Τετάρτη 11 Δεκεμβρίου 2013

"Τριανταφυλλί όχημα κι ένα υστερόγραφο" Της Φωτεινής Τσαλίκογλου ("Εφημερίδα των Συντακτών", 11/12/2013)

.............................................................

 11/12/13 "Εφημερίδα των Συντακτών"

Τριανταφυλλί όχημα κι ένα υστερόγραφο

     
Της Φωτεινής Τσαλίκογλου*

Στους δρόμους της πόλης μας μέρα με τη μέρα παίζεται και χάνεται η υπόθεση της ζωής μας. Αυτή καθαυτή η έννοια της «χαμένης ζωής» όμως διαψεύδεται από το αναπάντεχο που η ίδια η ζωή εξ ορισμού κομίζει. Tο αναπάντεχο είναι εκείνο που, εις μάτην όλων των καιρών, επιμένει να συγκροτεί τη ζωή.

Η σκέψη που μόλις έκανα δεν είναι έωλη… δεν είναι ευχολογική. Στηρίζεται σε συγκεκριμένα γεγονότα που διαδραματίστηκαν πριν από λίγες μέρες στους δρόμους της Αθήνας. Αποτελείται από τρεις διαδοχικές σκηνές που γρήγορα, η μια μετά την άλλη, ξετυλίχτηκαν μπροστά στα μάτια μου.

Σκηνή πρώτη: Στην οδό Καψάλη, έξω από ένα φαρμακείο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα, καταφανώς εξαθλιωμένη, πουλάει κάτι σαν βότανα ή και αγριολούλουδα… την πλησιάζει ένας επίσης εξαθλιωμένος σχεδόν ρακένδυτος πωλητής. Λαχειοπώλης. – «Είσαι Ελληνίδα;» τη ρωτάει. H γυναίκα τα χάνει… δεν ήταν έτοιμη… «ναι!…ναι» ψελλίζει… «Είσαι Ελληνίδα;», επαναλαμβάνει επιτακτικά εκείνος… κι αρχίζει ελαφρά με τα χέρια του να τη μετακινεί από τη θέση της. Οχι, δεν ανήκει σε κάποιο κόμμα, δεν είναι εκπρόσωπος κάποιας αρχής, δεν φορά στολή, τον εαυτό του μόνον εκπροσωπεί έτσι καθώς επαναλαμβάνει… με ήρεμη αλλά σταθερή τώρα φωνή: «Είσαι Ελληνίδα;». Η γυναίκα κάτι ψαχουλεύει μέσα στα πράγματά της που τώρα έχουν σκορπίσει στο πεζοδρόμιο….«Ναι… ναι, Ελληνίδα είμαι» ψελλίζει. «Να!» και του δείχνει ένα κιτρινισμένο χαρτί με μια φωτογραφία…. Ο Ελληνας λαχειοπώλης περιεργάζεται επισταμένα το χαρτί… «Εσύ είσαι στη φωτογραφία; Δεν μοιάζεις…», εδώ γλυκαίνει μια στάλα η φωνή του. «Σαν κοριτσάκι είσαι» της λέει και τη σπρώχνει κι άλλο.

Ντρέπομαι που παρακολουθώ μια τέτοια σκηνή. Ντρέπομαι που συμβαίνει αυτό που συμβαίνει. Με βιασύνη επιβιβάζομαι στο αυτοκίνητό μου. Κατευθύνομαι στον περιφερειακό του Λυκαβηττού. Μπροστά μου προπορεύεται ένας νεαρός σε μια βέσπα. Σταματά σε κάθε κάδο σκουπιδιών, σκύβει το κεφάλι του, ψαχουλεύει… δεν βρίσκει τίποτα… και φτύνει… δυνατά… κραυγάζοντας… Φτου… τρεις κάδοι… τρία ηχηρά… οργισμένα έμπλεα μίσους φτου… που αδιαμαρτύρητα δέχεται η άσφαλτος. Φτου η επιλογή του μίσους και της οργής ως μόνης απάντησης… το μίσος ως τρόπος ζωής…. «δεν έχω τίποτα… στη θέση του τίποτα θα έχω το μίσος και την οργή μου… θα σας φτύνω… θα ζω μέσα από την τροφή που θα μου δίνει το μίσος μου… όπου κι αν αυτό με βγάλει…».

Οδηγώντας με το ταραγμένο από το «είσαι Ελληνίδα» και το «φτου» μυαλό μου, βγαίνω στην Πανόρμου… κι εκεί συναντώ το τριανταφυλλί όχημα…

Ενα καταφανώς χρωματισμένο, τροποποιημένο από τα χέρια των ιδιοκτητών του παράξενο μικρό αυτοκίνητο. Θύμιζε παλιό «Ντεσεβό». Σαν ξεχασμένο από τον χρόνο, αλλά εξαίσια χαρούμενο, εν κινήσει αντικείμενο. Ενα εντελώς παράταιρο, μέσα στο μαύρο, φωτεινό σώμα. Στο τιμόνι ένας ηλικιωμένος άνδρας… δίπλα του μια συνομήλική του, όμως σαν κοπέλα, γηραιά κυρία… και μα ναι… δεν ονειρεύομαι… το ζευγάρι… χαμογελά και σιγοντάρει μια μουσική που ακούγεται από το ραδιόφωνό τους… Ακολουθώ για λίγο το τριανταφυλλί αυτοκίνητο… ώσπου χάνεται στο τέλος του δρόμου.

Πάει καιρός που έπαψα να επαναλαμβάνω την προσφιλή μου φράση: «Η ζωή δεν είναι ποτέ ούτε τόσο όμορφη ούτε τόσο άσχημη όσο τη φανταζόμαστε… είναι όμως το μόνο που έχουμε….». O λόγος που έχω πάψει να τη χρησιμοποιώ είναι απλός: Φοβάμαι ότι θα την παραφράσω, κι η αγαπημένη μου φράση θα γίνει κάπως έτσι:

«Η ζωή είναι πιο άσχημη απ΄ ό,τι την είχαμε ποτέ φανταστεί»….

Λέω να επιστρέψω στην πρώτη της εκδοχή. Μπορεί να είναι ουτοπική. Ομως, πιστέψτε με, αλλιώς είναι αβάσταχτο να ζεις σε αυτή την πόλη δίχως τη διαρροή ενός τριανταφυλλί χρώματος μαγικού οχήματος που διαψεύδει τη μονοκρατορία του σκοταδιού.

YΓ. Πληκτρολογώ στο κομπιούτερ το κείμενο που μόλις διαβάσατε κι ετοιμάζομαι να το στείλω στην εφημερίδα όταν διαβάζω την είδηση: «H δεκατριάχρονη Σάρα από τη Σερβία χάνει τη ζωή της από τις αναθυμιάσεις ενός μαγκαλιού στη λαϊκή γειτονιά της Ξηροκρήνης, στη Θεσσαλονίκη. Εδώ και μήνες ζούσε με την άνεργη μητέρα της χωρίς ρεύμα. Η μητέρα οδηγείται στην Υποδιεύθυνση Αλλοδαπών της Ασφάλειας Θεσσαλονίκης. Διαπιστώνεται ότι η άδεια παραμονής της έχει λήξει. Με υπουργική παρέμβαση της χορηγείται εξάμηνη άδεια για ‘’ανθρωπιστικούς λόγους’’». Αίφνης ό,τι προηγήθηκε… η προσμονή της αισιοδοξίας… το τριανταφυλλί… το αναπάντεχο κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ., φαντάζουν αφελή και πλεονάζοντα ευχολόγια. Η έννοια της «γυμνής ζωής» του Αγκάμπεν παραχωρεί τη θέση της στον γυμνό λόγο. Η γύμνια του λόγου… Το «κακό του πραγματικού» καταβροχθίζει τον λόγο… τον καθιστά περιττό, έως και ύποπτο… και το τριανταφυλλί χρώμα αναδεικνύει την ανεπάρκεια της σκέψης μπροστά στο αδυσώπητο του πραγματικού. Ο θάνατος εδώ- έξω από την πόρτα μας ακυρώνει τον λόγο. Τέλος. Επιστροφή στο σκοτάδι.

………………………………………………………………………………………………

* Συγγραφέας, καθηγήτρια Ψυχολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο

Δεν υπάρχουν σχόλια: