Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

«Ο άλλος θάνατος του Τσε» διήγημα του Λούις Σεπούλβεδα ( 1949 - 2020) από το βιβλίο «Ο Μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας» (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. opera, 2015)

............................................................




Λούις
Σεπούλβεδα ( 1949 - 2020)








·       «Ο άλλος θάνατος του Τσε»

διήγημα του Λούις Σεπούλβεδα ( 1949 - 2020) από το βιβλίο «Ο Μουγκός Ουζμπέκος και άλλες ιστορίες παρανομίας» 

(μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. opera, 2015)


                                       Στη μνήμη του Λουίς Ρενάτο Γκονσάλες Κόρδοβα
                                                          ή «Ελάδιο», μέλους της GAP.

ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΜΑΡΤΙΟΥ ΤΟΥ 1971, τα πολιτικά κόμματα της χιλιανής Δεξιάς απαίτησαν να μάθουν τι ήταν αυτοί οι νεαροί που συνόδευαν τον Σαλβαδόρ Αγιέντε στις μετακινήσεις του, και η απάντηση του Προέδρου ήταν κοφτή: «Είναι μια Ομάδα Προσωπικών Φίλων που με συνοδεύουν παντού και είναι διατεθειμένοι να δώσουν και τη ζωή τους ακόμα αν με απειλήσει κάποιος κίνδυνος».
   Μας άρεσε αυτή η απάντηση, κι έτσι γεννήθηκε η GAP*.
   Ήμαστε νεαροί σοσιαλιστές, θαυμάζαμε και σεβόμαστε τον Αγιέντε, οι πιο άξιοι πολέμησαν στο πλευρό του, στη Λα Μονέδα**, πολλοί βασανίστηκαν μέχρι θανάτου από τους στρατιωτικούς της χούντας που, μετά, εξαφάνισαν τα σώματά τους ώσπου αυτά, με τον καιρό βρέθηκαν, ταυτοποιήθηκαν και τώρά αναπαύονται στο γενικό νεκροταφείο του Σαντιάγο, φρουρώντας το μαυσωλείο του Προέδρου. Λίγοι είμαστε αυτοί που επιζήσαμε, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.
   Το 1971 ήταν μια έντονη χρονιά, κυρίως μετά τις 10 Νοεμβρίου οπότε επισκέφθηκε τη χώρα επισήμως ο Κομαντάντε Φιδέλ Κάστρο, κι επειδή ήταν περίεργος κι ήθελε να τα δει όλα, τα Φιατάκια μας πήραν φωτιά οργώνοντας τους δρόμους της Χιλής.
   Έτσι, στις 10 το πρωί της 3ης Δεκεμβρίου, μια μέρα πριν ο Φιδέλ Κάστρο επιστρέψει στην Κούβα, σε τέσσερα μέλη της GAP ανατέθηκε μια ειδική αποστολή.
   Η χιλιανή κυβέρνηση είχε δωρίσει στην Κούβα δύο νεοσσούς κόνδορες: έναν αρσενικό, τον Σαντιάγο, κι έναν θηλυκό, την Ακονκάγουα***. Η αποστολή μας ήταν να τα πάμε στο αεροδρόμιο και να τα παραδώσουμε στους κουβανούς κτηνιάτρους που είχαν αναλάβει τη μεταφορά τους στον Ζωολογικό Κήπο της Αβάνας.
   Τα δύο πτηνά ταξίδευαν σε μια κούτα από σκληρό χαρτόνι, αρκετά μεγάλη, με τρύπες για να μπαίνει αέρας, αλλά οι σύντροφοι της GAP, δεδομένων των μεγάλων διαστάσεων της κούτας και της μικρής χωρητικότητας του Fiat 125, αποφάσισαν να δέσουν την κούτα στην οροφή του αυτοκινήτου. Ένας πρόσθετος λόγος ήταν ότι οι κόνδορες μπορεί να ήταν μικροί, αλλά βρομούσαν όπως κάθε γιγαντιαίος των Άνδεων που τρελαίνεται για ψοφίμια.
   Το ταξίδι κύλησε απρόσκοπτα από τον Ζωολογικό Κήπο του Σαντιάγο ως την Αλαμέδα, αλλά εκεί, φτάνοντας στον Κεντρικό Σταθμό, ένας ασυνείδητος οδηγός πέρασε με κόκκινο, κι ο οδηγός του Fiat 125 αναγκάστηκε να φρενάρει τέρμα, να πατήσει το αμπραγιάζ, ν’ αλλάξει ταχύτητα και να στρίψει απότομα το τιμόνι για ν’ αποφύγει τη σύγκρουση. Το αποτέλεσμα αυτού του απρόβλεπτου περιστατικού ήταν να μισανοίξει η κούτα και να το σκάσει ο ένας απ’ τους δύο κόνδορες.
   Ενόσω οι σύντροφοι της GAP σκυλόβριζαν τον ανεύθυνο οδηγό κι έδεναν όπως όπως την κούτα που ράμφιζε αγρίως η Ακονκάγουα, ο άλλος κόνδορας, ο Σαντιάγο, πετούσε ζορισμένα, ως νεοσσός, πάνω απ’ τα δέντρα, ώσπου βρήκε να καθίσει στο πιο ψηλό σημείο της στέγης του Κεντρικού Σταθμού, γεμάτου εκείνη την ώρα από επιβάτες που είχαν μόλις κατέβει από το τρένο Πουέρτο Μοντ – Σαντιάγο.
   Ο Σαντιάγο, ο φευγάτος κόνδορας, είχε ξαφνιαστεί που τα κατάφερε να πετάξει, και παρ’ όλο που η γενετική του μνήμη ως βασιλιά των πιο ψηλών κορφών των Άνδεων τον πρόσταζε να συνεχίσει το πέταγμα, ο φόβος του ως άπειρου νεοσσού τον έκανε να διστάζει, οπότε περιορίστηκε να παρατηρεί τον κόσμο που πηγαινοερχόταν κάτω απ’ το μεταλλικό στέγαστρο του κτιρίου, εμπνεύσεως Άιφελ.
   «Εκεί θα μείνει» γνωμάτευσε ένας της GAP. «Λίγα δευτερόλεπτα πέταξε μονάχα, και δε νομίζω ότι θα ξεθαρρέψει να ξαναπετάξει.»
   «Εγώ λέω να τον κατεβάσουμε πριν ανακαλύψει ότι είναι κόνδορας και το λέει η καρδιά του» είπε ένας άλλος.
   Σε λίγα λεπτά, ένα πλήθος είχε μαζευτεί από κάτω και παρατηρούσε τον κόνδορα, ενώ δύο σύντροφοι της GAP έψαχναν να βρουν τρόπο να σκαρφαλώσουν στη στέγη του σταθμού, αφού κανείς υπάλληλος των Κρατικών Σιδηροδρόμων δεν ήξερε αν ο Άιφελ είχε προβλέψει καμιά σκάλα για έκτακτη ανάγκη.
   Δίπλα στο Fiat 125, οι άλλοι δύο σύντροφοι της GAP πάσχιζαν να ηρεμήσουν την Ακονκάγουα που ράμφιζε λυσσασμένα τη χαρτονένια κούτα, διαολόστειλαν ευγενικά έναν καραμπινιέρο που τους απειλούσε με κλήση επειδή είχαν παρκάρει σε χώρο όπου απαγορευόταν η στάθμευση, και κρατούσαν μακριά τους φιλοπερίεργους που ήθελαν να μάθουν τι σκατά ήταν αυτό που ταρακουνούσε την κούτα από μέσα.
   Μετά από μισή ώρα εναγώνια αναμονή κατέφθασαν οι πυροσβέστες, κι αφού συμφώνησαν με βαριά καρδιά ότι έπρεπε να πιάσουν το πτηνό χωρίς να το τραυματίσουν, ξεδίπλωσαν την τηλεσκοπική σκάλα, κι ένας πυροσβέστης, κρατώντας ένα σάκο, έπιασε να την ανεβαίνει.
   Ο Σαντιάγο, ο φευγάτος κόνδορας, κατάλαβε ότι το αστραφτερό κράνος του πυροσβέστη ήταν σύνθημα για ν’ απλώσει τα φτερά του και να δείξει στον κόσμο τα χαρίσματά του ως βασιλιά των αιθέρων. Κι αυτό έκανε. Έτρεξε φτεροκοπώντας, έδωσε ένα σάλτο, φτεροκόπησε ακόμα πιο δυνατά, υψώθηκε λίγα μέτρα και κατέληξε να προσγειωθεί στην άλλη άκρη της στέγης του σταθμού.
   Από εκείνο το σημείο, ο νεαρός κόνδορας έδειχνε να μην έχει αίσθηση τι του συνέβαινε. Ίσως ο αέρας της χιλιανής πρωτεύουσας ήταν πολύ πυκνός, ίσως το κουνέλι που είχε καταβροχθίσει  με το πρώτο φως της μέρας στο κλουβί του Ζωολογικού Κήπου τού έπεσε βαρύ. Ο Σαντιάγο, ο φευγάτος κόνδορας, είδε τους τρεις πυροσβέστες που τον πλησίαζαν με βήμα αργό, κοίταξε την άβυσσό που ανοιγόταν στο χείλος της στέγης του σταθμού, κι αποφάσισε να τα παίξει όλα για όλα. Πήδηξε στο κενό φτεροκοπώντας κι έφτασε στη στέγη ενός γειτονικού κτιρίου.
   Στο έδαφος, το πλήθος έτρεξε στον παράλληλο δρόμο για να παρακολουθήσει το πέταγμα του πτηνού που άλλοι το ‘λεγαν γύπα και άλλοι γεράκι ή αετό, κάτι που επίσης έκαναν οι σύντροφοι της GAP, με την Ακονκάγουα ασφαλισμένη μέσα στο αυτοκίνητο.
   Ο Σαντιάγο, ο φευγάτος κόνδορας, επανέλαβε αρκετές φορές την άσκηση ν’ απλώνει τα φτερά, να τα χτυπάει, να πετάει λίγα μέτρα και να κάθεται στις στέγες όλο και πιο χαμηλές, αποφεύγοντας τις κεραίες των τηλεοράσεων και τις απλωμένες μπουγάδες στις ταράτσες. Οι πτήσεις του, όμως αν και άγαρμπες, ήταν όλο και πιο μεγάλες.
   «Όταν καταλάβει ότι μπορεί να πλανάρει, την πουτσίσαμε. Δεν θα τον πιάσουμε ποτέ» είπε ένας από τους GAP.
    Εκείνη τη χρονιά, το καλοκαίρι είχε έρθει νωρίς στη χιλιανή πρωτεύουσα: η θερμοκρασία ήταν γύρω στους τριάντα βαθμούς και δε φυσούσε το παραμικρό αεράκι. Ο Σαντιάγο, ο φευγάτος κόνδορας, κάθε φορά προσπαθούσε ν’ ανέβει όλο και πιο ψηλά, φτεροκοπούσε ζωηρά απαντώντας στην πρόκληση του διάφανου ουρανού, αλλά πάντα έχανε ύψος, κι έτσι, μισοπετώντας και μισοπηδώντας, απομακρύνθηκε καμιά δεκαριά τετράγωνα προς τα νότια, προς τις φτωχογειτονιές με τα σπιτάκια τα φτιαγμένα από ό,τι υλικό μπορείς να φανταστείς.
   Οι τέσσερις της GAP, μαζί με μια μανιασμένη Ακονκάγουα στην κούτα της, τον ακολουθούσαν με το Fiat 125, σταματούσαν, κοίταζαν πάνω από τα κτίρια, τον έβλεπαν να υψώνεται ξανά, και ξανάπιαναν την καταδίωξη. Κάποια στιγμή, όμως, τον είδαν να κατεβαίνει και να κάθεται όχι πια σε μια στέγη, αλλά στην αυλή μιας χαμοκέλας.
   Τρεις GAP κατέβηκαν από το αυτοκίνητο (ένας έμεινε πίσω να προσέχει το αμάξι και την έξαλλη Ακονκάγουα) και χτύπησαν την πρώτη πόρτα.
   «Καλημέρα σας, κυρία», χαιρέτησε ένας τους. «Μπορούμε να περάσουμε στην αυλή σας;»
   «Καλησπέρα. Και γιατί θέλετε να περάσετε στην αυλή μου;»
   Η γυναίκα είχε δίκιο, γιατί η ώρα είχε πάει δύο. Είχαν περάσει τέσσερις ώρες από τη στιγμή που το ‘σκασε ο κόνδορας.
   «Κυνηγάμε ένα πουλάκι που, απ’ ό,τι φαίνεται, ήρθε και κάθισε στην αυλή σας.»
   Η γυναίκα τούς άφησε να μπουν πιο μέσα στην αυλή, αλλά το μόνο που είδαν ήταν ένας σκύλος, κοιμισμένος στη σκιά μιας δαμασκηνιάς.
   Ούτε στο δεύτερο σπίτι είχαν τύχη, αφού το μόνο που βρήκαν ήταν κάτι γεράνια, αλλά όταν έφτασαν στην πέμπτη πόρτα, τους είχε προλάβει ο συναγερμός ότι τρεις τύποι με κοστουμάκι και γραβάτα έλεγαν πως έψαχναν ένα πουλάκι.
   Οι τρεις GAP βρέθηκαν περικυκλωμένοι από κάμποσα άτομα με απειλητική κοψιά και, παρ’ όλο που ήταν οπλισμένοι, μετάνιωναν που δεν είχαν καλέσει ενισχύσεις.
   «Για μια στιγμή, ρε μπατσόνια. Ποιον ψάχνετε και γιατί;» ρώτησε ένα από τα άτομα.
   Τους πήρε κάνα μισάωρο για να πείσουν τα άτομα ότι δεν ήταν μπατσόνια κι ότι στ’ αλήθεια ακολουθούσαν ένα πουλί, απ’ αυτά που έχουν φτερά, που πετάνε και καμιά φορά γεννάνε αβγά, ώσπου οι τύποι (όχι και πολύ πεισμένοι πάντως) αποφάσισαν να τους συνοδέψουν στην αναζήτηση.
   «Και για να ‘χουμε καλό ‘ρώτημα» ρώτησε ένας απ’ τους τύπους, «τι σόι πουλί ψάχνουμε; Κάνα καναρίνι, ας πούμε;»
   «Είναι αρκετά μεγάλο και βρομάει» απάντησε επιφυλακτικά ένας απ’ τους GAP.
   Αυτοί της GAP ήταν εκπαιδευμένοι ν’ αντιμετωπίζουν δύσκολες καταστάσεις, διάφορους κινδύνους και δυνατές συγκινήσεις χωρίς να χάνουν την ψυχραιμία τους. Ωστόσο, αυτό που αντίκρισαν στο ενδέκατο σπίτι τούς έκοψε την ανάσα και τους έκανε να νιώσουν ότι τους είχε καθίσει στο λαιμό μια ρακέτα του τένις.
   Μια γριά κρατούσε απ’ τα ποδάρια το άψυχο σώμα του Σαντιάγο, το ‘χε βουτήξει σε μια λεκάνη με ζεστό νερό και, με τη βοήθεια ενός παιδιού, το ξεπουπούλιαζε.
   «Μοναχούλα της ήρθε η γαλοπούλα» είπε η γριά. «Είναι δώρο του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού».
   «Δεν είναι γαλοπούλα, κωλόγρια! Κόνδορας είναι! Κόνδορας!» μουρμούρισε ένας απ’ τους GAP, έτοιμος να βάλει τα κλάματα.
   Αυτά που ακολούθησαν δεν τα έμαθαν ποτέ ούτε ο Φιδέλ Κάστρο, ούτε ο Σαλβαδόρ Αγιέντε, ούτε η κουβανική αντικατασκοπία, ούτε το Υπουργείο Εξωτερικών της Χιλής, ούτε τα άλλα μέλη του GAP που η αποστολή τους ήταν να συνοδεύουν τον Πρόεδρο και τον επαναστατικό φιλοξενούμενο. Μετά από ένα έκτακτο συμβούλιο μέσα στο Fiat 125 και υποφέροντας τη δυσωδία της οργισμένης Ακονκάγουας που δε σταματούσε να ραμφίζει τη χαρτονένια κούτα, οι τέσσερις GAP επέστρεψαν εν τάχει στον Ζωολογικό Κήπο, ανάσαναν με ανακούφιση όταν διαπίστωσαν ότι υπήρχε και άλλο αρσενικό κονδορόπουλο, έπεισαν τον διευθυντή του Κήπου ότι σκοπός τους ήταν ν’ αποτρέψουν διπλωματικό επεισόδιο, έβαλαν τον Σαντιάγο Β’ δίπλα στην Ακονκάγουα κι έφυγαν ολοταχώς για το αεροδρόμιο.
   «Μα τι άσχημα που είναι, ρε σύντροφοι! Τι κακάσχημα κωλόπουλα!» φώναξε ένας απ’ τους κουβανούς κτηνιάτρους που είχαν αναλάβει να μεταφέρουν τους νεοσσούς, και οι τέσσερις της GAP αισθάνθηκαν ότι οι δεσμοί επαναστατικής αδελφοσύνης μεταξύ Κούβας και Χιλής ήταν στα πρόθυρα να διαρραγούν.
   Το αεροπλάνο της Κουβανικής Αεροπορίας απογειώθηκε την επομένη (4 Δεκεμβρίου 1971), μεταφέροντας τον Κομαντάντε Φιδέλ Κάστρο, την καραϊβική υπουργική αποστολή και τους δύο κόνδορες, με προορισμό το νησί.
   Ο Σαντιάγο Β’ και η Ακονκάγουα εξελίχθηκαν σε διάσημους ενοίκους του Ζωολογικού Κήπου της Αβάνας. Ένα περίπλοκο σύστημα κλιματισμού σοβιετικής κατασκευής, που άλλοτε λειτουργούσε και άλλοτε όχι, υποτίθεται ότι εξασφάλιζε μια σταθερή θερμοκρασία των Άνδεων στο ευρύχωρο κλουβί όπου ήταν κλεισμένοι. Οι κόνδορες μεγάλωσαν και ενηλικιώθηκαν, αλλά, παρά την άνεση του περιβάλλοντος, τα νοστιμότατα ψοφίμια που έτρωγαν, και τον αέρα της Καραϊβικής που είναι ικανός να ξεσηκώνει όλα τα πάθη, ούτε ο Σαντιάγο Β’ καλοκοίταξε ποτέ την Ακονκάγουα, ούτε εκείνη έκανε καμιά προσπάθεια να τον ξελογιάσει.
   Μέσα στην αμοιβαία αδιαφορία των δύο πτηνών πέρασαν τα χρόνια, και στις 11 Σεπτεμβρίου του 1973 το φασιστικό πραξικόπημα εκτέλεσε τη χιλιανή δημοκρατία, τον Πρόεδρο Αγιέντε, πολλούς από τους GAP που είχαν πολεμήσει στο πλευρό του, αλλά και πολλούς ανώνυμους πολίτες.
   Ωστόσο, ένα πρωί, στα τέλη του 1999, ίσως εξαιτίας της συγκίνησης που ζούσαν το τέλος μιας χιλιετίας ή, έστω, την απαρχή ενός νέου αιώνα, ίσως εξαιτίας της γιορτινής μουσικής που γέμιζε την αισθησιακή ατμόσφαιρα της Καραϊβικής, οι υπεύθυνοι του Ζωολογικού Κήπου της Αβάνας πέταξαν από τη χαρά τους: η Ακονκάγουα είχε γεννήσει ένα αβγό, ένα πολύτιμο αβγό κόνδορα, κι ο Σαντιάγο Β’ την είχε σκεπάσει με τις φτερούγες του σε μια τελετουργία ερωτισμού των Άνδεων που, ακριβώς επειδή έφερνε στο νου χιονισμένα βουνά και παγετώνες, ήταν εντελώς ακατανόητος στους κουβανούς θιασώτες του γυμνού.
   Το 1999, η κουβανική οικονομία άρχισε να ξεπερνάει σιγά σιγά τις κακουχίες της «ειδικής περιόδου», και ο Ζωολογικός Κήπος της Αβάνας δεν εγγυόταν ότι η Ακονκάγουα μπορούσε να κλωσσήσει το αβγό από το οποίο, όπως όλοι ήλπιζαν, θα γεννιόταν ο πρώτος κουβανέζος κόνδορας, και η λογική επέτασσε τη μεταφορά του αβγού σ’ έναν τόπο πιο ταιριαστό με τη φύση του.
   Το αβγό, καρπός της χιλιανοκουβανικής φιλίας και του αγώνα των συντρόφων της GAP που είχαν αντικαταστήσει τον αδικοχαμένο Σαντιάγο Α’, φυλάγοντας με ζήλο το τρομερό μυστικό της κατάληξής του ως ψητής γαλοπούλας, μεταφέρθηκε στον Ζωολογικό Κήπο του Μπουένος Άιρες, κι εκεί, στην αργεντινή πρωτεύουσα, έγινε δεκτό από τους επικεφαλής ενός προγράμματος διάσωσης του κόνδορα, αυτού του μεγαλόπρεπου πτηνού που αντιμετώπιζε κίνδυνο εξαφάνισης.
   Έτσι, το αβγό κλωσσήθηκε τεχνητά, ώσπου, στις 17 Μαΐου 2000, ο νεοσσός έσπασε το κέλυφος, και το απαλό του φτέρωμα δέχτηκε το χάδι του αργεντινού αέρα.
   Ο νεαρός κόνδορας βαφτίστηκε με το πιο δοξασμένο όνομα: Τσε.
   Ο Τσε μεγάλωσε με συντροφιά δύο λούτρινους κόνδορες, ώστε να συνηθίσει την παρουσία όμοιων πτηνών, δέχτηκε την κατάλληλη τροφή, έγινε ένα ωραίο, γιγάντιο πτηνό με ασπρόμαυρο φτέρωμα και μ’ ένα περιλαίμιο από απαλό λευκό φτέρωμα γύρω από έναν στιβαρό αυχένα, ενώ το κόκκινο λοφίο που στεφάνωνε το κεφάλι του μαρτυρούσε το αξίωμά του ως κομαντάντε των αιθέρων των Άνδεων.
   Τον Οκτώβριο του 2001, ο Τσε ήταν ένας πανέμορφος και εύρωστος κόνδορας, γεννημένος και μεγαλωμένος στον Ζωολογικό Κήπο του Μπουένος Άιρες, που ήθελε ν’ αρχίσει να πετάει, και οι υπεύθυνοι του προγράμματος σωτηρίας αυτού του μεγαλόπρεπου ζωικού είδους των Άνδεων αποφάσισαν να τον πάνε στη Χιλή, μαζί με άλλους επτά νεαρούς κόνδορες που είχαν γεννηθεί σε παρόμοιες συνθήκες.
   Ο Τσε, ο χιλιανός, κουβανός και αργεντινός κόνδορας μεταφέρθηκε στον Εθνικό Δρυμό Γιέρμπα Λόκα, στους πρόποδες της κορδιγιέρας, καμιά σαρανταριά χιλιόμετρα νοτιοανατολικά του Σαντιάγο. Πριν τον αφήσουν να πετάξει, τοποθέτησαν πάνω του έναν δορυφορικό πομπό για να παρακολουθούν τις μετακινήσεις του, κι ο Τσε, μαζί με τους επτά συντρόφους του, άνοιξε τα πανίσχυρα φτερά του, έτρεξε και πέταξε ως τις ψηλές κορφές γύρω απ’ το Καχόν ντελ Μάιπο. Πλανάρισε στην επιβλητική σιωπή του ουρανού, και το πέταγμά του ήταν η πεμπτουσία της Λατινικής Αμερικής, η ελευθερία χωρίς φραγμούς, χωρίς σύνορα, η σταθερή και επίμονη βούληση μιας ολόκληρης ηπείρου να πετάξει με μοναδική κινητήρια δύναμη το θάρρος.
   Ο Τσε πέταξε ελεύθερος ένα χρόνο σχεδόν, ώσπου η ηγεμονική μορφή του βρέθηκε στο σκόπευτρο ενός δειλού, ενός τρισάθλιου που, γεμάτος αλκοόλ και μίσος γι’ αυτό που συμβόλιζε ο Τσε (ακριβώς όπως, το 1967, ένας άλλος δειλός και μεθυσμένος από μίσος, ονόματι Μάριο Τεράν, είχε σημαδέψει με το τουφέκι του τον άλλο Τσε, τον Κομαντάντε Τσε Γκεβάρα, αιχμάλωτο και τραυματία σ’ ένα μικρό σχολείο στη Λα Ιγκέρα της Βολιβίας, στην καρδιά της Λατινικής Αμερικής), πυροβόλησε με το τρισκατάρατο όπλο του, και το πέταγμα του Τσε τσακίστηκε στον απέραντο ουρανό των Άνδεων.

   Ο Τσε, ο χιλιανός, κουβανός και αργεντινός κόνδορας, δολοφονήθηκε στις 20 Αυγούστου 2002. Είναι σίγουρο πως στον ουρανό αφήνει ένα μεγάλο κενό, πως μας λείπει και μας πονάει, αλλά το πέταγμά του δεν σταματάει· συνεχίζει να πλανάρει εκεί ψηλά, σαν άγρυπνος φρουρός του λατινοαμερικανικού πεπρωμένου, γιατί ένα πλάσμα που ονομάζεται Τσε, χίλιες φορές να πέσει, χίλιες φορές θα σηκωθεί και θα πετάει πάντα, πάντα, πάντα.   



ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ: 

*: Αρκτικόλεξο του Grupo de Amigos Personales (Ομάδα Προσωπικών Φίλων)
**: (Palacio de) La Moneda:  πρώην Νομισματοκοπείο και νυν Προεδρικό Μέγαρο της Χιλής, στην Πλατεία Κονστιτουσιόν του Σαντιάγο, το οποίο σχεδόν ισοπεδώθηκε τη μέρα του στρατιωτικού πραξικοπήματος και μέσα στο οποίο σκοτώθηκε ο Salvador Allende.
***: Aconcagua είναι το ψηλότερο βουνό της κορδιγιέρας των Άνδεων στην Αργεντινή

Δεν υπάρχουν σχόλια: