Τρίτη 1 Οκτωβρίου 2013

"Ούτε με οχλοκρατία ούτε με ψυχραιμία" από τον Δημήτρη Πουλικάκο ("Εποχή", Κυριακή, 29 Σεπτεμβρίου 2013)

.........................................................

Ούτε με οχλοκρατία ούτε με ψυχραιμία



* Ο Δημήτρης Πουλικάκος μιλά στην «Εποχή» κόντρα στην απολυταρχία και την αληταρχία τους




Ο Δημήτρης Πουλικάκος είναι ο δικός μου γνωστός άγνωστος. Συναντιόμαστε σε συναυλίες αλληλεγγύης, σε διαδηλώσεις, σε κινήσεις για τα δικαιώματα των πολιτών, των κρατουμένων, στα γραφεία της «Εποχής». Ξέρω, λοιπόν, στην πράξη πολλά γι’ αυτόν, αλλά στα λόγια δεν γνωριστήκαμε ως τώρα.
Παλιοί Ρηγάδες αναφέρονται σ’ αυτόν με σεβασμό και με χαμόγελο· μα ήταν ποτέ στον Ρήγα ο «αδέσποτος σκύλος», αναρωτιέμαι; «Tους Ρηγάδες τους γνώρισα στη φυλακή, στην Ασφάλεια και στου Αβέρωφ. Εκεί ζήσαμε τα γεγονότα στην Πράγα, εκεί και τη διάσπαση. Συγκρατούμενοι, στα ίδια κελιά, οι Εσωτερικού και οι Εξωτερικού, τους θυμάμαι να μπαινοβγαίνουν συγχυσμένοι και καταϊδρωμένοι», μου απαντά.
Αν ήθελα να του φορέσω οπωσδήποτε μια ταμπέλα –αλίμονό μου–, θα τον χαρακτήριζα ροκ. «Το χαρακτηρισμό ροκ μπορεί να τον παίρνω και σαν βρισιά καμιά φορά» με προλαβαίνει. «Έχουμε ένα συγκρότημα τους "Κάτω από το δέντρο". Δεν είναι ακριβώς το ροκ που εννοεί ένα σημερινός πιτσιρικάς, αλλά για μένα είναι η ουσία του ροκ». Αν θέλετε να το διαπιστώσετε ιδίοις ωσί, σπεύσατε απόψε Κυριακή στο «Γκρι Καφέ» στην πλατεία Εξαρχείων.


Αυ­το­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται –και ε­τε­ρο­χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται δη­λα­δή– α­ρι­στε­ρός, αλ­λά τι πε­ριε­χό­με­νο δί­νει στην έν­νοια αυ­τή σή­με­ρα ο Δη­μή­τρης Που­λι­κά­κος; «Το να εί­σαι α­ρι­στε­ρός άν­θρω­πος δεν εί­ναι το ί­διο με το να ψη­φί­ζεις α­ρι­στε­ρά ή να μι­λάς σαν α­ρι­στε­ρός. Αρι­στε­ρός ση­μαί­νει και μη συ­ντη­ρη­τι­κός. Πα­ρα­τη­ρώ στην α­ρι­στε­ρά έ­να συ­ντη­ρη­τι­σμό που υ­πάρ­χει σε ό­λο το κοι­νω­νι­κό φά­σμα. Με­τά την α­πε­λευ­θε­ρω­τι­κή ε­πα­να­στα­τι­κή α­να­θεώ­ρη­ση των πραγ­μά­των α­πό τη γε­νιά του ’60, σι­γά σι­γά ξα­να­συ­ντη­ρη­τι­κο­ποιη­θή­κα­με» μου ε­ξη­γεί. Ας πού­με «πά­ψα­με να μι­λά­με με τους νέ­ους, με τους μα­θη­τές. Δεν μπο­ρεί να θεω­ρού­με α­πο­λί­τι­κo έ­να παι­δί στα 16 του, ό­ταν στα 18 του κα­λεί­ται να ψη­φί­σει. Εί­μα­στε πο­λι­τι­κά ό­ντα κά­θε μέ­ρα».
Και με τι ε­φό­δια, λοι­πόν, να δια­μορ­φω­θεί και να α­ντι­στα­θεί έ­νας νέ­ος σή­με­ρα; «Εί­ναι θέ­μα συ­νεί­δη­σης. Η συ­νεί­δη­ση, βέ­βαια, α­παι­τεί παι­δεία και πο­λι­τι­σμό, αλ­λά χρειά­ζε­ται να στρα­φού­με μέ­σα μας και να δού­με τι πραγ­μα­τι­κά θέ­λου­με να εί­μα­στε. Θέ­λου­με να εί­μα­στε κτή­νη ή άν­θρω­ποι; Σε ό­λους συμ­βαί­νουν ά­σχη­μα πράγ­μα­τα, αλ­λά δεν γί­νο­νται ό­λοι κτή­νη. Ο κα­λός δρό­μος εί­ναι ο α­πλός, ό­χι ο εύ­κο­λος» το­νί­ζει.
Η παι­δεία και ο πο­λι­τι­σμός δέ­χο­νται συ­ντο­νι­σμέ­νη ε­πί­θε­ση, ο Δη­μή­τρης Που­λι­κά­κος, ω­στό­σο, προ­σθέ­τει με έμ­φα­ση και τη γλώσ­σα μας στα «κυ­βερ­νη­τι­κά θύ­μα­τα». «Βλέ­πω τη­λεό­ρα­ση –κα­τά το ρη­τό, κρά­τα τους φί­λους σου κό­ντα και τους ε­χθρούς σου α­κό­μα πιο κο­ντά– και δια­πι­στώ­νω ό­τι οι άν­θρω­ποι, οι δη­μο­σιο­γρά­φοι, που υ­πο­τί­θε­ται ό­τι εί­ναι ερ­γα­λείο της δου­λειάς τους η γλώσ­σα, την κα­κο­ποιούν α­πί­στευ­τα. Η γλώσ­σα εί­ναι κου­ρα­σμέ­νη και ε­πα­να­λαμ­βά­νε­ται. Η α­ρι­στε­ρά, ό­μως, θα πρέ­πει να το προ­σέ­ξει ι­διαί­τε­ρα αυ­τό, να α­πο­φύ­γει τη διεκ­πε­ραιω­τι­κή γλώσ­σα που στην ου­σία δεν λέει τί­πο­τα. Να α­πο­βάλ­λου­με το φό­βο, την ητ­το­πά­θεια και την αυ­το­λο­γο­κρι­σία».

Μια βία μα ποια βία;

Δεν μπο­ρώ να μην θυ­μη­θώ α­κρι­βώς ε­δώ κά­τι που έ­χει πει σε προ­η­γού­με­νη συ­νέ­ντευ­ξή του για τη βία και την κα­τα­δί­κη της α­πό ό­που κι αν προέρ­χε­ται… «Δεν εί­ναι η βία α­πό ό­που κι αν προέρ­χε­ται το ί­διο» ε­πι­μέ­νει. «Κα­τα­νοώ τη βία που χρη­σι­μο­ποιεί έ­νας άν­θρω­πος που προ­σπα­θεί να α­πο­τι­νά­ξει έ­να ζυ­γό. Το α­πο­τέ­λε­σμα μπο­ρεί κά­ποιες φο­ρές να εί­ναι το ί­διο, αλ­λά δεν ξε­κι­νά η βία πά­ντα α­πο την ί­δια αρ­χή. Άλλη εί­ναι η βία με την ο­ποία κά­ποιος ε­πι­χει­ρεί να σου πε­ρά­σει το ζυ­γό και άλ­λη η βία που μπο­ρεί να χρη­σι­μο­ποιή­σεις για να α­παλ­λα­γείς α­πο αυ­τόν» ε­ξη­γεί.
«Επί­σης και στο για­ούρ­τω­μα δια­φω­νώ με την α­να­δί­πλω­ση της α­ρι­στε­ράς» συ­νε­χί­ζει. «Πρέ­πει, δη­λα­δή συ­νε­τοί, ψύ­χραι­μοι και χω­ρίς δια­μαρ­τυ­ρίες να πη­δή­ξου­με στο κε­νό; Όχι κύ­ριοι. Το για­ούρ­τω­μα εί­ναι έ­ξυ­πνη ελ­λη­νι­κή πα­τέ­ντα: Δεν έρ­χο­μαι, κύ­ριε, να σε κο­πα­νή­σω, σε ευ­τε­λί­ζω προς στιγ­μήν και δη­μό­σια, προ­ει­δο­ποιώ­ντας σε. Στο αρ­χαίο θέ­α­τρο αυ­τό γι­νό­τα­ν: οι πα­ρα­στά­σεις κρά­τα­γαν ό­λη μέ­ρα, αν οι θε­α­τές δεν ή­ταν ευ­χα­ρι­στη­μέ­νοι, πέ­τα­γαν και κα­μιά ντο­μά­τα».

Χρειά­ζε­ται φα­ντα­σία

Η συ­ζή­τη­ση φυ­σι­κά έρ­χε­ται στη δο­λο­φο­νία του Παύ­λου Φύσ­σα και στη δια­χεί­ρι­ση που ε­πι­χει­ρεί η κυ­βέρ­νη­ση, αλ­λά και τα ΜΜΕ. «Ξαφ­νι­κά εί­δαν ό­λοι το φως τους, ό­τι η Χρυ­σή Αυ­γή εί­ναι ε­γκλη­μα­τι­κή συμ­μο­ρία.
Δεν μπο­ρεί, μας κά­νουν πλά­κα και ε­μείς τους παίρ­νου­με στα σο­βα­ρά! Μό­νο τρια­ντα­δύο εί­ναι τα πε­ρι­στα­τι­κά που έ­πρε­πε να μπουν στο φά­κε­λο;» μου λέει.
Τον ρω­τώ για την α­ντί­δρα­ση της α­ρι­στε­ράς, για τη στά­ση της, πριν και με­τά την τε­λευ­ταία αυ­τή δο­λο­φο­νία. «Το να κα­ταγ­γέ­λεις κά­ποιον, που ο ί­διος δη­λώ­νει θαυ­μα­στής του Χίτ­λε­ρ, ό­τι εί­ναι φα­σί­στας δεν έ­χει κα­νέ­να νό­η­μα. Το ί­διο ά­στο­χο εί­ναι να ε­πι­χει­ρού­με να κά­νου­με κά­ποιον α­ντι­ρα­τσι­στή με νο­μο­σχέ­δια? μπο­ρεί να γί­νεις κα­λός άν­θρω­πος διά νό­μου; Αν κα­τέ­βου­με σε μια συ­γκέ­ντρω­ση κρα­τώ­ντας ση­μαίες ελ­λη­νι­κές, θα τους βρα­χυ­κυ­κλώ­σου­με πε­ρισ­σό­τε­ρο. Αν, ό­ταν τα ΜΑΤ ε­πι­τί­θε­νται στην πλα­τεία Εξαρ­χείων, δεν φύ­γου­με σαν τα πο­ντί­κια α­πό ε­δώ κι α­πό ε­κεί, αλ­λά μα­ζευ­τού­με ό­λοι μα­ζί και τους χει­ρο­κρο­τά­με, νο­μί­ζω θα φέ­ρου­με την ε­ξου­σία σε ά­γνω­στο πε­δίο» προ­τεί­νει. Επι­στρέ­φο­ντας σε στα­θε­ρές α­ξίες, συ­μπλη­ρώ­νει: «Χρειά­ζε­ται φα­ντα­σία, το πνεύ­μα πρέ­πει να ί­πτα­ται. Πιο χρή­σι­μο εί­ναι το μαύ­ρο χιού­μορ και η σκω­πτι­κή α­πο­δό­μη­ση α­πέ­να­ντι στο φα­σι­σμό. Αυ­τοί έ­χουν μαύ­ρο χιού­μο­ρ, διό­τι το να βά­λεις υ­πουρ­γό Υγείας τον Άδω­νη Γεωρ­γιά­δη μάλ­λον πη­γά­ζει α­πό την πε­ποί­θη­ση ό­τι το γέ­λιο εί­ναι υ­γεία. Βέ­βαια σου κό­βε­ται το γέ­λιο με το ει­σι­τή­ριο στα νο­σο­κο­μεία να έ­χει γί­νει 25 ευ­ρώ. Πρό­κει­ται για δια­στρο­φή, εί­ναι η ι­δέα ό­τι ο άρ­ρω­στος φταίει για την αρ­ρώ­στια του».

Ο μο­χθη­ρός και το προ­σκο­πά­κι

Και ο κό­σμος, λοι­πόν, για­τί α­ντι­δρά α­σύμ­με­τρα; «Η ε­σω­τε­ρι­κή κα­το­χή εί­ναι πά­ντα πιο δύ­σκο­λη και να την α­να­γνω­ρί­σεις και να την α­ντι­με­τω­πί­σεις. Ο ξέ­νος ζυ­γός εί­ναι πιο εύ­κο­λο να α­πο­τι­να­χτεί, τον ε­σω­τε­ρι­κό πώς τον α­πο­τι­νά­ζεις;» διε­ρω­τά­ται.
«Κά­ποιου εί­δους δια­φθο­ρά έ­χει πο­τί­σει πά­ρα πο­λύ αυ­τήν την κοι­νω­νία. Αυ­τοί που α­ντι­δρούν εί­τε εί­ναι πα­λιοί κα­λο­προ­αί­ρε­τοι μεν άν­θρω­ποι οι ο­ποίοι δεν έ­χουν ό­μως πια την ορ­μή ή το κου­ρά­γιο εί­τε εί­ναι νεό­τε­ροι που πα­ρα­σύ­ρο­νται α­πό μια α­πα­ξία λό­γου και ου­σίας και ά­γο­νται. Έχει ε­πι­κρα­τή­σει μια ο­χλο­κρα­τία ό­που ο κα­θέ­νας κρα­τά σφι­χτά το λά­βα­ρό του. Χρειά­ζε­ται συμ­ψυ­χι­σμός και συλ­λο­γι­κό­τη­τα, ό­χι να υ­πο­κύ­πτου­με στο α­γε­λαίο αί­σθη­μα. Η ε­λευ­θε­ρία θέ­λει υ­πευ­θυ­νό­τη­τα, ε­νώ το να εί­σαι δού­λος εί­ναι εύ­κο­λο, α­πλώς α­κο­λου­θείς ε­ντο­λές» ε­πι­ση­μαί­νει ο Δη­μή­τρης Που­λι­κά­κος.
Ο ρό­λος της α­ρι­στε­ράς εί­ναι ση­μα­ντι­κός, «χρειά­ζε­ται να α­πευ­θυν­θεί σε αυ­τούς που ψη­φί­ζουν τη Χρυ­σή Αυ­γή και να την α­πο­δο­μή­σει στο πε­δίο της δή­θεν α­ντι­συ­στη­μι­κό­τη­τας και της δή­θεν ελ­λη­νι­κό­τη­τας» συ­νε­χί­ζει. «Κα­τά τη γνώ­μη μου δεν εί­ναι τυ­χαίο ό­τι δρουν σε γει­το­νιές ό­πως το Πέ­ρα­μα και η ναυ­πη­γο­ει­σκευα­στι­κή ζώ­νη, προ­στα­τεύουν τα συμ­φέ­ρο­ντα των ε­φο­πλι­στών. Επί­σης, αυ­τή η α­πο­κτή­νω­ση του αν­θρώ­που που προά­γει ο φα­σι­σμός εί­ναι ό,τι το αν­θελ­λη­νι­κό­τε­ρο. Εί­ναι ί­διον ελ­λη­νι­κό­τη­τας να τα βά­ζεις με πιο α­δύ­να­τους α­πό ε­σέ­να;».
«Ανθέλ­λη­νες και προ­δό­τες εί­ναι αυ­τοί που κυ­βερ­νούν» το­νί­ζει. «Κα­νο­νι­κά ο πρώ­τος που θα έ­πρε­πε να πε­ρά­σει α­πό δι­κα­στή­ριο εί­ναι ο Βε­νι­ζέ­λος. Ο Αντω­νά­κης εί­ναι προ­σκο­πά­κι μπρο­στά του, έρ­μαιο του συ­νερ­γείου του, του Κρα­νι­διώ­τη, του Λα­ζα­ρί­δη, του Μπαλ­τά­κου. Αλλά αυ­τοί με­τα­ξύ τους ξέ­ρουν ο έ­νας τις πο­μπές του άλ­λου και αλ­λη­λο­εκ­βιά­ζο­νται. Πριν α­πό τη δη­μο­κρα­τία υ­πάρ­χει η δι­καιο­σύ­νη, χω­ρίς αυ­τή δεν μπο­ρεί να υ­πάρ­ξει δη­μο­κρα­τία. Σή­με­ρα δεν υ­πάρ­χει ού­τε το έ­να ού­τε το άλ­λο» κα­τα­λή­γει.

Με­τρίως μέ­τριοι και πά­ντα με­τρη­μέ­νοι

Έχει με­γά­λη ε­μπει­ρία στο ρα­διό­φω­νο, αλ­λά εί­χε και την τύ­χη να δου­λέ­ψει πλάι στον Μά­νο Χατ­ζι­δά­κι στο Τρί­το Πρό­γραμ­μα. Τον ρω­τώ για το κλεί­σι­μο της δη­μό­σιας ρα­διο­τη­λεό­ρα­σης που πα­ρα­μέ­νει μια πλη­γή α­νοι­χτή. «Το δη­μό­σιο κα­τέ­λη­ξε να εί­ναι σαν σκου­πι­δο­τε­νε­κές, για πα­ρά­δειγ­μα ο δη­μό­σιος χώ­ρος. Κα­τα­ντή­σα­με το δη­μό­σιο να εί­ναι το άι σι­χτίρ» το­νί­ζει. «Το ί­διο συ­νέ­βη και με την ΕΡ­Τ, α­νε­χτή­κα­με την πε­λα­τεια­κή της χρή­ση. Εξέ­θρε­ψαν έ­να τέ­ρας και λέ­νε ψέ­μα­τα ό­ταν λέ­νε ό­τι θα το σκο­τώ­σουν, πά­λι τους δι­κούς τους θέ­λουν να ε­ξυ­πη­ρε­τή­σουν».
Και οι καλ­λι­τέ­χνες; Ήταν η­χη­ρά πα­ρό­ντες βέ­βαια στην υ­πε­ρά­σπι­ση της ΕΡ­Τ, αλ­λά ή­ταν έ­να αι­σιό­δο­ξο διάλ­λειμ­μα σε μια σιω­πή που κραυ­γά­ζει; «Η δου­λειά του καλ­λι­τέ­χνη εί­ναι να πα­ρα­τη­ρεί, να ε­πι­ση­μαί­νει και να πα­ρεμ­βαί­νει» μου λέει ο Δη­μή­τρης Που­λι­κά­κος. «Δι­στά­ζουν, ό­μως, φο­βού­με­νοι μη δυ­σα­ρε­στή­σουν και κα­τα­λή­γουν με­τρίως μέ­τριοι και πά­ντα με­τρη­μέ­νοι».


Ζωή Γεωρ­γού­λα


Δεν υπάρχουν σχόλια: