..............................................................
Ξούθου και Μενάνδρου γωνία
- Γράφτηκε από τον/την Κώστας Κρεμμύδας
Ο ξεχωριστός με καταβολές στην Αριστερά και ειδικότερα στο ΚΚΕ, Κωστής
Μοσκώφ, έγραφε στη δεκαετία του ’80: Ο Βλαδίμηρος Μαγιακόφσκι είναι
ποιητής, άρα επαναστάτης, άρα και ερωτικός το ίδιο. Όπως ποιητής,
επαναστάτης και ερωτικός είναι ο Κωνσταντίνος Καβάφης. Η κοινωνική του
συνείδηση δεν είναι η συνείδηση του Εμείς (σ.σ. δε διαθέτει δηλαδή ο
ποιητής εμφανή πιστοποιητικά αριστεροφροσύνης), …αλλά η διαλεκτική σχέση
του Εγώ με το Εμείς. (Που αν θέλετε είναι και το ζητούμενο κάθε φορά
στην τέχνη και τη ζωή). Κι αν ένας «στιγματισμένος» ποιητής «με την
αρρωστημένη ψυχολογία του παρακμασμένου αστού» κατάφερε πριν 100 χρόνια
αυτόν τον συγκερασμό του Εγώ με το Εμείς, πώς δικαιολογείται η σημερινή
μας αποτυχία, με το Εγώ (ως παρέα, ομάδα, τάση, κόμμα) να
μονοπωλεί/νομιμοποιεί λυσσαλέες επιθέσεις, δίχως καν το πρόσχημα της
συλλογικής έκφρασης; Πριν 40 χρόνια κοπτόμαστε για την αυτονομία των
συνδικάτων από κόμματα, κυβέρνηση και εργοδοσία. Σήμερα διαφημίζουμε από
ραδιοφώνου, μονομερώς, συνδικαλιστικές παρατάξεις! Αλλά και βιβλία,
έντυπα, συγγραφείς, όχι με γνώμονα την ποιότητα της δουλειάς τους αλλά
τις διαπροσωπικές σχέσεις.
Προκειμένου να ξεφύγω, για όσο καιρό μού αναλογεί η ανοχή, από τη μπόχα, τη μαυρίλα και την εγκατάλειψη της σύγχρονης Αθήνας, την οποία οι παθητικοί δημότες θα κληθούν σε λίγους μήνες ν’ αποτελειώσουν από κοινού με τις άλλες ελληνικές πόλεις, επιλέγοντας μεταξύ των πλέον ακατάλληλων που θα υποδείξουν οι κομματικοί μηχανισμοί, σχεδίαζα με αφορμή τα διηγήματα «Εννέα, Τρυφερή Αθήνα» του Άγγελου Γέροντα, μια προσέγγιση στον Κολωνό, μέσα από τα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια. Μια ελεγεία για τη γενιά μας που τσαλαπάτησε σε πολλά, αδόκιμα, μπορεί φοβισμένα, μπορεί ακροθιγώς (και αναποτελεσματικά όπως δείχνει η τωρινή μας κατάντια), μα με τη διάθεση να τα δώσει όλα για όλα μέχρι τελικής πτώσης.
Άλλωστε ο τυφλωμένος με τα ίδια του τα χέρια Οιδίπους που ξεκίνησε ακουμπώντας στον ώμο της κόρης του οδηγού Αντιγόνης, από την Καδμεία (την πόλη που ίδρυσε ο Κάδμος, αδελφός της χαμένης Ευρώπης (με το «χαμένης» δεν απαξιώνω και δε συσχετίζω τη σύγχρονη κατάντια της), είναι ο καλύτερος συμβολισμός για την εποχή και τους ανθρώπους της. Που τελικά δεν θα εμπιστευθούν την τύχη τους στους ποιητές –κι ας πάσχιζαν από κείνα τα χρόνια οι τραγικοί κι ο Αριστοφάνης να τους πείσουν–, αλλά στους πολιτικούς. Που με τη σειρά τους χρησιμοποιούν την ποίηση μόνον ως (δύστυχα) δίστιχα από του βήματος της Βουλής και στις προσόψεις των λεωφορείων κατά το πρότζεκτ του άλλοτε γραμματοκομιστή του Κοσκωτά και νυν Συμβούλου του σχετικού προγράμματος Αναστάσιου – Ιωάννη Δ. Μεταξά.
Η διαφορά και η αξία της ανάμνησης, για να ξαναγυρίσουμε στον Κολωνό τού Οιδίποδα, είναι όταν μετατρέπεται από προσωπική στιγμή σε γεγονός ευρύτερου ενδιαφέροντος. Τότε μόνο αξίζει να μοιραστώ την ατομική μου συγκίνηση. (Άλλως οφείλω να αναμετρηθώ μόνος με τα περιορισμένου βεληνεκούς βιώματά μου, δηλαδή να σωπάσω). Κι αυτό είναι το ζητούμενο στην τέχνη: πώς πέρα από πληροφορία, αποκτά το κείμενο καλλιτεχνική υπόσταση. Δηλαδή δυνατότητα συνομιλίας με τον απέναντι-άγνωστο. Και προοπτική συν-κίνησης. Μια διαδικασία δηλαδή σε διαρκή ροή. Το αντίθετο της πλήξης/αδράνειας. Από την άποψη αυτή το στοίχημα παίζεται από σκηνής με δυο πρωταγωνιστές: τον συγγραφέα και τους θεατές/αναγνώστες ως κριτές και συμμέτοχους. Έτσι όπως το αφηγείται ο Μάνος Χατζιδάκις στον πρόλογο του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο με την αισθαντική ερμηνεία του Δημήτρη Μυράτ:
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,/ είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.// Είναι οι γυναίκες που μας ρωτούν,/ είναι τα παιδιά που μας κοιτούν,/ έτσι που, εσείς, καθώς κι εγώ,/ αφήνουμε την ώρα να πηγαίνει μόνη της// Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,/ είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.// Είναι η αδιακρισία σας στη μοναξιά μας/ είναι η αναπνοή σας στη σιωπή μας/ τέλος είναι η αγάπη σας, Για μας
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Προκειμένου να ξεφύγω, για όσο καιρό μού αναλογεί η ανοχή, από τη μπόχα, τη μαυρίλα και την εγκατάλειψη της σύγχρονης Αθήνας, την οποία οι παθητικοί δημότες θα κληθούν σε λίγους μήνες ν’ αποτελειώσουν από κοινού με τις άλλες ελληνικές πόλεις, επιλέγοντας μεταξύ των πλέον ακατάλληλων που θα υποδείξουν οι κομματικοί μηχανισμοί, σχεδίαζα με αφορμή τα διηγήματα «Εννέα, Τρυφερή Αθήνα» του Άγγελου Γέροντα, μια προσέγγιση στον Κολωνό, μέσα από τα παιδικά και εφηβικά μας χρόνια. Μια ελεγεία για τη γενιά μας που τσαλαπάτησε σε πολλά, αδόκιμα, μπορεί φοβισμένα, μπορεί ακροθιγώς (και αναποτελεσματικά όπως δείχνει η τωρινή μας κατάντια), μα με τη διάθεση να τα δώσει όλα για όλα μέχρι τελικής πτώσης.
Άλλωστε ο τυφλωμένος με τα ίδια του τα χέρια Οιδίπους που ξεκίνησε ακουμπώντας στον ώμο της κόρης του οδηγού Αντιγόνης, από την Καδμεία (την πόλη που ίδρυσε ο Κάδμος, αδελφός της χαμένης Ευρώπης (με το «χαμένης» δεν απαξιώνω και δε συσχετίζω τη σύγχρονη κατάντια της), είναι ο καλύτερος συμβολισμός για την εποχή και τους ανθρώπους της. Που τελικά δεν θα εμπιστευθούν την τύχη τους στους ποιητές –κι ας πάσχιζαν από κείνα τα χρόνια οι τραγικοί κι ο Αριστοφάνης να τους πείσουν–, αλλά στους πολιτικούς. Που με τη σειρά τους χρησιμοποιούν την ποίηση μόνον ως (δύστυχα) δίστιχα από του βήματος της Βουλής και στις προσόψεις των λεωφορείων κατά το πρότζεκτ του άλλοτε γραμματοκομιστή του Κοσκωτά και νυν Συμβούλου του σχετικού προγράμματος Αναστάσιου – Ιωάννη Δ. Μεταξά.
Η διαφορά και η αξία της ανάμνησης, για να ξαναγυρίσουμε στον Κολωνό τού Οιδίποδα, είναι όταν μετατρέπεται από προσωπική στιγμή σε γεγονός ευρύτερου ενδιαφέροντος. Τότε μόνο αξίζει να μοιραστώ την ατομική μου συγκίνηση. (Άλλως οφείλω να αναμετρηθώ μόνος με τα περιορισμένου βεληνεκούς βιώματά μου, δηλαδή να σωπάσω). Κι αυτό είναι το ζητούμενο στην τέχνη: πώς πέρα από πληροφορία, αποκτά το κείμενο καλλιτεχνική υπόσταση. Δηλαδή δυνατότητα συνομιλίας με τον απέναντι-άγνωστο. Και προοπτική συν-κίνησης. Μια διαδικασία δηλαδή σε διαρκή ροή. Το αντίθετο της πλήξης/αδράνειας. Από την άποψη αυτή το στοίχημα παίζεται από σκηνής με δυο πρωταγωνιστές: τον συγγραφέα και τους θεατές/αναγνώστες ως κριτές και συμμέτοχους. Έτσι όπως το αφηγείται ο Μάνος Χατζιδάκις στον πρόλογο του «Απόψε αυτοσχεδιάζουμε» του Πιραντέλο με την αισθαντική ερμηνεία του Δημήτρη Μυράτ:
Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,/ είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.// Είναι οι γυναίκες που μας ρωτούν,/ είναι τα παιδιά που μας κοιτούν,/ έτσι που, εσείς, καθώς κι εγώ,/ αφήνουμε την ώρα να πηγαίνει μόνη της// Η παράσταση δεν είναι φώτα, δεν είναι σκηνικό,/ είναι οι άνθρωποι, εσείς κι εγώ.// Είναι η αδιακρισία σας στη μοναξιά μας/ είναι η αναπνοή σας στη σιωπή μας/ τέλος είναι η αγάπη σας, Για μας
Κώστας Κρεμμύδας
mandragoras_magazine@yahoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου