματική βία με τη στενή έννοια.

   Ο πανικός ήταν το αίσθημα με το οποίο έπρεπε να ζεις όλο το εικοσιτετράωρο. Να κοιμάσαι και να ξυπνάς μαζί του. Και σχεδόν πάντα να ξυπνάει αυτός πριν από σένα και να σε περιμένει.

   Ο διαρκής πανικός σε παραμόρφωνε, σου διέλυε την προσωπικότητα, σε γερνούσε, σου αλλοίωνε τα χαρακτηριστικά. Την έκφραση του προσώπου σου έπαυες να την ορίζεις. Δεν υπήρχε μια στιγμή ιδιωτική, να βρεθείς λίγο μόνος με τον εαυτό σου, να πάρεις μιαν ανάσα. Δεν είχες κάπου ν’ ακουμπήσεις, να βρεις κουράγιο για να συνεχίσεις. Ήσουν αποκομμένος από κάθε τι το αληθινό ή το ανθρωπινό. Κι επιπλέον δεν είχες καμιά πληροφορία. Δεν ήξερες τι συμβαίνει έξω ή δίπλα σου· τι γίνεται στην Αθήνα ή στο διπλανό κελί. Δεν είχες ποτέ καμιά επαφή μ’ έναν κοινό, μ’ έναν κανονικό άνθρωπο.

   Το βίωμα του πανικού δεν είναι μόνο μια κατάσταση του ανθρώπινου ψυχισμού. Κυρίως είναι μια υπόθεση εσωτερικών εκκρίσεων. Μια υπόθεση ξεχωριστής λειτουργίας του ανθρώπινου οργανισμού. Έτσι αποτυπώθηκε στη δική μου συνείδηση. Ως μία ειδική μορφή «ζην», που δεν αφορά μόνο το μυαλό ή το σώμα, αλλά την ύπαρξη, την υπόσταση του ανθρώπου συνολικά.



                                                           ΙΙΙ.



   Σήμερα, όλα αυτά αποτελούν μνήμες από μια ζωή μακρινή, μια ζωή ξένη αλλά ταυτόχρονα τόσο ζωντανή και οικεία, που ώρες ώρες, ξεφυλλίζοντας το ημερολόγιο, αναρωτιέμαι πώς ήταν εκείνος που τα ‘ζησε αυτά. Τι κοινό μπορεί να έχει με μένα σήμερα. Πόσο αποξενωθεί από τη συνείδηση κι από το πετσί εκείνου.

   Η αναζήτηση απαντήσεων σε τέτοια ερωτήματα δεν είναι εύκολη υπόθεση. Όμως υπάρχει το όνειρο. Αυτή η ελευθεριότητα του νου, που όχι σπάνια έρχεται τη νύχτα σαν καταλύτης να επιβεβαιώσει την υπαρξιακή συνέχεια. Εκεί στον ύπνο, κάπου παραμονεύει η συνείδηση ή το υποσυνείδητο του δεσμώτη. Παραμονεύουν εκείνο το κελί, εκείνες οι φάτσες, εκείνες οι φωνές. Καιροφυλακτεί η γνώριμη αυτή γεύση της παραλυσίας. Του φόβου πως τα βήματα που ακούγονται απ’ έξω, στην πόρτα του ονείρου, οδηγούν στο κελί μου, σε μένα. «Έρχονται για μένα πάλι».







                                                            IV.



    Δεν είναι ακριβώς η πρώτη φορά που το κείμενο αυτό βλέπει τη δημοσιότητα. Μερικούς μήνες μετά τη Μεταπολίτευση, τον Ιανουάριο του 1975, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Ταχυδρόμος» σε εβδομαδιαίες συνέχειες.

   Ήταν μια έκδοση με έκδηλα τα χαρακτηριστικά ενός αναγνώσματος ηρωικο-εμπορικού, που συνοδευόταν από χτυπητές λεζάντες, του τύπου «ανατριχιαστικά βασανιστήρια από τα κάτεργα της ΕΣΑ». Μια έκδοση ατυχής, κακόγουστη και ολίγον μελό.

   Την εποχή εκείνη η δημοσίευση του ημερολογίου υπηρετούσε έναν σκοπό, την επίταση του αιτήματος για αποχουντοποίηση και παραπομπή των απριλιανών στη Δικαιοσύνη. Ήταν η εποχή που ο Ιωαννίδης και τα πρωτοπαλίκαρά του κυκλοφορούσαν ελεύθερα και το χουντικό σενάριο ακόμη παιζόταν.

   Σήμερα, με το ίδιο αυτό κείμενο γίνεται επίκαιρο το αντίστροφο περίπου αίτημα· το αίτημα για την αποφυλάκιση των χουντικών υπολειμμάτων. Δεν υπάρχει κρίμα ανθρώπινο που να δικαιολογεί τη στέρηση της ελευθερίας από άνθρωπο πέραν μιας εικοσαετίας. Και η παρατήρηση αυτή γίνεται με κάθε επίγνωση της βαρύτητας που αποκτά η καταδίκη της παρατεινόμενης αυτής ανούσιας σκληρότητας, όταν προέρχεται από πρόσωπα που υπήρξαν θύματα των σημερινών ισοβιτών.



                                                           V.



    Ουσιαστικά είναι η πρώτη φορά που δημοσιεύεται το ημερολόγιο ακέραιο, χωρίς παρεμβολές και σχόλια. Χρειάστηκε να ξεπεράσω δισταγμούς μιας εικοσαετίας για να πάρω την απόφαση να εκθέσω στην αδιάφορη βουλιμία ενός απροσδιορίστου αναγνωστικού κοινού ένα τόσο προσωπικό κομμάτι από τη ζωή μου.

   Πάντως σίγουρα η παρούσα έκδοση δεν αποτελεί εκπλήρωση κάποιου «χρέους». Τα «χρέη» γενικά τα αποφεύγω. Το μόνο ίσως που χρωστούσα στον εαυτό μου ήταν η απόσβεση εκείνης της διακινδύνευσης – διόλου αμελητέας – που συνεπαγόταν η καταγραφή του ημερολογίου και η διαφύλαξή του κάτω από τις συνθήκες εκείνες. Εξάλλου, χρήσιμο είναι τέτοιες μικρές μαρτυρίες από τις μαύρες σελίδες της νεοελληνικής πολιτικής Ιστορίας να μη μένουν για πάντα στο συρτάρι.

   Είναι ακόμη μια προσωπική, αντανακλαστική κίνηση μπροστά στην άχρωμη κι επίπεδη γραμμικότητα που σημαδεύει τη σημερινή ζωή. Είναι ο μόνος φθόγγος που μπορώ να εκφέρω σχεδόν αυθόρμητα, παρακολουθώντας το κενό που ζωγραφίζεται σε νεαρά πρόσωπα, καθώς συνωστίζονται παθητικά και άβουλα μπροστά στο face control ενός νυχτερινού κέντρου.

   Βίος αβίωτος, τότε και τώρα.

   Τότε λόγω της έντασης του βιωμένου.

   Τώρα λόγω απουσίας εντάσεων στα βιώματα.

   Κυρίως όμως πρόκειται για μια πράξη περίπου αντιστασιακή απέναντι στην ευτέλεια που χαρακτηρίζει τη σημερινή ενασχόληση με τα κοινά. Μια ενθύμηση προς ορισμένους από τους συντρόφους της εποχής εκείνης, τα πρόσωπα των οποίων άθελά τους αλλοιώθηκαν, σχεδόν παραμορφώθηκαν από την αυταρέσκεια της πολιτικής εξουσίας που επάξια κατέλαβαν, εξαργυρώνοντας βιώματα όπως εκείνα.



                                                                                Π.Κ. (1996)




Δεν υπάρχουν σχόλια: