Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη΅: "Τα τελευταία του γέρου"

  ...............................................................







       ΤΑ ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΥ



   Μία ζωή πενήντα χρόνια! Είχαν συζήσει ομού. Ως τόσον η γριά δεν ήτο ακόμα 65 ετών - την είχε πάρει πολύ μικρήν, τον καιρόν εκείνον, ο γέρος. Αυτός ήτο άνω των 85. Και η γριά τού τ' ανέβαζε μέχρις 90. Κι ο γαμβρός, ο σύζυγος της εγγονής, χωρίς να ξεύρη, εβεβαίου ότι ο γέρος θα είχε φθάσει τα εκατόν!
   Η γριά είχε δύο σπίτια - εντός βαθείας αυλής, κάτω από του Ψυρή εις ένα δρόμον. Αυτή ήτο ο μόνος κύριος και διαχειριστής. Ο γέρος, εις τα τελευταία του, κάποτε εξήρχετο τα Σάββατα, κι εδιακόνευε. Οι ανιψιάδες της έλεγαν να τον μαλώση, να μην το κάμνη. Η γριά έλεγεν ότι δεν το ξεύρει. Δεκάρες σπανίως τού έδιδε.
   Η μοναχοκόρη της είχε χειρεύσει σαραντάρα. Είχε δύο παιδιά. Η μικρή μεγάλωσε πολύ γρήγορα. Ο υιός εβγήκε μόρτης όπως όλοι.
   Ο Νιόνιος, μ' ένα ωρολόγι χρυσό, και με μίαν προξενειά παραφουσκωμένην, είχε κάμει την γριά να πιστεύση ότι είχε λεφτά! Έγινε δεκτός ως γαμβρός! Εστεφανώθη και οβολόν δεν είχε. 

   Επέρασαν σχεδόν πέντε χρόνια κι η Γεωργούλα απέκτησε τρία παιδιά. Εξηκολούθει να δουλεύη ως μοδίστρα, όπως και πριν υπανδρευθή.
   Η γραία είχε δώσει προίκα το έξω σπίτι, το προς τον δρόμον. Το έσω εις το βάθος της αυλής το εκράτησεν αυτή! Ηυλίζοντο ομού, και η φαγούρα δεν έλειπε μεταξύ του γαμβρού και της μάμμης. 
   Η γραία εκράτει εν ισόγειον δωμάτιον κάτω και είχε άλλα 4 ή 5 ενοικιασμένα. Όλον το φθινόπωρον, και μέχρι του χειμώνος, ο γέρος ήτο μεταξύ ζωής και τάφου. Εγογγυζεν, έρρεγχεν, ηγωνία. Έτρωγε, έπινε. Τα δόντια του είχον πέσει προ πολλού, αλλά, καθώς παρετήρησεν η γριά, τα ούλα του είχαν σκληρυνθεί τόσον, ώστε ανεπλήρουν την έλλειψιν. Εμάσα καλά κι εχώνευε καλύτερα. Επάλαιεν, επαράδερνεν, έβλεπεν οράματα, αλλά δεν ήθελε να βγη η ψυχή του.
   Μακράν νύκτα του Νοεμβρίου, η γραία ηγρύπνει πλησίον του ασθενούς, όστις - συχνά παλαίων με τον ίδιον εαυτόν του - έπιπτε κάτω από το χαμηλόν κρεβάτι κι εκυλίετο. Η μικρή Κατίνα, έκθετον το οποίον είχε προσλάβει η γραία από το Βρεφοκομείον, ήτο η μόνη συντροφιά της. Είχε γίνει ήδη οκταέτις, και την είχε κρατήσει πλησίον της με όλας τας διαμαρτυρίας του γαμβρού και της εγγονής, οίτινες, αν και χίλια μικρά θελήματα τους έκαμνε, την επαράβλεπαν και την έκραζαν "μπαστάρδα".
   Ο εγγονός της ο μόρταρος, τότε μόνο ενθυμείτο την γιαγιά του, όταν ήλπιζε να εκβιάση παρ' αυτής λεπτά! Εκοπροσκυλούσε όλην την ημέρα κι εξενοκάτιαζε την νύκτα. Η μητέρα του ανέτρεφε τα παιδιά της κόρης της, μη ευκαιρούσης από την εργασίαν, και δεν κατήρχετο συχνά να ιδή τους γονείς της.
   Ο Νιόνιος έφθανε κάπου κατά τα μεσάνυχτα. Έως τότε συνήθως είχε παρέα με φίλους. Επλησίαζεν εις την θύραν του ισογείου, όπου έβλεπε φως εις τον φεγγίτην της αυλής.
   - Καλησπέρα, τι κάνετε;
   Έβλεπε τον γέρο κυλιόμενον κάτω από το κρεβάτι, να παραδέρνη με ατάκτους χειρονομίας και να ψιθυρίζη ασυνάρτητα.
   - Ε, γριά, τι τον φυλάς; Δεν τον πας στο νοσοκομείο;
   Ηκούετο, η φωνή του γέρου να μουρμουρίζη:
   - Πουλάκια! Πουλάκια! Όλο κελαηδούν... ε, ψαράκια, τι με κυνηγείτε;
   Ο Νιόνιος ηκροάτο προς στιγμήν / είτα /
   - Σ' εμάλωσε ο Μιχάλης, παππού;
   Ο γέρων δεν ήκουεν / εξηκολούθει και πάλιν να γογγύζη:
   - Ψαράκια! ψαράκια!... Να είχα λεπτά να τ' αγοράσω!
   - Ακούς, γιαγιά;... λεφτά σου γυρεύει. 
   Είτα επέφερε:
   - Στο νοσοκομείο!... δεν μας αφήνετε να ησυχάσουμε. 
   Η γιαγιά συνήθως δεν απήντα. Αλλ' όταν εκείνος απήρχετο, του έστελλεν εις τα νώτα του πολλές "υπερευλογημένες".


   Μίαν εσπέραν οι δύο ιερείς της ενορίας, κληθέντες, ετέλεσαν ευχέλαιον επί του ασθενούς. Εδιάβαζεν ο παπα-Σπύρος, εδιάβαζεν ο παπα-Παντελής (αν δεν απατώμαι, ούτω συνηθίζεται εις Αθήνας) και τρίτος εμουρμούριζεν ο γέρος, ώστε απετελείτο είδος χάβρας.
   Την άλλην ημέραν ο παπα-Ιγνάτιος παρακληθείς ήλθε να τον εξομολογήση. Ο παπάς εφόρεσε το επιτραχήλιόν του και ήρχισε να τον επερωτά, αν ενθυμείτο τι αμαρτίες είχε, αλλ' ο γέρων, προσβλέψας αυτόν βλοσυρώς, του λέγει:
   - Αυτά δεν τ' ακούω εγώ!... Λεφτά έχεις να μου δώσης;... Λεφτά! λεφτά!...


Την επάυριον ο γέρος "αγγελιάστηκε" Κατά τα μεσάνυχτα, ενώ η γερόντισσσα είχε πάρει ένα ύπνον, αίφνης την εξύπνησεν αποτόμως η μικρά ψυχοκόρη της.
   - Τι είναι;
   - Φοβάμαι, γιαγιά!... φοβάμαι, έκαμε κολλώσα επάνω της η μικρά.
   Ο γέρων με απλανές, έξαλλον  όμμα, έκραζε:
   - Τι μου ήρθες εδώ, μακελλάραγα;...Λεφτά να μου φέρης, λεφτά!
   Αυτές ήσαν αι τελευταίαι λέξεις του. Εξέπνευσεν μετ' ολίγον.

(1907)
  




  

Δεν υπάρχουν σχόλια: