...........................................................
Κώστας Βάρναλης: Το Φως που πάντα Καίει…
Υπάρχουν εποχές που δεν σου αφήνουν πολλά καλά για να
θυμάσαι. Ξεχωρίζουν τότε οι άνθρωποι που αντιστάθηκαν στους καιρούς, κι
είναι μ’ έναν τρόπο, πάντοτε παρόντες και παρούσες: Σαν σήμερα,
16/12/1974, έφυγε αυτός που για το πολυσχιδές, άνισο μα και απόλυτα
υπαρκτό και σεβαστό λαϊκό αριστερό κίνημα των χρόνων του ήταν γνωστός
ως «μπαρμπα Κώστας», γνωστός και στους επίσημους λογοτεχνικούς κύκλους
ως ο ποιητής Κώστας Βάρναλης.
Γεννημένος στο Μπουργκάς της σημερινής Βουλγαρίας (Πύργος) και
σπουδαγμένος στη Φιλιππούπολη, (Πλόβντιβ) σημαδεύεται ως έφηβος από τον
ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897. Υπηρέτησε στην εκπαίδευση και μάλιστα
για κάποια χρόνια στην ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Σημαντική
για την διαμόρφωση της κοινωνικής και παρεπόμενα της ποιητικής
συνείδησής του υπήρξε η φοίτηση του στο περίφημο Διδασκαλείο του Δ.
Γληνού (σε εποχή που κάτι τέτοιο δεν ήταν ακριβώς αυτονόητο, αφού είχαμε
στη παιδεία μεγάλους διωγμούς).
Διαβάστε επίσης:
Κώστας Βάρναλης: ο ποιητής της εργατιάς
Κώστας Βάρναλης: ο ποιητής της εργατιάς
Η γνωριμία του με τα άγρια πεδία των μαχών του Β Βαλκανικού Πολέμου
και η συνέχιση των σπουδών του στο Παρίσι, τον οδήγησαν τόσο μέσω της
εμπειρίας όσο και μέσω της κριτικής γνώσης και σκέψης, στην αποδοχή του
μαρξισμού, όπως φαίνεται στον Προσκυνητή, την «στροφή» του έργου του:
Μὲς στὴ σιωπὴ σ᾿ ἀργαζόμουν, Καράβι,
ὡς τὸ χρυσὸ κουκούλι της ἡ κάμπια·
καὶ φουντωμένο φλόγες τώρ᾿ ἀνάβει
τὸ κορμί, τὸ κατάρτι σου κ᾿ ἡ γάμπια·
καὶ νά σου ὁλόρτο στῆθος, ὁποὺ θραύει
τὰ πεπρωμένα - πολεμίστρα τάμπια!
Καὶ κάθε ξύλο, ὡς γεύτηκε το αλάτι,
ἔγινε Νοῦς καὶ Θέληση και Μάτι.
ὡς τὸ χρυσὸ κουκούλι της ἡ κάμπια·
καὶ φουντωμένο φλόγες τώρ᾿ ἀνάβει
τὸ κορμί, τὸ κατάρτι σου κ᾿ ἡ γάμπια·
καὶ νά σου ὁλόρτο στῆθος, ὁποὺ θραύει
τὰ πεπρωμένα - πολεμίστρα τάμπια!
Καὶ κάθε ξύλο, ὡς γεύτηκε το αλάτι,
ἔγινε Νοῦς καὶ Θέληση και Μάτι.
Ενώ το 1921 γράφει το εκπληκτικό «Το φως που Καίει» ικανός για τους πλέον ρωμαλέους και τους πιο απίστευτα λυρικούς στίχους:
Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά…
ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ
στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω
ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά…
…/Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.
μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ
καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου,
πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά.
«...Xαιρόμουν να ζω στην ωραία εποχή των μεγάλων κοινωνικών ανακατατάξεων και στο Φως που Kαίει του Bάρναλη...» γράφει ο Γ. Pίτσος στο Tερατώδες αριστούργημα.
Ο Βάρναλης, πια καταξιωμένος, δεν ξεχνά την ταξική καταγωγή του ούτε και την βασική ιδεολογική επιλογή του και πορεύεται στο πλάι των αγώνων του ελληνικού εργατικού κινήματος, δημιουργώντας ανάμεσα σε άλλα ποιήματα θρύλους όπως τους Μοιραίους – γραμμένους σε μια υπόγεια ταβέρνα στην Πλάκα- την χιλιοτραγουδισμένη Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, ή τον Οδηγητή, που αποτελούν συμπυκνωμένη καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής και των ελπίδων που γέννησε, ελπίδες που παρόλο που –κυνηγημένες- κακοφόρμισαν παραμένουν ως ισχυρή παρακαταθήκη στους μελλούμενους.
Ο Βάρναλης, πια καταξιωμένος, δεν ξεχνά την ταξική καταγωγή του ούτε και την βασική ιδεολογική επιλογή του και πορεύεται στο πλάι των αγώνων του ελληνικού εργατικού κινήματος, δημιουργώντας ανάμεσα σε άλλα ποιήματα θρύλους όπως τους Μοιραίους – γραμμένους σε μια υπόγεια ταβέρνα στην Πλάκα- την χιλιοτραγουδισμένη Μπαλάντα του κυρ Μέντιου, ή τον Οδηγητή, που αποτελούν συμπυκνωμένη καταγραφή μιας ολόκληρης εποχής και των ελπίδων που γέννησε, ελπίδες που παρόλο που –κυνηγημένες- κακοφόρμισαν παραμένουν ως ισχυρή παρακαταθήκη στους μελλούμενους.
Ξεχωριστό κεφάλαιο της γνήσιας από μέρους του αποδοχής της λαϊκής
κουλτούρας και της ποιητικής μαστοριάς του ταυτόχρονα, υπήρξε η συχνή
χρήση όχι της απόμακρης, ενίοτε ειρωνικής θεωρητικής γλώσσας μιας (με τα
δικά της πλεονεκτήματα αλλά και ισχυρά μειονεκτήματα) «αστικής»
αριστεράς, αλλά των θαυμαστών μοτίβων της λαϊκής θρησκευτικής
παράδοσης, μέσα από ένα όχι ακίνητο αλλά ανατρεπτικό πρίσμα:
Ποῦ νὰ σὲ κρύψω, γιόκα μου, νὰ μὴ σὲ φτάνουν οἱ κακοί;
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις. (από το περίφημο οι Πόνοι της Παναγιάς)
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω! (Μαγδαληνή)
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα! (Η Μάνα του Χριστού)
Σὲ ποιὸ νησὶ τοῦ Ὠκεανοῦ, σὲ ποιὰ κορφὴν ἐρημική;
Δὲ θὰ σὲ μάθω νὰ μιλᾷς καὶ τ᾿ ἄδικο φωνάξεις.
Ξέρω πῶς θἄχεις τὴν καρδιὰ τόσο καλή, τόσο γλυκή,
ποὺ μὲ τὰ βρόχια τῆς ὀργῆς ταχιὰ θενὰ σπαράξεις. (από το περίφημο οι Πόνοι της Παναγιάς)
Κανεὶς (καὶ πλήθη καὶ σοφοὶ καὶ μαθητάδες καὶ γονιοί)
δὲν ξάνοιγε τὸ σπαραγμὸ στὰ θάματά σου πίσω.
Κι᾿ ἂν πρόσμενες τὸ λυτρωμό σου ἀπὸ τὴν ἄδικη θανή,
ἐγὼ μονάχα τό ῾νιωσα, ποὺ ἤμουνα λάσπη καὶ κοινή,
πόσο, Χριστέ ῾σουν ἄνθρωπος! Κι᾿ ἐγὼ θὰ σ᾿ ἀναστήσω! (Μαγδαληνή)
Μὰ γιατί νὰ σταθῇς νὰ σὲ πιάσουν! Κι᾿ ἀκόμα
σὰ ρωτήσανε: «Ποιὸς ὁ Χριστός;» τί ῾πες «Νά με!»
Ἄχ! δὲν ξέρει τί λέει τὸ πικρό μου τὸ στόμα!
Τριάντα χρόνια, παιδί μου, δὲ σ᾿ ἔμαθ᾿ ἀκόμα! (Η Μάνα του Χριστού)
Έτσι, ανθρωποποιώντας τον Θεό (ισχυρή παράδοση αυτού του τόπου)
μεγαλύνει, θεοποιεί ταυτόχρονα και τον άνθρωπο, αναδεικνύοντας την
φαλκίδευση του (σεβαστού) θρησκεύεσθαι από τους (ανάξιους σεβασμού
συνήθως) πολιτικούς και θρησκευτικούς ταγούς:
Σαράντα λύκοι μὲ προβιὰ (γι᾿ αὐτοὺς χτυπᾷ ἡ καμπάνα)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι». (Πρωτοχρονιάτικο)
καθένας γουρουνόπουλο, καθένας νταμιτζάνα!
Κι ἀπὲ ρεβάμενοι βαθιὰ ξαπλώσανε στὸ τζάκι,
κι ἀβάσταγες ἐνιώσανε φαγοῦρες στὸ μπατζάκι.
Ὄξ᾿ ὁ κοσμάκης φώναζε: «Πεινᾶμε τέτοιες μέρες»
γερόντοι καὶ γερόντισσες, παιδάκια καὶ μητέρες
κ᾿ οἱ τῶν ἐπίγειων ἀγαθῶν σφιχτοὶ νοικοκυρέοι
ἀνοῖξαν τὰ παράθυρα καὶ κράξαν: «Εἶστε ἀθέοι». (Πρωτοχρονιάτικο)
Η ίδια προσέγγιση σεβασμού της παράδοσης και δημιουργικής
μεταστοιχείωσης της υπάρχει και στα αρχαιοελληνικά μοτίβα, όπως φαίνεται
στην Απολογία του Σωκράτη, ενώ δεν λείπουν από την ευγενική πένα του
και η χολή που ταιριάζει στην χυδαιότητα της δήθεν δημοκρατικής
εξουσίας:
Νὰ μὴν ἀκούω καὶ νὰ μὴ βλέπω νὰ πατῶ.
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο. (Πως μας θέλει η «Αληθής Δημοκρατία»)
Νὰ μὴ νογάω καὶ νά ῾χω τὸ στόμα βουλωτό.
Νὰ μὴ μὲ φαρμακών᾿ ἡ μπόχα τοῦ καιροῦ μου.
Χωρὶς αὐτιὰ καὶ μάτια, μύτη καὶ μυαλό,
μουγκὸς νὰ πηαίνω, ὅποτε μοῦ ῾ρθει, πρὸς νεροῦ μου,
κι ἅμα τσινάει ὁ Γάϊδαρος νὰ μὴ γελῶ.
Καὶ σὰ μὲ καρυδώνουνε μουνοῦχο σκλάβο
οἱ Ἀμερικάνοι, ἐγὼ νὰ βλαστημάω τὸ Σλάβο. (Πως μας θέλει η «Αληθής Δημοκρατία»)
Ο Βάρναλης, έχοντας απέναντι του έναν καιρό που σαν το υνί άργασε το
σώμα των αγνότερων (τον ίδιο πάντοτε καιρό θαρρώ) θα γράψει ως
παρακαταθήκη στον γιο (σε κάθε επίγονο) του:
Στὸν κόσμο γιατί σ᾿ ἔφερα; Ἂν μοῦ μοιάσεις
κυνηγημένος θά ῾σαι ὁλοζωὶς
ἢ νύχτα σκοτωμένος (πέμπτος ὄροφος)
θὰ σαλτάρεις στὸ δρόμο «διαλαθῶν»
ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι τ᾿ ἀποπάτου,
ἢ μ᾿ ἀλλουνοὺς «εἰς τὸν συνήθη τόπον»
θὰ σὲ καρφώσουν ἄγνωστον μ᾿ ἀγνώστους
μὲ χέρια ἑλληνικὰ ντουφέκια ξένα,
χωρὶς ὄνομα, πῶς καὶ ποῦ. Οἱ προδότες
θ᾿ ἀπαγορεύουν καὶ τὰ κόλλυβά σας.
Ἂν ὅμως δὲ μοῦ μοιάσεις, ἡ ντροπὴ
καταδικιά μου θά ῾ναι, ὄχι δικιά σου.
Καταδότης, τσολιὰς καὶ μπλοκαδόρος,
ὅσο βουλιάζεις στὰ σκατά, ἄλλο τόσο
θὰ βγαίνεις καθαρὸς καὶ τιμημένος.
κυνηγημένος θά ῾σαι ὁλοζωὶς
ἢ νύχτα σκοτωμένος (πέμπτος ὄροφος)
θὰ σαλτάρεις στὸ δρόμο «διαλαθῶν»
ἀπ᾿ τὸ παραθυράκι τ᾿ ἀποπάτου,
ἢ μ᾿ ἀλλουνοὺς «εἰς τὸν συνήθη τόπον»
θὰ σὲ καρφώσουν ἄγνωστον μ᾿ ἀγνώστους
μὲ χέρια ἑλληνικὰ ντουφέκια ξένα,
χωρὶς ὄνομα, πῶς καὶ ποῦ. Οἱ προδότες
θ᾿ ἀπαγορεύουν καὶ τὰ κόλλυβά σας.
Ἂν ὅμως δὲ μοῦ μοιάσεις, ἡ ντροπὴ
καταδικιά μου θά ῾ναι, ὄχι δικιά σου.
Καταδότης, τσολιὰς καὶ μπλοκαδόρος,
ὅσο βουλιάζεις στὰ σκατά, ἄλλο τόσο
θὰ βγαίνεις καθαρὸς καὶ τιμημένος.
Ο μπαρμπά Κώστας, συνοδοιπόρος στις μεγάλες πορείες δύσκολων καιρών,
εξαιρετικά κουρασμένος, άφησε σε μια γωνιά το μπαστούνι (τα γόνατα του)
και σε μια άλλη την πένα του κι αποχαιρέτησε τον σκληρό μα και
συναρπαστικό αυτόν κόσμο στις 16 του Δεκέμβρη του 1974, λίγο μετά την
πτώση της δικτατορίας. Απών από τότε; Μα…Θα ξανάρθουμε… και δίχως πόδια θα ξανάρθουμε…
έγραψε ο Ρίτσος στην τελευταία προ Ανθρώπου Εκατονταετία: Ο ίδιος ο
Βάρναλης (στο Τρεις Θάνατοι) έγραψε έναν χρόνο πριν, μιλώντας ειρωνικά
για τη θανή την δική του:
Ζηλεύω σου τὸ θάρρος, Καρυωτάκη,
νὰ σμπαραλιάσεις τὴν τρανὴ καρδιά,
καὶ τὴν κακοτυχιά σου, Ὀλύμπιε Τάκη,
νὰ σὲ πάρουν τὰ κύματα βαθιά.
Μὲ πάει γελώντας ὁ Χάρος στὰ ἑκατό μου,
σιχάθηκα τὸν ἄχαρο ἑαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι ἂν ὄχι ἐμέ, τὴ θύμησή μου πᾶρε. (Τρεις Θάνατοι)
νὰ σμπαραλιάσεις τὴν τρανὴ καρδιά,
καὶ τὴν κακοτυχιά σου, Ὀλύμπιε Τάκη,
νὰ σὲ πάρουν τὰ κύματα βαθιά.
Μὲ πάει γελώντας ὁ Χάρος στὰ ἑκατό μου,
σιχάθηκα τὸν ἄχαρο ἑαυτό μου.
Σπλαχνίσου με, καταραμένε Χάρε,
κι ἂν ὄχι ἐμέ, τὴ θύμησή μου πᾶρε. (Τρεις Θάνατοι)
Μπορεί οι μνήμες να τον στοίχειωναν τον Βάρναλη αρνητικά πια, («40
χρόνια τώρα βάσανα και διωγμοί» που έγραψε κι ο Λοΐζος) αλλά η δική του
μνήμη δεν στοιχειώνει, μεγαλύνει, αναβαπτίζοντας με την ουσιαστική και
καθόλου ξύλινη γλώσσα της ποίησης, την απόφαση των ανθρώπων να πηγαίνουν
κόντρα στους καιρούς, αποτελώντας ανάχωμα στο να μην σβήσει η
προσπάθεια γι’ ανθρώπινους ανθρώπους… Καλύτερα να ανάψεις ένα κερί παρά
να καταριέσαι το σκοτάδι, λέει η γνωστότερη Κινέζικη (αν κι άλλλοι την
αποδίδουν στην Εβραϊή Κσαμπάλα) παροιμία. Αυτό έκανε μια ζωή ολόκληρη,
με λόγια και πράξεις, ο μπαρμπα Κώστας. Κι αυτή η κληρονομιά, όπως κι αν την ονομάζει κάθε εποχή και τόπος, είναι το Φως που Πάντα Καίει…
Ελένη Καρασαββίδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου