Σάββατο 2 Μαΐου 2020

«Ζουζουνάκι» διήγημα του Λούις Σεπούλβεδα (1949 -2020) από τη συλλογή «Ο Μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας» (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. opera, 2015)

.............................................................






Λούις Σεπούλβεδα (1949 - 2020)



·       «Ζουζουνάκι»

διήγημα του Λούις Σεπούλβεδα (1949 -2020) από τη συλλογή «Ο Μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας» (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. opera, 2015)



     Είμαστε η ίδια μας η μνήμη
     εκείνο το χιμαιρικό μουσείο
     των μορφών που τρεμοπαίζουν,
     ένας σωρός καθρέφτες θρυμματισμένοι.
                        
      Χόρχε Λουίς Μπόρχες(1)


ΠΑΝΤΑ ΤΗ ΦΩΝΑΖΑΜΕ ΖΟΥΖΟΥΝΑΚΙ, κι ήταν όμορφη. Εκείνη έλεγε πως αυτό το παρατσούκλι ήταν αντιφατικό, γιατί ήταν ψηλή, πάνω απ’ το μέσο ύψος των λαϊκών γυναικών της φυλής, και δεν ήταν μόνο ψηλή, αλλά και ψηλομύτα, ατρόμητη και αυθάδης. Έλεγε πως ήταν ένα ζωύφιο απ’ αυτά με τρίχες στην  καμπούρα, προβοσκίδα, νύχια και πέντε χιλιάδες μάτια που τα ‘βλεπαν όλα.
   «Αυτό το ζώο που λες είναι άκαρι, ενώ εσύ είσαι ζουζουνάκι» της έλεγε ο μεγάλος της έρωτας ο Κινέζος.
   «Ούτε εσύ είσαι Κινέζος. Μάλλον Βιετναμέζος ή Λαοτιανός. Μπα. Κορεάτης; Ούτε. Μάλλον Θιβετιανός, κάποιος από τα Ιμαλάια εν πάση περιπτώσει. Το βρήκα! Γιέτι είσαι! Στ’ αλήθεια είσαι γιέτι;»(2) και στράφηκε προς εμένα ζητώντας υποστήριξη.
   «Φυσικά και είναι γιέτι! Μ’ ένα ζουζουνάκι κολλημένο στα γένια του».
   «Φτάνει. Ας δούμε την κατάσταση άλλη μία φορά» διέταξε ο Κινέζος.
   Τότε το Ζουζουνάκι πήρε το λόγο κι άρχισε λέγοντας ότι θα συνόψιζε τα πράγματα αποφεύγοντας γαλαξιακές παρεκβάσεις που δεν ενδιαφέρουν παρά κάτι πράσινα όντα με κεραίες κι ένα μάτι στον κώλο, και διευκρίνισε ότι βρισκόμασταν στον πλανήτη Γη του ηλιακού συστήματος, στο νότιο ημισφαίριο, στη αμερικανική ήπειρο, σε μια χώρα που λέγεται Χιλή, σε μια πόλη που ονομάστηκε Σαντιάγο, και σε μια επανάσταση που είχε μόλις ξεσπάσει.
   Ήμαστε και οι τρεις μέλη του ELN(3), που σεβόταν αυστηρά τη χιλιανή πολιτική ιδιαιτερότητα, αυτή τη δυνατότητα ειρηνικής και δημοκρατικής πραγμάτωσης των αλλαγών που είχε ανάγκη η χώρα. Θαυμάζαμε και αγαπούσαμε τον Αγιέντε, αλλά, καλώς ή κακώς, μας πλήγωνε η ατιμωρησία της Δεξιάς, το καθημερινό σαμποτάζ κάθε κυβερνητικής ενέργειας.
   Τον Ιανουάριο του 1971, κατάσκοποι του ELN ανακάλυψαν ότι η Δεξιά είχε βρει έναν τρόπο να εξάγει μεγάλες ποσότητες χαρτονομισμάτων, ιδίως δολαρίων. Ο μηχανισμός ήταν απλός· καλούσαν όσους είχαν τραπεζικούς λογαριασμούς ν’ αποσύρουν τις καταθέσεις τους ή ν’ αγοράσουν δολάρια, και μετά, σε κάποια περίεργα ανταλλακτήρια τα άλλαζαν στη διπλή τιμή από την επίσημη και τα ‘βγαζαν παράνομα απ’ την χώρα. Στόχος ήταν η αποδυνάμωση της οικονομίας, και ο ELN αποφάσισε ν’ αντεπιτεθεί με μια σειρά «ενέργειες συμπαράστασης», μέσω των οποίων θ’ αποκτούσε δολάρια και θα τα ‘στελνε ανωνύμως στην Κεντρική Τράπεζα.
   «Έχουμε πέντε στόχους» είπε ο Κινέζος, «και θα τους χτυπήσουμε όλους την ίδια μέρα και την ίδια ώρα. Εμάς μας έπεσε ένα κεντρικό ανταλλακτήριο και δε γίνεται ν’ αποτύχουμε, γιατί, αν αποτύχουμε, θα μας χαρακτηρίσουν κοινούς εγκληματίες, και ξέρουμε τι κινδυνεύουμε να πάθουμε.»
   Το «τι κινδυνεύουμε να πάθουμε» σήμαινε κατηγορίες για ένοπλη επίθεση, διάρρηξη, εκφοβισμό και άλλα, που προέβλεπαν σίγουρη φυλάκιση από πέντε έως οκτώ χρόνια.
   «Είμαστε η ταξιαρχία που αγωνίζεται για το Καλό ώσπου να ξεριζωθεί το Κακό!» αναφώνησε το Ζουζουνάκι κι άπλωσε ένα χάρτη του κέντρου του Σαντιάγο.
   Το Ζουζουνάκι είχε μια περίεργη αίσθηση του χιούμορ που, καμιά φορά, έκανε έξω φρενών κάποιους συντρόφους υπερβολικά αυστηρούς και σοβαρούς. Έγραψε ιστορία στη Σχολή Καλών Τεχνών όταν διέκοψε έναν  ομιλητή ο οποίος, καίτοι διέθετε ένα αυτόματο και αλάνθαστο σχέδιο κατάληψης της εξουσίας, δεν μπορούσε ν’ απαντήσει στο ερώτημα αν ήθελε την επανάσταση για να είναι ευτυχισμένος ή για να χτίσει μια κοινωνία με χαυνωμένους πολίτες όπως ο ίδιος. «Συν τοις άλλοις» είχε προσθέσει στο Ζουζουνάκι, «εγώ προτιμώ να έχω στο πλευρό μου τον Μπάτμαν και τον Ρόμπιν παρά κάτι λαπάδες σαν εσένα και την  ιδεολογία σου που αρχίζει με το γράμμα Μ, όχι το Μ του Μαρξ, του Μάο ή του Μαρκούζε, αλλά του μάρμαρου.»
   Σε κάποια πανεπιστημιακή συγκέντρωση τής ζήτησαν να αυτοπροσδιοριστεί ιδεολογικά, κι εκείνη απάντησε ότι ήταν μια μαύρη τρύπα που όλα τα ρουφούσε. Όταν οι σύντροφοι της έσπαγαν τα νεύρα διαβάζοντας Έριχ Φρομ(4) (Ο φόβος της ελευθερίας)(5), εκείνη άνοιγε το καταταλαιπωρημένο Κουτσό(6) της κι έβαζε γι’ άλλη μία φορά τα κλάματα με το γράμμα στο μωρό Ροκαμαντούρ. Πολλές φορές στο δρόμο, όταν η αστυνομία, κλείνοντας τ’ αφτιά όταν επικαλούμασταν τα δικαιώματά μας, κράδαινε τα γκλομπ, το Ζουζουνάκι στεκόταν σε κάποιον αξιωματικό, κρατώντας τις Ιστορίες των Κρονόπιο και των Φάμα(7) και τον κατηγορούσε ως απατεώνα. «Άκουσέ με καλά» έλεγε η Ζουζούνα, «αυτή η πράσινη στολή δε σε κάνει Κρονόπιο, γιατί τα Κρονόπιο είναι πράσινα και υγρά. Είσαι εσύ υγρός; Εσύ είσαι Φάμα, έτοιμος να κλάψει από ντροπή». Όσο για την ενότητα της Αριστεράς, έλεγε ότι εκείνη σεβόταν μόνο την ενότητα των Τριών Σωματοφυλάκων.
   «Το σχέδιο είναι απλό» είπε ο Κινέζος. «Αυτός κι εγώ μπαίνουμε, ακινητοποιούμε με τα όπλα μας τους δύο που θα ‘ναι στο ανταλλακτήριο, αρπάζουμε τα δολάρια και φεύγουμε. Εσύ, Ζουζουνάκι, αποσπάς την  προσοχή των περαστικών.»
   «Μ’ άλλα λόγια, εσείς οι δύο είστε η Ελαφρά Ταξιαρχία, το Έβδομο Ιππικό, ο Σαντοκάν και ο Γιάνιες(8), κι εγώ θα είμαι κάτι σαν Μάτα Χάρι στο πιο βρόμικο. Πώς μπορείτε να το κάνετε αυτό σε μια οπαδό της Σιμόν ντε Μποβουάρ;»
   «Περί αυτού ακριβώς πρόκειται» απάντησε ο Κινέζος. «Αν και η γκουρού σου λέει ότι το πρόβλημα της γυναίκας ήταν ανέκαθεν πρόβλημα για τους άνδρες, εσύ δεν πρέπει να είσαι απλώς ένα πρόβλημα, αλλά ένα εκνευριστικό πρόβλημα για όλους τους άνδρες που θα περνάνε από κει.»
   Το πρωί της μέρα που είχε οριστεί για την επιχείρηση, κάναμε μια τελευταία επισκόπηση του δρόμου. Οι περαστικοί ήταν κόσμος που πήγαινε στη δουλειά του ή απλώς έκοβε βόλτες. Τα μαγαζιά δίπλα στο ανταλλακτήριο που θα χτυπούσαμε δεν είχαν ποτέ μεγάλη κίνηση, κι ένα φορτηγό σταματημένο ακριβώς μπροστά στο στόχο μας ήταν δώρο εξ ουρανού.
   Ο Κινέζος κι εγώ κοιταχτήκαμε, είπαμε «Πάμε!» και βγάλαμε τα πιστόλια με το που πατήσαμε πόδι στο ανταλλακτήριο. Προλάβαμε να δούμε το Ζουζουνάκι να πλησιάζει με προκλητικό βηματισμό δύο ποδιών που έβγαιναν από μια πολύ στενή και πολύ κοντή μίνι-φούστα, την οποία θα επικροτούσε με ενθουσιασμό η Μαίρη Κουάντ.
   Ακούσαμε τα πρώτα σφυρίγματα θαυμασμού τη στιγμή ακριβώς που οι υπεύθυνοι του ανταλλακτηρίου, ένα ζευγάρι γύρω στα εβδομήντα, σήκωναν τα χέρια με το που είδαν τα όπλα, χωρίς εμείς να τους πούμε τίποτα. Μόνο που η γυναίκα μίλησε:
   «Χριστός και Παναγία! Θα με βιάσουν !»
   «Όχι, κυρία» την καθησύχαζε ο Κινέζος. «Θα μας δώσετε τα δολάρια που έχετε στο χρηματοκιβώτιο, και δε θα βγάλετε τσιμουδιά ώσπου ν’ απομακρυνθούμε.»
   «Θα με βιάσουν κι εσύ δεν κάνεις τίποτα, χέστη!» φώναξε η γυναίκα στον άντρα που δε σταματούσε να τρέμει ενόσω άνοιγε το χρηματοκιβώτιο κι έβγαζε κάμποσα μάτσα πράσινα χαρτονομίσματα με το πορτρέτο του Μπέντζαμιν Φράνκλιν.
   «Θα με βιάσουν!» ούρλιαξε πάλι η γυναίκα.
   Αυτό, ότι δηλαδή θα πέφταμε σε σεξομανή, δεν το ‘χαμε υπολογίσει. Έξω, στο δρόμο, αφού είχε σκοντάψει σε μιαν αόρατη πέτρα κι είχε μισοσωριαστεί στο δρόμο με αξιοζήλευτη θεατρικότητα, το Ζουζουνάκι ήταν περιτριγυρισμένο από καμιά δεκαριά τύπους που προσφέρονταν να βοηθήσουν τη συνεργό μας να σηκωθεί ή να της μαλάξουν τα πόδια στο ρυθμό του “Sana, sana, culito de rana(9) ή της έλεγαν να μείνει εκεί που ήταν, φοβούμενοι πως, αν σηκωνόταν, θα χανόταν το θέαμα εκείνων των θεσπέσιων ποδιών. Μια λεγεώνα εθελοντές, ειδικοί στις θλάσεις και τα κατάγματα, έσκυβαν από πάνω της και την εξέταζαν επισταμένως πριν προβούν σε διάγνωση.
   Στο ανταλλακτήριο, εγώ έβαζα πράσινα χαρτονομίσματα, πολύ περισσότερα δολάρια απ’ όσα υπολογίζαμε, σ’ ένα σάκο από λινάτσα, κι ο Κινέζος προσπαθούσε να πείσει τη γυναίκα ότι η τιμή της δεν κινδύνευε, ενόσω εκείνη επέμενε να φωνάζει όχι πια ότι θα τη βίαζαν, αλλά ότι τη βίαζαν.
   Ευτυχώς ο άντρας της είχε ακέραιη τη δική του τιμή, γιατί, όταν σταμάτησε να μου δίνει όσα μάτσα είχε, πλησίασε τη γυναίκα και της έδωσε ένα χαστούκι που πιο πολύ πόνεσε τον Κινέζο κι εμένα.
   «Βούλωσ’ το, ανώμαλη κωλόγρια! Κι εσείς, ξεκουμπιστείτε πια!» πρόσταξε ο άντρας.
   Το λεπτομερώς καταστρωμένο σχέδιο προέβλεπε να τους αφήσουμε δεμένους, να βγούμε από το ανταλλακτήριο, να πάμε μέχρι τη γωνία ακολουθούμενοι απ’ το Ζουζουνάκι και να στρίψουμε δεξιά, γιατί στα λίγα μέτρα μας περίμενε ένα αυτοκίνητο.
   Απ’ το Ζουζουνάκι, έτσι όπως ήταν περιτριγυρισμένο από ένα σωρό καλούς Σαμαρείτες, πρόθυμους να βοηθήσουν μια κοπελίτσα που είχε πάθει ατύχημα, είναι ζήτημα αν είδαμε μια σπιθαμή απ’ τα πόδια της.
   «Πάμε εμείς» είπε ο Κινέζος. «Το Ζουζουνάκι δε θα ‘χει πρόβλημα.»
   Δύο μέρες αργότερα, κατέφθασαν στην Κεντρική Τράπεζα πέντε χαρτοκιβώτια, ευφυώς τυλιγμένα σε συσκευασία δώρου. Σχεδόν μισό εκατομμύριο δολάρια πέρασαν στην ιδιοκτησία των Χιλιανών, και για καμία από τις πέντε επιθέσεις δε γράφτηκε στον Τύπο το παραμικρό.
   Η ζωή συνεχίστηκε, περίπλοκη κι ωραία. Το Ζουζουνάκι δε σταματούσε να αιφνιδιάζει την επαναστατική ορθοδοξία με τις απόψεις της. Για παράδειγμα, δήλωνε ότι ο μοχλός της κοινωνίας δεν ήταν η πάλη των τάξεων, αλλά η αδράνεια που είχε γεννηθεί από την  πρώτη αστρική κοσμική κίνηση, την πρώτη έκρηξη, το Big Bang που οι μεν αστοί πάσχιζαν να αναχαιτίσουν με φράγματα από προκαταλήψεις και παραδόσεις του κώλου, οι δε ακαδημαϊκοί επαναστάτες να θεσμοποιήσουν με παράλογους κανονισμούς. Στις αναγνώσεις των κλασικών του μαρξισμού προστέθηκαν αυτές του Μαρκούζε, του Γκράμσι και της Ρόζας Λούξεμπουργκ, αλλά το Ζουζουνάκι παρέμενε πιστό στον Κορτάσαρ και υπερασπιζόταν την αγνότητα των Κρονόπιο.
   Η ζωή συνεχίστηκε, πιο περίπλοκη και λιγότερο ωραία. Μια μέρα του Δεκεμβρίου 1973, λίγους μήνες μετά το πραξικόπημα, σκότωσαν τον Κινέζο. Κάτι ράγισε μέσα στο Ζουζουνάκι. Ένα εσωτερικό Big Bang, που μόνο εκείνη το αισθάνθηκε, την άφησε χωρίς καμία κατεύθυνση, σαν το σύμπαν που κινείται και δεν ξέρεις αν πάει ή αν έρχεται.
   Η ζωή άρχισε ν’ αποκτά προσωνύμια. Ονομάστηκε τρόμος, φυλακή, βασανιστήρια, εξορία, αποχαιρετισμοί, γράμματα όλο και πιο αραιά και σύντομα, φωτογραφίες που τις κοιτούσες σιωπηλά.
   Μια μέρα αυτής της ζωής, το Ζουζουνάκι αποφάσισε ν’ ανακτήσει τα χαμένα: καβάλησε τη μηχανή του χρόνου κι άρχισε να τρέχει στα σπίτια των συντρόφων αλλά δεν υπήρχαν πια ούτε τα σπίτια ούτε οι σύντροφοι, στα cafes όπου σύχναζαν οι σύντροφοι αλλά δεν υπήρχαν πια ούτε τα cafes ούτε οι σύντροφοι, τα μέρη όπου τραγουδούσα οι σύντροφοι αλλά δεν βρέθηκε παρά μόνο σκόνη από φωνές και νεκρές κιθάρες.
   Και μια μέρα, το σύμπαν σταμάτησε, κουρασμένο απ’ το να σπρώχνει γαλαξίες, κι έκοψε κάθε κίνηση. Έτσι, το Ζουζουνάκι έμεινε να κοιτάζει χωρίς να βλέπει, χωρίς να αισθάνεται τα χέρια που της χάιδευαν τα μακριά μαλλιά, άτρωτη στην καυτή μνήμη, προστατευμένη απ’ την παγερή λήθη.
   Ως το πρόωρο τέλος της ζωής της, μοναδική της χειρονομία ήταν να δείχνει τις άδειες παλάμες της, σαν να τα κρατούσε ακόμα το εύθραυστο σώμα των καλών χρόνων, των σκληρών χρόνων, των ευτυχισμένων χρόνων.



Σημειώσεις:
(1). Από το ποίημα «Κέιμπριτζ» (Το εγκώμιο της σκιάς)· μτφρ: Δημήτρης Καλοκύρης.
(2). Μυθικό ανθρωπόμορφο γιγάντιο ον που λέγεται ότι ζει στα Ιμαλάια.
(3). Αρκτικόλεξο του Ejercito de Liberacion Nacional (Εθνικός Απελευθερωτικός Στρατός).
(4). Erich Fromm (1900-1980): γερμανικής καταγωγής αμερικανός ψυχολόγος, φιλόσοφος και κοινωνιολόγος, μέλος της περίφημης Σχολής της Φρανκφούρτης.
(5). The Fear og Freedom(1941)
(6). Rayuela(1963): το αριστουργηματικό μυθιστόρημα του Αργεντινού Julio Cortazar (1914 – 1984)
(7). Historias de Cronopios y de Famas (1962): άλλο ένα σημαντικό βιβλίο του Cortazar.
(8). Πιθανότατα ο Jose Maria Yanez (1803-1880), εθνικός ήρωας του Μεξικού.

(9). «Γιάνε, γιάνε κωλαράκι του βατράχου/(κι αν δεν γιάνεις σήμερα, θα γιάνεις αύριο)»: κολομβιανό τραγουδάκι που λέγεται σε παιδάκια όταν έχουν πέσει και χτυπήσει.



Δεν υπάρχουν σχόλια: