Κυριακή 10 Μαΐου 2020

"Θέατρο και λοιμός" έγραψε ο Γρηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 10.5.2020)

.............................................................



                     Θέατρο και λοιμός



Θέατρο του Διονύσου. Οι τραγωδίες που παίχτηκαν στα Μεγάλα Διονύσια μεταξύ 430-425 π.Χ. ενσωμάτωναν περιγραφές συμπτωμάτων, κυριολεκτικά ή μεταφορικά, που ανακαλούσαν μνήμες της καταστροφικής επιδημίας της Αθήνας

      έγραψε ο Γρ
ηγόρης Ιωαννίδης ("Εφημερίδα των Συντακτών", 10.5.2020)

Το θέατρο λειτουργεί ως γνωστόν και ως αποθετήριο συλλογικών εμπειριών, μια κιβωτός όπου διασώζονται το βίωμα με το φορτίο τής (συνήθως) τραυματικής αν και κάποτε ιαματικής μνήμης. Και καθώς συμβαίνει το θέατρο να είναι ταυτόχρονα και μια τέχνη αρχαία (με τη μορφή του κειμένου, γιατί στην άλλη διάσταση, της ζωντανής παράστασης, το βίωμα διατηρείται όσο ο αφρός των κυμάτων), προσφέρεται για ένα σωρό πραγματολογικές παρατηρήσεις. Είναι όμορφο να ανιχνεύει κανείς στα παλιά θεατρικά πράγματα ονόματα, νοοτροπίες και λοιπά στοιχεία τα οποία εναπόθεσε στην κοίτη τους ο κάθε συγγραφέας, φροντίζοντας πριν από κάθε τι τη συγχρονία με τους καιρούς του. Κι ας μην το ξεχνάμε -ο διάλογος σε κάθε θεατρικό προϋποθέτει την κουβέντα των ζώντων που συνευρέθηκαν στις σκηνές και τις πλατείες του ανά τους αιώνες.

Αρκετοί δεν έχασαν λοιπόν την ευκαιρία σήμερα, που ο κορονοϊός προσέδωσε στις ζωές μας αυτόν τον αλλόκοτο μετεωρισμό, να σκαλίσουν παλιά έργα θεάτρου για να θυμηθούν μέσω αυτών ανάλογα δεινά της ανθρωπότητας. Και πληροφορηθήκαμε πως δεν βρέθηκε εποχή που λίγο-πολύ να μην έχει γνωρίσει κάποιον λοιμό, με εκείνα τα σκοτεινά ονόματα και τους φρικαλέους αντίλαλους στο συλλογικό φαντασιακό μας. Χολέρα, πανώλη, πανούκλα, μαύρος θάνατος και ισπανική γρίπη…, σε αλλεπάλληλα κύματα οι αόρατοι στο μάτι «οργανισμοί» (αν μπορεί να τους πει κανείς κιόλας έτσι) ακολούθησαν μέσα στους αιώνες τα κατακτητικά βήματα ένσαρκων εισβολέων -εξορμώντας εξ Ανατολών προς Δυσμάς και από Νότο προς Βορρά-, σάρωσαν στο διάβα τους κάστρα και πολιτείες, θέρισαν ζωές και ανέτρεψαν βασίλεια και συστήματα. Κι όπως είναι φυσικό, αφήσανε το ίχνος τους σε ό,τι πυκνό έχει επινοήσει ο άνθρωπος για να συγκρατεί τη μνήμη και το παράδειγμά της: πρώτα στον μύθο και ύστερα στην τέχνη.

Το «αόρατο» αυτό παίρνει βέβαια πολλές μορφές, ουσιαστικά όμως συγκλίνει προς μια βασική ερμηνεία. Πως η κατάρα δεν μπορεί παρά να έρχεται εξ ουρανού και έχει τη μορφή τιμωρίας για αμαρτίες ανθρώπων. Δεν είναι άλλο παρά η εξισορρόπηση μιας ανισορροπίας που επήλθε από την ανθρώπινη ύβρη. Βάλτε την παραπάνω πρόταση σε διάφορα θεολογικά πλαίσια και φτάνετε από τον λοιμό του Οιδίποδα, όπου «εν δ’ ο πυρφόρος θεός / σκήψας ελαύνει, λοιμός έχθιστος, πόλιν», στα λειτουργικά μυστήρια του Μεσαίωνα ή στην τρομερή εμφάνιση του Χάρου να προλογίζει την «Ερωφίλη» με τρομακτική οίηση: «Η άγρια κι ανελύπητη και σκοτεινή θωριά μου / και το δραπάνι όπου βαστώ, και τούτα τα γδυμνά μου/ κόκκαλα…».


Από πίσω υπάρχει μια πραγματικότητα αδήριτη που αφορά χιλιάδες νεκρούς από τον λοιμό της Αθήνας το 430 π.Χ., τον φοβερό «μαύρο θάνατο» που γέννησαν οι αρουραίοι στο Βυζάντιο και τον Μεσαίωνα, την πανώλη που έκλεισε θέατρα και πολιτείες στην εποχή του Σέξπιρ το 1603 ή την ισπανική γρίπη που αποτέλειωσε ό,τι άρχισε ο Μεγάλος Πόλεμος το 1918. Αλλά το θέατρο μιλάει ακόμα για την ψυχή του ανθρώπου που ασκείται να αναμένει τον θάνατο σαν πληγή και προπατορικό σημάδι της ατέλειάς του. Ακόμα και σήμερα: πόσοι δεν διαβλέπουν στον σημερινό ιό το σημάδι της οικολογικής αναισθησίας και την τιμωρία της άκριτης παγκοσμιοποίησης;

Το αποτέλεσμα λοιπόν μιας τέτοιας επιδρομής θανάτου δεν είναι άλλο από το χάνει ή να θυμάται ο άνθρωπος τη θέση του στο σύμπαν. Οδηγεί στη ρήξη ανάμεσα στις δυνατότητες και στην παντελή αδυναμία να εξασφαλίσει το πεπρωμένο. Είναι το προσάναμμα στην πυρά του τραγικού. Κι αν ο λοιμός της Αθήνας επιβεβαίωσε και τόνισε την ενδιάθετη αντίφαση του ελληνικού πνεύματος στο θαύμα του ανθρώπου και στα όριά του, ο μαύρος θάνατος στον Μεσαίωνα έφερε το πνεύμα του Αδη στο λειτουργικό δράμα. Στις μυσταγωγικές τελετές των γοτθικών ναών και αργότερα, στον 10ο αιώνα, στην ύπαιθρο και στις πλατείες των μεσαιωνικών πόλεων, εκείνο που διδασκόταν ήταν η διαρκής υπενθύμιση του Χορού του Θανάτου - μαζί με μια ηχώ που διέδιδε την κατεπείγουσα ανάγκη για χαρά και ζωή. Αυτή η διάθεση για ζωή είναι πιθανόν που θα κάνει τη φιγούρα ενός γιατρού που φοράει την τότε προστατευτική μάσκα της εποχής -και που τον κάνει τελικά να μοιάζει με άνθρωπο πουλί- να μεταβολιστεί σε φιγούρα της Κομέντια ντελ’ Αρτε και στον κωμικό «γιατρό της πανούκλας»!



Κι αργότερα ο Σέξπιρ που, όπως λένε, επιβίωσε και ο ίδιος σε μια -από τις πολλές- επιδημίες της πανώλης έβαζε έκτοτε διάσπαρτα στο έργο του την ίδια υπενθύμιση. Ο λοιμός άλλωστε εμφανίστηκε τρεις φορές στη ζωή του: το 1593, το 1603 και το 1608. Του πήρε φίλους, συγγενείς και συναδέλφους, του πήρε και τον μικρό του γιο, τον Αμνετ. Σε φράσεις (σαν εκείνη την περίφημη του Μερκούτιου προς τον Ρωμαίο «Λέπρα να βρει τα σπίτια σας!») στον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα του, στον Βασιλιά Λιρ, στον Μακμπέθ (τα τελευταία μάλιστα γράφτηκαν εν μέσω διακοπής λειτουργίας των θεάτρων λόγω πανώλης για δύο χρόνια το 1593) μέχρι και στον Οθέλλο (όπου μεταφέρει ενδόμυχα την απειλή μιας «Βενετίας» από την οποία ξεκίνησε το κακό), ο ποιητής μεταφέρει το βίωμα μιας ζωής που ακροβατεί στο χείλος της ερήμωσης. Και παραλείπουμε όσα οφείλει ο ίδιος στο Δεκαήμερο του Βοκάκιου, που κι αυτό με τη σειρά του περιγράφει κατά βάθος μια πόλη να αντιστέκεται στο στοιχειό του λοιμού.

Πάνω-κάτω το αίσθημα που κατέκλυσε τον κόσμο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο στην επιδημία της γρίπης. Σε αυτό το πλαίσιο χρησιμοποιεί ο Αρτό στον Μεσοπόλεμο μια επιδημία πανούκλας που αληθινά έπληξε τη Μασσαλία στα 1720 ως βάση για να διακηρύξει ένα νέο θέατρο, που θα λειτουργεί με ταυτόσημο με εκείνη τρόπο: Θα αναστατώνει τις μάζες, θα βγάζει στο φως τη λανθάνουσα σκληρότητά μας, θα αποκαλύπτει την αληθινή φύση μας, θα μας φέρνει αντιμέτωπους με τη μοίρα και τον θάνατο.




Η μεταφορική χρήση της πανούκλας θα συνεχιστεί στον ίδιο τόνο αργότερα από τον Καμί στη δική του Πανούκλα, στο παράδειγμα μιας πολιτείας που χάνεται και εκπίπτει από τον λοιμό. Και ο Ιονέσκο θα καταθέσει μετά στο «Παιχνίδι της Σφαγής» ένα σύμπαν όπου ο θάνατος θα πάρει τη μορφή παιχνιδιού και οι άνθρωποι θα χάνονται αναίτια και παράλογα. Κι άλλοι, ακόμη, παραδίπλα. Μήπως και ο Μπέκετ στα μετα-αποκαλυπτικά θεατρικά γραπτά του δεν μεταδίδει την ίδια αίσθηση μιας ερήμωσης που ακολουθεί την πανδημία, μια παγκόσμια καταστροφή; Πρόσφατα πλέον, η έκρηξη του AIDS (που θυμίζω πως όταν ξεκίνησε έμοιαζε σε πολλούς με άνωθεν τιμωρία) έδωσε μεταξύ άλλων έργα σαν τους «Αγγέλους στην Αμερική» του Κούσνερ.

Αλλες εποχές θα μου πείτε αυτές -κι όμως από πίσω ζει ακόμα το αίσθημα μιας ανθρωπότητας τόσο κοντά στον γκρεμό της τραγωδίας. Σήμερα βλέπουμε τα πράγματα αλλιώς… Είναι η πρόοδος που μας κάνει δεκτικούς στην επιστήμη σαν τη μόνη διέξοδο από την κρίση. Κοιτάμε άθελά μας τα περασμένα θέατρα με συγκατάβαση και ίσως οίκτο στη μεταφυσική αφέλειά τους εμπρός στο κακό.

Μα ας μην είμαστε τόσο αλαζόνες στον όψιμο θετικισμό μας. Αρκεί να φανταστούμε ένα πιο φρικτό σενάριο… που θα μιλούσε, ας πούμε, για ένα κακό φονικότερο από το σημερινό, μια αρρώστια που θα γέμιζε το σώμα των νοσούντων με φρικτές πληγές και που -το κυριότερο- αντί να στοχεύει, όπως τώρα, την τρίτη ηλικία, θα είχε για θύματά της νέους και παιδιά… Ενα κακό, ας πούμε, σαν την πανούκλα...

Πόση από τη θετικιστική θωράκισή μας θα διατηρούσαμε τότε; Αν η σημερινή πανδημία αρκεί για να αναθεωρήσουμε τον μέσα και τον έξω μας κόσμο, πώς αλήθεια μια καταστροφή τέτοιου μεγέθους θα μας άλλαζε εσωτερικά; Πιθανόν τίποτα δεν μπορεί να απαντήσει σε αυτή την ερώτηση καλύτερα από το θέατρο.


Wilson, F.P., The Plague in Shakespeare’s London (Oxford: Oxford University Press, 1927)

Google Scholar

Girard, René, The Plague in Literature and Myth, in To double business bound: Essays on Literature, Mimesis, and Anthropology (London: Athlone Press, 1978), pp. 136–54

Δεν υπάρχουν σχόλια: