...........................................................
Τα τζιτζίκια στο μπαλκόνι
της Δώρας Βλάχου
Τα τζιτζίκια στο μπαλκόνι
της Δώρας Βλάχου
- Η μάνα σου, κοιμήθηκε;
- Ναι δεν την ακούς; Κάνει σαν προπέλα. Η δικιά σου;
- Νομίζω. Έχει σκεπαστεί με το σεντόνι γιατί την κυνηγάει μία μύγα.
Πάμε κι ο Θεός βοηθός
Τα καλοκαίρια στην Αίγινα ο μεσημεριανός ύπνος ήταν παραβάτο δικαίωμα για τους μεγάλους και ανειλημμένη υποχρέωση για τους μικρούς. "Μην ακούσω κιχ!" έλεγε η μάνα μου και η θεία μου συμφωνούσε προειδοποιώντας ότι αν δεν κοιμηθούμε "το απόγευμα δεν έχετε να πάτε πουθενά!"
Βγαίναμε πάντα από την πόρτα της κουζίνας που έτριζε πάντα λιγότερο από την άλλη.
Με βήματα αέρινα σαν μπαλαρίνες, το κορμί σκυμμένο προς τα εμπρός σε μια αργή ρυθμική κίνηση της ράχης πάνω - κάτω, σαν τα αιλουροειδή καθώς φθάνουν στο θήραμά τους, με βλέμμα πονηρό κι ανυπόμονο και τα χέρια μας να κρατούν το στόμα σφιχτά για να συγκρατήσουν τα γέλια που θα μας έπνιγαν για λίγο ακόμη.
Μια αρμαθιά με τον Άγιο Νεκτάριο σε μεταλλικό μπρελόκ ήταν πάντα στην κλειδαριά. Τα χουφτώναμε όλα μαζί καθώς ανοίγαμε την πόρτα για να μην ακουστούν επειδή την τελευταία φορά που κουδούνισε ο Άγιος μας έκανε άνω κάτω. Η μάνα μου ενοχλήθηκε κι έκανε ένα τριπλό τς! τς! τς! αλλά η θεία μου ξύπνησε για τα καλά και περάσαμε τ' απόγευμα καθαρίζοντας φασολάκια γι' αύριο. Η ξαδέλφη μου είπε ότι η μάνα της πήγε και κοινώνησε, γι' αυτό ο Άγιος Νεκτάριος ήταν με το μέρος της και την ειδοποίησε. Καλά, αυτό είναι δίκαιο; Πάντως, εμείς από τότε μάθαμε τον ασφαλέστερο δρόμο για την ελευθερία. Και όταν νιώθαμε ότι η απόδρασή μας ήταν γεγονός και είχαμε πλέον βγει από το σπίτι, τότε ορθώναμε το κορμί και τρέχαμε στο χωράφι, σαν να μας κυνηγούν. Τα παντοφλάκια μας πετάγονταν στον αέρα και τα ξαναμαζεύαμε χωρίς να μειώσουμε ταχύτητα. Ο ήλιος μα ς έκαιγε δυνατά και μεις τιν κοιτούσαμε με θράσος κατάματα. Κουνούσαμε τα κεφάλια δεξιά-αριστερά για να ανεμίζουν τα μαλλιά μας. Τρέχαμε πάνω στα ξερά χόρτα και τις τσουκνίδες κι αυτά μας τσιμπούσαν τα πόδια, καμιά φορά μάτωναν, αλλά δεν μας ένοιαζε.
Μετά απο δύο λεπτά είχαμε φτάσει στο αγαπημένο μας μεσημεριανό καταφύγιο: Κάτω από τη συκιά του Γιάννη του νερουλά. Ένα δέντρο που φαινόταν στα μάτια μας θηριώδες. Είχε πολύ χοντρό κορμό, κουφάλα, πυκνό φύλλωμα, λίγα σύκα και πολλά τζιτζίκια. Με τα μάγουλα κατακόκκινα, ιδρωμένες, λαχανιασμένες και σκασμένες στα γέλια ξαπλώνα με στη σκιά του. Με τα κεφάλια ενωμένα και ποδια-χέρια ανοιχτά παίζαμε κρυφτό με τις αχτίνες του ήλιου που περνούσαν ανάμεσα στα κλαδιά και τα φύλλα. Και τότε άρχιζαν οι τζίτζικες το κεφάτο πρόγραμμά τους. Λες κα μας περίμεναν να δυναμώσουν το τραγούδι. Πλησιάζαμε αργά-αργά στο δέντρο και βλέπαμε τα κορμιά τους, κολλημένα επάνω στον φλοιό, με τα κεφάλια να κοιτάζουν προς τα επάνω, ντυμένοι σαν φαντάροι με στολή παραλλαγής.
Στρογγυλεύαμε τις χούφτες μας, πλησιάζαμε αργά-αργά και τους καπακώναμε. Αυτοί συνέχιζαν τώρα παγιδευμένοι μεσα στα φλιτζανάκια των χεριών μας, να τραγουδούν π[ιο δυνατά, με άλλο ίσως ρεπερτόριο πιο ροκ. Ίσως και χαρντ ροκ. Δεν ξέρω είναι αλήθεια ότι δεν συμμεριζόμαστε την αγωνία τους. Εμείς πάντως δεν είχαμε καμιά πρόθεση να τους τρομάξουμε. Θέλαμε απλώς να τραγουδούνε μόνο για μας. που λενε. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε πολύ και γελούσα δυνατά, όταν ο καλλιτέχνης προσπαθούσε να ξεφύγει και κουνώντας τα φτερά και τα πόδια του μου γαργαλούσε τα δάχτυλα. Γι' αυτό και τον απελευθερωνα με μια μικρή καθυστέρηση. Αυτό γινόταν με όλα τα τζιτζίκια ... του κορμού της συκιάς του Γιάννη του νερουλά. Κάθε μεσημεράκι καλοκαιρινό.
Μια αρμαθιά με τον Άγιο Νεκτάριο σε μεταλλικό μπρελόκ ήταν πάντα στην κλειδαριά. Τα χουφτώναμε όλα μαζί καθώς ανοίγαμε την πόρτα για να μην ακουστούν επειδή την τελευταία φορά που κουδούνισε ο Άγιος μας έκανε άνω κάτω. Η μάνα μου ενοχλήθηκε κι έκανε ένα τριπλό τς! τς! τς! αλλά η θεία μου ξύπνησε για τα καλά και περάσαμε τ' απόγευμα καθαρίζοντας φασολάκια γι' αύριο. Η ξαδέλφη μου είπε ότι η μάνα της πήγε και κοινώνησε, γι' αυτό ο Άγιος Νεκτάριος ήταν με το μέρος της και την ειδοποίησε. Καλά, αυτό είναι δίκαιο; Πάντως, εμείς από τότε μάθαμε τον ασφαλέστερο δρόμο για την ελευθερία. Και όταν νιώθαμε ότι η απόδρασή μας ήταν γεγονός και είχαμε πλέον βγει από το σπίτι, τότε ορθώναμε το κορμί και τρέχαμε στο χωράφι, σαν να μας κυνηγούν. Τα παντοφλάκια μας πετάγονταν στον αέρα και τα ξαναμαζεύαμε χωρίς να μειώσουμε ταχύτητα. Ο ήλιος μα ς έκαιγε δυνατά και μεις τιν κοιτούσαμε με θράσος κατάματα. Κουνούσαμε τα κεφάλια δεξιά-αριστερά για να ανεμίζουν τα μαλλιά μας. Τρέχαμε πάνω στα ξερά χόρτα και τις τσουκνίδες κι αυτά μας τσιμπούσαν τα πόδια, καμιά φορά μάτωναν, αλλά δεν μας ένοιαζε.
Μετά απο δύο λεπτά είχαμε φτάσει στο αγαπημένο μας μεσημεριανό καταφύγιο: Κάτω από τη συκιά του Γιάννη του νερουλά. Ένα δέντρο που φαινόταν στα μάτια μας θηριώδες. Είχε πολύ χοντρό κορμό, κουφάλα, πυκνό φύλλωμα, λίγα σύκα και πολλά τζιτζίκια. Με τα μάγουλα κατακόκκινα, ιδρωμένες, λαχανιασμένες και σκασμένες στα γέλια ξαπλώνα με στη σκιά του. Με τα κεφάλια ενωμένα και ποδια-χέρια ανοιχτά παίζαμε κρυφτό με τις αχτίνες του ήλιου που περνούσαν ανάμεσα στα κλαδιά και τα φύλλα. Και τότε άρχιζαν οι τζίτζικες το κεφάτο πρόγραμμά τους. Λες κα μας περίμεναν να δυναμώσουν το τραγούδι. Πλησιάζαμε αργά-αργά στο δέντρο και βλέπαμε τα κορμιά τους, κολλημένα επάνω στον φλοιό, με τα κεφάλια να κοιτάζουν προς τα επάνω, ντυμένοι σαν φαντάροι με στολή παραλλαγής.
Στρογγυλεύαμε τις χούφτες μας, πλησιάζαμε αργά-αργά και τους καπακώναμε. Αυτοί συνέχιζαν τώρα παγιδευμένοι μεσα στα φλιτζανάκια των χεριών μας, να τραγουδούν π[ιο δυνατά, με άλλο ίσως ρεπερτόριο πιο ροκ. Ίσως και χαρντ ροκ. Δεν ξέρω είναι αλήθεια ότι δεν συμμεριζόμαστε την αγωνία τους. Εμείς πάντως δεν είχαμε καμιά πρόθεση να τους τρομάξουμε. Θέλαμε απλώς να τραγουδούνε μόνο για μας. που λενε. Η αλήθεια είναι ότι μου άρεσε πολύ και γελούσα δυνατά, όταν ο καλλιτέχνης προσπαθούσε να ξεφύγει και κουνώντας τα φτερά και τα πόδια του μου γαργαλούσε τα δάχτυλα. Γι' αυτό και τον απελευθερωνα με μια μικρή καθυστέρηση. Αυτό γινόταν με όλα τα τζιτζίκια ... του κορμού της συκιάς του Γιάννη του νερουλά. Κάθε μεσημεράκι καλοκαιρινό.
Το απόγευμα καρπούζι στη βεράντα, ψωμί με βούτυρο και σπιτική μαρμελάδα, σχεδιασμός για την επόμενη μέρα: "Τι θα φάμε αύριο;" "Έλα ρε μαμά παάαλι γεμιστά;" Το σπίτι της θείας Τασίας στην Αίγινα, ήταν ένα σπιτάκι μια σταλιά που χωρούσε μέσα, τον κόσμο όλο. Και η καρδιά της, το ίδιο. Τα πάντα μου έχουν λείψει από τότε. Τα πάντα. Εικόνες, συναισθήματα, γεύσεις, μυρωδιές, ήχοι... Κι αυτός είναι ο ήχος που έχω συνδέσει τα καλοκαίρια στην Αίγινα. Το τραγούδι του τζίτζικα...
Τις προάλλες ο γιος μου, που είναι πια παλικαράκι, φιλοξενηθηκε από την οικογένεια κάποιου συμμαθητή του στην Κρήτη. Μιλούσαμ από το σκάιπ και άκουγα τα τζιτζίκια να έχουν στήσει τρελό πανηγύρι. Του ζήτησα να πιάσει ένα και να μου το φέρει σε κουτί. Με κορόιδεψε με το δίκιο του. Έχω στο μπαλκόνο μια ελιά σε γλάστρα. Έχω και μερικά δεντράκια ακόμη. Σε γλάστρα κι αυτά. Ξέρω πως δεν είναι το κατάλληλο περιβάλλον για να δημιουργήσει ο καλλιτέχνης, έστω κι αν είναι έντομο. Είχα όμως σκοπό, ειλικρινά να τον φιλοξενήσω. Χωρίς ζαβολιές κα βασανιστήρια αυτή τη φορά. Ο γιος μου τελικά δεν μου έφερε τζιτζίκια στο κουτί. Του είχα, όμως, εγώ μια έκπληξη. Δεν ξέρω πώς έγινε αυτό, αλλά το πρωί ξυπνήσαμε με το τζιτζίκισμα από δύο καλλιτέχνες που είχαν πιάσει το μονότονο αλλά ολόγλυκο σκοπό, κολλημένοι ... επάνω στον κορμό της ελιάς σε γλάστρα, στο μπαλκόνι μου. Δεν ξέρω τι με κάνει να πιστεύω ότι μπήκαν στο πλοίο από Αίγινα και ήρθαν στον Πειραιά να με συναντήσουν. Σαν οιωνός. Για ένα καλό καλοκαίρι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου