Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

Δεκεμβριανά: Η έναρξη των συγκρούσεων στις 4 Δεκέμβρη (04 Δεκ 2013 | tvxsteam tvxs.gr)

.................................................................

Δεκεμβριανά: Η έναρξη των συγκρούσεων στις 4 Δεκέμβρη

tvxs.gr/node/144512
 
 
Από την 1η Δεκεμβρίου 1944, ημέρα παραίτησης των εαμικών υπουργών της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας, όλες οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ της Αθήνας τέθηκαν σε επιφυλακή. Το συλλαλητήριο του ΕΑΜ, που είχε προγραμματιστεί για τις 3 Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκε από τις πολιτικές οργανώσεις, με τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ να περιφρουρούν τις άδειες από κόσμο συνοικίες. Η επίθεση κατά του άοπλου πλήθους έσπειρε θυμό και αγανάκτηση στους ένοπλους του ΕΛΑΣ, όμως η απάντηση του δεν ήρθε την ημέρα εκείνη. Το απόγευμα και το βράδυ της 3ης Δεκεμβρίου, κύλησε σε μια τεταμένη ησυχία. Την επόμενη ημέρα μια νέα επίθεση κατά των αμάχων που συμμετείχαν στην κηδεία των θυμάτων του συλλαλητηρίου, σηματοδότησε την έναρξη της μάχης της Αθήνας, γνωστής ως Δεκεμβριανά. Του Μενέλαου Χαραλαμπίδη. (Διαβάστε το πρώτο μέρος του αφιέρωματος: Τα Δεκεμβριανά στις ανατολικές συνοικίες της Αθήνας)
Η πρώτη επιχείρηση στην οποία συμμετείχαν δυνάμεις του Προτύπου Τάγματος Καισαριανής κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ήταν όταν στις 5 Δεκεμβρίου, από κοινού με το 4ο Τάγμα της Καισαριανής κατέλαβαν χωρίς σοβαρή αντίσταση την Εφορία Υλικού Πολέμου (στη θέση που σήμερα βρίσκεται το Πολεμικό Μουσείο). Όμως ο έτερος στόχος της επιχείρησης απέτυχε, καθώς πριν προλάβουν οι άνδρες του ΕΛΑΣ να αποσπάσουν το πολύτιμο στρατιωτικό υλικό, δέκα βρετανικά άρματα εισέβαλαν στον περίβολο, αναγκάζοντάς τους να αποχωρήσουν.[1]
Από τις 6 έως και τις 10 Δεκεμβρίου, σημειώθηκαν οι πρώτες και από ότι αποδείχθηκε στη συνέχεια, κρισιμότερες μάχες στις ανατολικές συνοικίες. Παρά την επικρατούσα άποψη ότι η μάχη για την κατάληψη του Συντάγματος Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη, υπήρξε αυτή που έκρινε την έκβαση της σύγκρουσης του Δεκέμβρη, φαίνεται ότι τελικά η αποτυχία του ΕΛΑΣ στο μέτωπο στο Γουδί διαδραμάτισε τον πλέον αποφασιστικό ρόλο. Στο Γουδί είχαν στρατοπεδεύσει οι δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας καθώς και περίπου 1.500 άνδρες των κατοχικών Ταγμάτων Ασφαλείας οι οποίοι βρίσκονταν υπό περιορισμό.
Στις 6 Δεκεμβρίου πραγματοποιήθηκε η πρώτη επίθεση κατά των ανατολικών συνοικιών από δυνάμεις της Ορεινής Ταξιαρχίας και του Ιερού Λόχου. Στόχος της δεν ήταν τόσο να πλήξει τον ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες, όσο να χαλαρώσει την πίεση που δέχονταν το Σύνταγμα Χωροφυλακής στου Μακρυγιάννη και να εξασφαλίσει ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη της Ορεινής Ταξιαρχίας, ώστε να αποφευχθεί ο κίνδυνος εγκλωβισμού της στο Γουδί. Η Ορεινή Ταξιαρχία κατέλαβε χωρίς ιδιαίτερη αντίσταση τη συνοικία Ζωγράφου και προχώρησε σε συντονισμένη επίθεση στη γραμμή από το νοσοκομείο Ανδρέα Συγγρού μέχρι και το μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη Καισαριανής. Πράγματι, η Ορεινή Ταξιαρχία πέτυχε απόλυτα και στους δύο στόχους της. Σε ότι είχε να κάνει με τον αντιπερισπασμό απέναντι στην επίθεση του ΕΛΑΣ στου Μακρυγιάννη, η αποχώρηση δύο ολόκληρων ταγμάτων από το μέτωπο αυτό προς ενίσχυση των δυνάμεων του 2ου Συντάγματος που δέχονταν επίθεση στην Καισαριανή, πιστοποιεί την απόλυτη επιτυχία του εγχειρήματος της Ορεινής Ταξιαρχίας. Αποκαλυπτικά είναι όσα καταγράφει για την εξέλιξη της σύγκρουσης στο μέτωπο του Μακρυγιάννη ο καπετάνιος του 1ου Συντάγματος της ΙΙης Ταξιαρχίας του ΕΛΑΣ, Ορέστης Μακρής:
«Στις δύο μετά το μεσημέρι [της 6ης Δεκεμβρίου] στο σταθμό διοίκησης… έχουμε σύσκεψη για να αναλύσουμε την κατάσταση… Μας πρόλαβε η ΜΕΓΑΛΗ ΚΕΡΑΜΙΔΑ. Απανωτές οι αναφορές. Πρώτη του Λευτέρη. Αναφέρει ότι το τάγμα του Γιώργη (Μουστάκια) εγκατέλειψε τις θέσεις που κατείχε και υποχωρεί προς τις ανατολικές συνοικίες. Μαζί του παρέσυρε και το μεγαλύτερο μέρος των μαχητών του Πειραιά, που είχαν αναμιχθεί με τους μαχητικές του Μουστάκια. Άλλη αναφορά μας πληροφορούσε πως και το τάγμα του Βασίλη είχε λύσει την πολιορκία του Α΄ Σώματος και υποχωρούσε προς τον Αρδητό και το Στάδιο.»[2]
Αν και η προσπάθεια διείσδυσης στην Καισαριανή αποκρούστηκε από τον ΕΛΑΣ, τμήματα της Ορεινής Ταξιαρχίας πέτυχαν απόλυτα και το δεύτερο στόχο τους. Χωρίς ιδιαίτερες απώλειες κατάφεραν να εδραιωθούν στα Κουπόνια (σημερινά Κάτω Ιλίσια), στο μοναστήρι του Αγίου Ιωάννη απέναντι από το νεκροταφείο της Καισαριανής και στο λόφο Αράπη στο βόρειο άκρο όπου συνόρευαν Καισαριανή και Νέα Ελβετία. Η εξέλιξη αυτή υπήρξε αποφασιστική για τη συνέχεια της σύγκρουσης στις ανατολικές συνοικίες, καθώς η Ορεινή Ταξιαρχία έθεσε υπό τον έλεγχό της κομβικά σημεία, από τα οποία επόπτευε τις κινήσεις στην Καισαριανή και στο βόρειο τμήμα του Βύρωνα. Επιπρόσθετα, η Ορεινή Ταξιαρχία κατάφερε να εξασφαλίσει ζωτικό χώρο για την ανάπτυξη των τμημάτων της, γεγονός που καθιστούσε πλέον εξαιρετικά δύσκολη κάθε επιχείρηση κύκλωσής της. Ο αιφνιδιασμός τον οποίο υπέστη ο ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες ήταν καθοριστικός. Οι καλά οχυρωμένες θέσεις που κατέλαβε η Ορεινή Ταξιαρχία, είχαν σαν αποτέλεσμα την αποτυχία όλων των επιθετικών ενεργειών του ΕΛΑΣ. Έτσι, η αδυναμία του ΕΛΑΣ να κάμψει την ισχυρή παρουσία του εχθρού στα στρατόπεδα στο Γουδί, ήταν καθοριστική για την έκβαση της μάχης όχι μόνο στις ανατολικές συνοικίες, αλλά σε ολόκληρη την Αθήνα:
«Η αποτυχία στο Γουδί ήταν η πιο σημαντική γιατί με την πτώση του θα εξουδετέρωνε ο ΕΛΑΣ το σημαντικώτερο κέντρο αντίστασης του εχθρού και γιατί οι δυνάμεις της ΙΙης Μεραρχίας μπαίνοντας στην Αθήνα θα ελάφρωναν απ’ τα βάρη της την Ιη Ταξιαρχία και θα εσάρωναν οριστικά του Μακρυγιάννη χωρίς να υπολογίσουμε τις γενικές συνέπειες που θα είχε για τον όλο αγώνα η επιτυχία».[3]
Αναγνωρίζοντας τη δυσκολία της κατάστασης σε αυτό το τμήμα του μετώπου, το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ εξέδωσε διαταγή αντεπίθεσης την ίδια ημέρα. Η επιχείρηση θα ξεκινούσε στις 5:00 τα ξημερώματα της 7ης Δεκεμβρίου. Σύμφωνα με το σχεδιασμό, δυνάμεις της ΙΙας Μεραρχίας (Αττικοβοιωτίας) του ΕΛΑΣ θα κινούνταν εναντίον της Ορεινής Ταξιαρχίας στη γραμμή Σχολή Χωροφυλακής – Νοσοκομείο Σωτηρία - Γουδί, ενώ, σε μια κίνηση αντιπερισπασμού, δύο τάγματα του 2ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ θα επιτίθονταν στην περιοχή των Κουπονίων από την πλευρά της Καισαριανής, ενώ τα άλλα δύο τάγματα του ιδίου συντάγματος θα επιχειρούσαν διείσδυση στη γραμμή Στήλες Ολυμπίου Διός – Ζάππειο – Εθνικός Κήπος. Όμως στην πράξη οι σχεδιασμοί ανατράπηκαν. Η ΙΙα Μεραρχία δεν έφθασε την καθορισμένη ώρα, «λόγω εδαφικών δυσκολιών και λόγω ελλείψεως καταλλήλων οδηγών», με συνέπεια η επίθεση των δυνάμεων του ΕΛΑΣ από την Καισαριανή να αποκρουστεί εύκολα.
Η επιχείρηση επαναλήφθηκε δύο ημέρες μετά με ακόμη χειρότερα αποτελέσματα για τις δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Στις 5:00 το πρωί της 10ης Δεκεμβρίου, οι δυνάμεις του Τάγματος Καισαριανής αξιοποιώντας το πυκνό σκοτάδι, επιχείρησαν να καλύψουν τη γυμνή έκταση ανάμεσα στην Καισαριανή και τα Κουπόνια με στόχο να εδραιωθούν στα πρώτα σπίτια των Κουπονίων. Ουσιαστικά αυτή η επίθεση αποτελούσε μια κίνηση αντιπερισπασμού για να διευκολυνθεί η κύρια επίθεση δυνάμεων της ΙΙας Μεραρχίας στο Γουδί. Εκτός από την εκ νέου αργοπορημένη άφιξη της ΙΙας Μεραρχίας, ο επιτελής του Προτύπου Τάγματος Καισαριανής Μάνος Ιωαννίδης καταγράφει ένα ακόμη λόγο που οδήγησε στην αποτυχία της επιχείρησης:
«Ο αιφνιδιασμός μας όμως απέτυχε. Γιατί την ώρα που τα τμήματά μας βρίσκονταν στη μέση της γυμνής έκτασης προς τα Κουπόνια, ακούστηκαν οι σάλπιγγές μας να βαράνε το «προχωρείτε – προχωρείτε». Ποιος διέταξε τους σαλπιγκτές να σαλπίσουν;… Ήταν προβοκάτσια ή λάθος διαταγή; Δεν το μάθαμε ποτέ. Όμως το αποτέλεσμα ήταν να καθηλωθούν οι ελασίτες μας στο γυμνό έδαφος, κυρίως του 1ου λόχου μας και να λιανιστούν από τα πολυβόλα και τους όλμους των αντιπάλων μας. … Μόνο μια ομάδα μας κατόρθωσε να φθάσει στα Κουπόνια και να ταμπουρωθεί σ’ ένα σπίτι, όπου αιχμαλωτίζονται όλοι, αφού εξάντλησαν και την τελευταία σφαίρα τους.»[4]
Μετά από την παραπάνω επιχείρηση και έως τις 18 Δεκεμβρίου, ημέρα που πραγματοποιήθηκε η πρώτη μεγάλη επίθεση για την κατάληψη της Καισαριανής, το μέτωπο σταθεροποιήθηκε και η καθημερινότητα χαρακτηρίζονταν από την ανταλλαγή πυρών ανάμεσα στις αντίπαλες δυνάμεις που είχαν οχυρωθεί εκατέρωθεν του ρέματος της Καισαριανής. Ο ΕΛΑΣ μετέτρεψε τα σπίτια στην άκρη του ρέματος που κατέρχονταν από το μοναστήρι της Καισαριανής έως την περιοχή όπου σήμερα βρίσκεται το ξενοδοχείο Κάραβελ, σε οχυρά. Τρυπώντας τις μεσοτοιχίες τους και στήνοντας οδοφράγματα στα ενδιάμεσα στενά, οι μαχητές και μαχήτριες του ΕΛΑΣ δημιούργησαν μια καλυμμένη δίοδο επικοινωνίας κατά μήκος της συνοικίας. Ακόμη και για τους εμπειροπόλεμους και σαφώς καλύτερα εξοπλισμένους άνδρες της Ορεινής Ταξιαρχίας και των βρετανικών δυνάμεων, η είσοδος στην Καισαριανή εγκυμονούσε μεγάλους κινδύνους, καθώς η ένοπλη σύγκρουση σε κατοικημένο περιβάλλον πάντα ευνοεί τον αμυνόμενο.
Πιθανότατα για αυτό το λόγο η βρετανική στρατιωτική διοίκηση απέφυγε μια κατά μέτωπο επίθεση με ισχυρές δυνάμεις πεζικού και προσανατολίστηκε στην επιλογή της φθοράς των αμυντικών θέσεων του ΕΛΑΣ σε Καισαριανή και Βύρωνα, με τη χρήση πυροβολικού και αεροπορίας. Έτσι, από τα τέλη του πρώτου δεκαημέρου του Δεκέμβρη, οι ανατολικές συνοικίες δέχονταν συστηματικά πυρά από σκάφη της βρετανικής αεροπορίας που στάθμευαν στο αεροδρόμιο του Χασανίου (μετέπειτα Ελληνικού), από μονάδες όλμων εγκατεστημένες στο λόφο του Λυκαβηττού και από τα πλοία του βρετανικού πολεμικού ναυτικού που βρίσκονταν αγκυροβολημένα στον όρμο του Φαλήρου. Όμως η προσπάθεια αυτή ελαχιστοποίησης των απωλειών για τα βρετανικά στρατεύματα, συνεπάγονταν την αύξηση των θυμάτων ανάμεσα στους αμάχους. Ιδιαίτερα το τελευταίο δεκαήμερο του Δεκέμβρη, ο θάνατος για τους κατοίκους των ανατολικών συνοικιών ερχόταν από ψηλά. Οι όλμοι από το Λυκαβηττό και οι εφορμήσεις των βρετανικών αεροσκαφών, σκόρπιζαν το θάνατο, σε ανύποπτο χρόνο, ανάμεσα στους αμάχους. Οι αφηγήσεις των κατοίκων, όπως διασταυρώνονται και από τις εκθέσεις της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών, καταγράφουν δεκάδες, αν όχι εκατοντάδες, θανάτους αμάχων σε αυλές και ταράτσες σπιτιών, στις ουρές για τη διανομή συσσιτίου, σε κεντρικούς δρόμους και πλατείες. Παράλληλα, η τακτική αυτή των βρετανικών δυνάμεων, στόχευε στην κάμψη του ηθικού των μαχητών και μαχητριών του ΕΛΑΣ, λόγω των μεγάλων δυσκολιών που προκαλούσε στη τροφοδοσία τους. Όσο περνούσαν οι ημέρες όλο και λιγότερες ποσότητες τροφίμων έφταναν στους ελασίτες που βρίσκονταν ταμπουρωμένοι σε διάφορα σπίτια, καθώς η συνεχής διαρροή των κατοίκων προς ασφαλέστερες συνοικίες, τους στερούσε την αποφασιστικής σημασίας συνδρομή που τους παρείχαν.
Η ιδιομορφία του ΕΛΑΣ της Αθήνας
Για να γίνει κατανοητή η βαρύτητα που είχε η συνδρομή των αμάχων στο βαθμό μαχητικότητας του ΕΛΑΣ στις ανατολικές συνοικίες, θα πρέπει να γίνει αναφορά στις ιδιομορφίες που χαρακτήριζαν την ένοπλη δράση σε αυτές. Σε αντίθεση με τις βρετανικές δυνάμεις, τα τμήματα του ελληνικού στρατού και τα σώματα ασφαλείας, ο ΕΛΑΣ της Αθήνας υπήρξε κατεξοχήν λαϊκός στρατός, άρρηκτα συνδεδεμένος με το κοινωνικό, πολιτικό και πολιτισμικό περιβάλλον από το οποίο προέρχονταν τα μέλη του. Η μεγάλη πλειοψηφία των μαχητών και μαχητριών του αποτελούνταν από πολίτες που ανέλαβαν ένοπλη δράση κατά τη διάρκεια της κατοχικής περιόδου. Σε αντίθεση με τους επαγγελματίες στρατιωτικούς και τους έμπειρους στις πολεμικές αναμετρήσεις Βρετανούς και Έλληνες στρατιώτες, ο ΕΛΑΣ απαρτίζονταν από λίγους μόνιμους και έφεδρους αξιωματικούς που στελέχωσαν τα ηγετικά κλιμάκια και από ένα μεγάλο αριθμό νέων ηλικίας 17 έως 25 ετών, χωρίς καμία προϋπηρεσία στα όπλα.
Σε άμεση συνάρτηση με τα παραπάνω, ένα ακόμη κύριο χαρακτηριστικό - ιδιομορφία του ΕΛΑΣ της Αθήνας, υπήρξε η άρρηκτη σχέση που τον συνέδεε με τον άμαχο πληθυσμό. Ήδη από την περίοδο της Κατοχής είχε αναπτυχθεί η αμφίδρομη σχέση ανάμεσα στα αμιγώς στρατιωτικά και οργανωτικά δίκτυα των παράνομων εαμικών αντιστασιακών οργανώσεων και τα κοινωνικά δίκτυα των τοπικών κοινοτήτων (σχέσεις συγγένειας, εντοπιότητας, κοινή πολιτισμική καταγωγή). Οι ένοπλοι του ΕΛΑΣ πολεμούσαν μέσα στις γειτονιές που κατοικούσαν οι οικογένειές τους, οι συγγενείς και οι φίλοι τους. Με άλλα λόγια, τα μέλη του ΕΛΑΣ που δραστηριοποιούνταν στις ανατολικές συνοικίες, ήταν παράλληλα και μέλη των τοπικών κοινοτήτων. Στη βάση αυτών των παράλληλων ιδιοτήτων ο ΕΛΑΣ καρπώθηκε τα οφέλη που προέκυπταν από την πολύπτυχη συνδρομή των κατοίκων στη δράση του, μια συνδρομή που περισσότερο από την ιδεολογική ταύτιση με τον εαμικό πολιτικό λόγο, βασίζονταν στην αναγνώριση του δίκαιου χαρακτήρα του εαμικού αγώνα και στην προσπάθεια να εξασφαλιστεί η συνοχή της κοινότητας μέσα από την προστασία των νέων μελών της που συμμετείχαν στο ΕΑΜ. Από τη συγκέντρωση τροφίμων και το μαγείρεμα του συσσιτίου, έως το ράψιμο στολών και την παροχή υλικών για την περίθαλψη των τραυματιών, οι άμαχοι λειτούργησαν ως μια άτυπη επιμελητεία για τους ενόπλους του ΕΛΑΣ. Αν και αποτελεί ερώτημα προς διερεύνηση το κατά πόσο η εκ νέου προσφυγή στα όπλα, μόλις ενάμισι μήνα μετά την απελευθέρωση, χρεώθηκε πολιτικά στο ΕΑΜ και οδήγησε στην αποστασιοποίηση μέρους των υποστηρικτών του, η δράση του ΕΛΑΣ στηρίχθηκε σε μεγάλο βαθμό στη συνδρομή των αμάχων.
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετώπισε ο ΕΛΑΣ των ανατολικών συνοικιών κατά τη διάρκεια των Δεκεμβριανών, ήταν αυτό της νοσοκομειακής περίθαλψης. Η πρόσβαση στα νοσοκομεία της πόλης, ήταν εξαιρετικά δύσκολη λόγω των συνεχών συγκρούσεων. Τη βαρύτητα που είχε ο ρόλος των αμάχων στη δράση του ΕΛΑΣ, αναδεικνύει η αφήγηση του Γραμματέα της Εθνικής Αλληλεγγύης στον Υμηττό:
«Στη συνοικία μας φτιάξαμε 3 νοσοκομεία μέσα σε μια μέρα. Όλο το υλικό που χρειάστηκε το πρόσφερε ο κόσμος δίνοντας και τις προίκες των κοριτσιών του… Εγκαταστήσαμε 18 κρεββάτια στα γραφεία της γερμανικής εταιρείας «Γιούμο», 12 κρεββάτια στα γραφεία της Κ.Ο.Β. και 20 στο αστυνομικό τμήμα… Αμέσως μετά ανοίξαμε έρανο και ο κόσμος δεν μας αρνήθηκε τίποτα. Μαζέψαμε σε λίγες ώρες 100 οκ[άδες] μακαρόνια, 50 οκ[άδες] αλεύρι, πορτοκάλλια, κονσέρβες».[5]
Όπως προκύπτει από το παραπάνω απόσπασμα, η συνδρομή των αμάχων διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διεξαγωγή της σύγκρουσης, ενισχύοντας με ποικίλους τρόπους το εαμικό στρατόπεδο. Όταν το βράδυ της 5ης Δεκεμβρίου, μετά από κοπιαστική πολυήμερη πορεία, ένα Σύνταγμα του ΕΛΑΣ Κορίνθου κατόρθωσε να φτάσει στο Βύρωνα, οι πολιτικές οργανώσεις του ΕΑΜ κινητοποίησαν άμεσα τους κατοίκους:
«Χωρίς χρονοτριβή τους προσφέρθηκε από το λαό, ότι ήτανε δυνατό στις περιστάσεις εκείνες να τους ξεκουράσει, και ύστερα να πλυθούνε και να φάνε. Ένα συνεργείο γυναικών με τις ραπτομηχανές τους, εγκαταστάθηκε στα γρήγορα, μέσα στο χώρο που αργότερα λειτούργησε… η βιοτεχνία πουκαμίσων του Τάσου Μυλωνά, και έραβε συνέχεια όλη εκείνη τη νύχτα, από τόπια καμπότ που τους έφερε η Λαϊκή Επιτροπή της Ν. Ελβετίας, εσώρουχα για τους ταλαιπωρημένους λαϊκούς αγωνιστές.»[6]
Μια ακόμη ιδιαιτερότητα του ΕΛΑΣ της Αθήνας, ήταν η απόλυτη προσαρμογή της δράσης του στη χωροταξία των ανατολικών συνοικιών. Στα δαιδαλώδη και μικροσκοπικά σοκάκια ανάμεσα στα ατάκτως δομημένα παραπήγματα της Καισαριανής, οι μαχητές και μαχήτριες του ΕΛΑΣ μπορούσαν να ελίσσονται άνετα αξιοποιώντας την άριστη γνώση του χώρου. Οι άναρχα δομημένες παράγκες, η ανυπαρξία ρυμοτομίας, οι αθέατες εσωτερικές αυλές, τα απρόσμενα αδιέξοδα των δρόμων και οι μικρές σπηλιές του ρέματος, υπήρξαν μερικοί από τους παράγοντες που ακύρωναν στην πράξη τα πλεονεκτήματα του καλύτερου εξοπλισμού και της αρτιότερης οργάνωσης των εχθρικών δυνάμεων. Όπως και κατά τη διάρκεια της Κατοχής, έτσι και κατά τις συγκρούσεις του Δεκέμβρη, οι τρύπες στους τοίχους των σπιτιών λειτουργούσαν ως δίοδοι διαφυγής και ως μέσο περικύκλωσης του εχθρού. Επιπρόσθετα, η ανυπαρξία μεγάλων δρόμων και ελεύθερων χώρων, περιόριζε τις δυνατότητες ελιγμών αρμάτων μάχης και μεγάλων σχηματισμών πεζικού. Τέλος, ο ορεινός όγκος του Υμηττού, πρόσφερε στους ενόπλους του ΕΛΑΣ διόδους διαφυγής προς Βύρωνα και Καρέα και τη δυνατότητα σύμπτυξης των μονάδων τους στο βουνό.
Διαβάστε αύριο: Η μεγάλη επίθεση της 18ης Δεκεμβρίου
[1] Μάνος Ιωαννίδης, Φάκελος Νο 9745/Β. Στα χρόνια του μεγάλου αγώνα, Αθήνα, Μέδουσα 2005, σελ.
  190.
[2] Ορέστης Μακρής, ό.π., σελ. 224.
[3] Η έκθεση Σιάντου για τα Δεκεμβριανά, Αθήνα, Γλάρος 1986, σελ. 62.
[4] Μάνος Ιωαννίδης, ό.π., σελ. 194.
[5] Παρατίθεται στο Οι ανατολικές συνοικίες τον Δεκέμβρη του 1944, ό.π. σελ. 33.
[6] Κλεόβουλος Δενδρινός, Κατοχή-Απελευθέρωση-Δεκεμβριανά-Εμφύλιος 1941-1950, Βύρωνας 1982,
    αδημοσίευτα απομνημονεύματα.




Δεν υπάρχουν σχόλια: