.............................................................
Δικανικός
Αγαπημένοι μου,
μα και όλοι που στενάξατε
στην θέα και μόνο του κάλλους και της χάριτος
που σπάνια μεν αλλ’ εν τούτοις αφειδώς προσφέρει
του Διός η λάγνα πρόθεση
και των θνητών η φαντασία σαν την σμιλεύει ο πόθος,
η ώρα φθάνει
Κι εσύ καλέ μου,
που αγνοώντας την ιδία σου γύμνια,
σπεύδεις με τον μανδύα σου τα μέλη μου να καλύψεις
ώστε την προδοσία να προλάβεις
των αχόρταγων ματιών σου
είναι αλήθεια, ναι!
Έφθασε η ώρα πια ν’ αποχωρήσω
από την πόλη τούτη την αχάριστη
που αφού πλουσιοπάροχα την θήλασα
μπρος σε ανάκλινδρα, βωμούς και ανθισμένες
από την θαλπωρή της σάρκας μου εξοχές,
επίδοξων αρχόντων ν’ ανασταίνω
τα εφθαρμένα σώματα
μα και σφριγηλών νέων
τις ασυγκράτητες ορμές να κατασιγάζω
σαν την ήρεμη μάνα το βρέφος που έκλαψε γοερά.
Θα φύγω,
Όπως εσύ πόλη της μικρόνοιας και της υποκρισίας
μου ορίζεις.
Ένοχη θα εξαφανιστώ, ώστε η ανάμνηση μου
να βαρύνει όλους τους κατοικούντες σε
αλλά και τις γυναίκες των ανόμων συμποσίων
που ως και το όνομά μου άλλαξαν γιατί δεν άντεξαν
η ομορφιά η εκθαμβωτική να είναι μόνιμη κι ευδιάκριτη
μεταξύ των πολλών
Φεύγω, ναι!
Μα η ολόγυμνη αλήθεια μου θα περιφέρεται
αιώνια στην αγορά και στο λιμάνι
και στων θνητών τα όνειρα θα παραμένει επ’ άπειρον
ως κάτι μεταξύ υπαρκτού και αβεβαιότητας εκλεκτό να γεύτηκαν
επ’ αμοιβή που δεν ζημιώθηκαν ωστόσο…
Δικανικός
Αγαπημένοι μου,
μα και όλοι που στενάξατε
στην θέα και μόνο του κάλλους και της χάριτος
που σπάνια μεν αλλ’ εν τούτοις αφειδώς προσφέρει
του Διός η λάγνα πρόθεση
και των θνητών η φαντασία σαν την σμιλεύει ο πόθος,
η ώρα φθάνει
Κι εσύ καλέ μου,
που αγνοώντας την ιδία σου γύμνια,
σπεύδεις με τον μανδύα σου τα μέλη μου να καλύψεις
ώστε την προδοσία να προλάβεις
των αχόρταγων ματιών σου
είναι αλήθεια, ναι!
Έφθασε η ώρα πια ν’ αποχωρήσω
από την πόλη τούτη την αχάριστη
που αφού πλουσιοπάροχα την θήλασα
μπρος σε ανάκλινδρα, βωμούς και ανθισμένες
από την θαλπωρή της σάρκας μου εξοχές,
επίδοξων αρχόντων ν’ ανασταίνω
τα εφθαρμένα σώματα
μα και σφριγηλών νέων
τις ασυγκράτητες ορμές να κατασιγάζω
σαν την ήρεμη μάνα το βρέφος που έκλαψε γοερά.
Θα φύγω,
Όπως εσύ πόλη της μικρόνοιας και της υποκρισίας
μου ορίζεις.
Ένοχη θα εξαφανιστώ, ώστε η ανάμνηση μου
να βαρύνει όλους τους κατοικούντες σε
αλλά και τις γυναίκες των ανόμων συμποσίων
που ως και το όνομά μου άλλαξαν γιατί δεν άντεξαν
η ομορφιά η εκθαμβωτική να είναι μόνιμη κι ευδιάκριτη
μεταξύ των πολλών
Φεύγω, ναι!
Μα η ολόγυμνη αλήθεια μου θα περιφέρεται
αιώνια στην αγορά και στο λιμάνι
και στων θνητών τα όνειρα θα παραμένει επ’ άπειρον
ως κάτι μεταξύ υπαρκτού και αβεβαιότητας εκλεκτό να γεύτηκαν
επ’ αμοιβή που δεν ζημιώθηκαν ωστόσο…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου