..............................................................
Λούις Σεπούλβεδα (1949 - 2020)
Λούις Σεπούλβεδα (1949 - 2020)
·
Απόσπασμα από τη νουβέλα του Λούις Σεπουλβεδα (1949 – 2020)
«Η Σκιά του Εαυτού μας» (μτφ.
Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδόσεις Opera, 2009)
"…Συνέχιζε
να βρέχει πάνω στο Σαντιάγο. Τις νεροποντές διαδεχόταν μια πιο σιγανή βροχή,
και σε λίγο τα σύννεφα ξεσπούσαν πάλι τη μανία τους. Οι
δύο άνδρες έφεραν τις καρέκλες τους δίπλα στη φωτιά κι έμειναν να κοιτάζουν τις
φλόγες.
«Θέλεις λίγο κρασί; Έχω πάρει Santa Rita. Ο Λόλο μού απαγόρευσε να φέρω
κρασί, αλλά εγώ τον διαολόστειλα όπως ενδείκνυται σ’ αυτές τις περιπτώσεις»
είπε ο Αρανσίβια.
«Λίγο κρασάκι είναι ό,τι πρέπει μ’ αυτόν τον
καιρό» είπε ο Σαλίνας.
Ήπιαν σιωπηλοί. Το Santa Rita ήταν
όπως πάντα: κρουστό, δυνατό, τραχύ, στυφό, ξηρό και αψύ, αλλά σου ζέσταινε τα
σωθικά.
«Πολλά χρόνια έχουμε να ιδωθούμε» είπε ο
Σαλίνας.
«Πολλά. Εσύ έφυγες απ’ την κομμουνιστική
νεολαία το εξήντα οκτώ» διευκρίνισε ο Αρανσίβια.
«Δεν έφυγα Λούτσο. Μ’ έδιωξαν, μαζί με
εκατοντάδες άλλους. Θυμάσαι το θάνατο του Τσε στη Βολιβία; Δε μας άρεσε τι
έλεγε τότε το κόμμα, ότι ο Τσε ήταν ένας ανεύθυνος τυχοδιώκτης, ένας
προβοκάτορας, πράκτορας της CIA. Πολλοί εκδηλώσαμε τη διαφωνία μας, και το κόμμα
απάντησε μ’ ένα auto
da
fe
στο
εθνικό σινεμά, τον παλιό κινηματογράφο της Λεωφόρου Ιντεπεντένσια. Εκεί, ο
καπετάν-Φαρμάκι, ο δον Σέσαρ Γοδόι Ουρούτια, δοξάστηκε με την αποπομπή
εκατοντάδων που κατηγορούνταν για αριστερισμό, την παιδική ασθένεια του
κομμουνισμού. Διέταξαν να παραδώσουμε τις ταυτότητές μας, κι εμείς τις πετάξαμε
στον αέρα· ύστερα απαίτησαν να βγάλουμε τα κόκκινα μαντίλια, και δεν το ‘κανε
κανείς. Ακόμα το ‘χω.»
«Περασμένα, ξεχασμένα. Κι εγώ ήθελα να φύγω,
αλλά είχα τους γέρους που γνώριζαν τον Λουίς Εμίλιο Ρεκαμπάρεν και τον Ελίας
Λαφέρτε, κι είχα και τ’ αδέρφια μου, τον Χουάν και τον Αλμπέρτο, που ήταν
στελέχη του κόμματος. Την οικογένειά μου, αν δεν ήσουν κομμουνιστής, δεν
μπορούσε να σε λένε Αρανσίβια. Πότε γύρισες από την εξορία;»
Πήγε να του πει πως απ’ την εξορία δε
γυρίζεις, πως κάθε απόπειρα επιστροφής είναι μια κοροϊδία, μια εξωφρενική
απόπειρα να κατοικήσεις σε μια χώρα που φυλάς στη μνήμη σου. Όλα είναι ωραία
στη χώρα της μνήμης, δε γίνονται σεισμοί, ακόμα και η βροχή είναι ευλογία στη
χώρα της μνήμης. Η χώρα της μνήμης είναι η χώρα του Πίτερ Παν.
«Πριν από έξι μήνες. Έζησα δεκατρία χρόνια
στο Παρίσι, και μια μέρα σκέφτηκα πως έπρεπε να γυρίσω.»
«Παρίσι, ε; Γνώρισες την Μπριζίτ Μπαρντό;»
«Όχι. Μα από πού κι ως πού να τη γνωρίσω;»
«Μου είναι αδύνατον να πιστέψω ότι μπορεί
κάποιος να ζει τόσα χρόνια στο Παρίσι και να μην γνωρίσει την Μπριζίτ Μπαρντό.
Δεν έχει νόημα» είπε ο Αρανσίβια.
«Εσύ…; Παντρεμένος; Χωρισμένος; Παιδιά…;»
«Μιλάω μόνος μου, Κάτσο. Οι στρατιωτικοί μού
φύτεψαν μια σφαίρα, και μιλάω μόνος. Καμιά φορά, βγαίνω στο δρόμο και πιάνω
κουβέντα με τον εαυτό μου, ο κόσμος με κοιτάζει, κάποιοι γελάνε, άλλοι μου
δείχνουν ότι με λυπούνται, αλλά δεν με νοιάζει. Ποια γυναίκα θα γυρίσει να
κοιτάξει έναν τύπο που μιλάει μόνος; Σε προειδοποιώ: αν ξαφνικά μ’ ακούσεις να
μιλάω χωρίς να μ’ έχει ρωτήσει κανείς τίποτα, δώσ’ μου μια φάπα, σ’ το
επιτρέπω, αλλά μία, ε; Μόνο μία. Μπορεί να ‘χω μέσα μια σφαίρα, αλλά μαλάκας
δεν είμαι. Μα γιατί αργεί τόσο πολύ ο Λόλο; Πρέπει να ‘ναι εδώ όταν έρθει ο
σπεσιαλίστας.»
«Τον ξέρεις αυτόν τον τύπο;»
«Αυτό – τίποτ’ άλλο: ότι είναι σπεσιαλίστας»
διευκρίνισε ο Αρανσίβια, κι ύστερα ρώτησε τον άλλον τι ήταν αυτό που τον είχε
φοβίσει και δεν του ‘χε επιτρέψει να φτάσει ως την Μπριζίτ Μπαρντό. Ο Σαλίνας,
στην αρχή επικαλέστηκε έλλειψη χρόνου, κι ύστερα πρόσθεσε ότι, σήμερα, η
ηθοποιός ήταν μια γριά χοντρή, αντιδραστική και γρουσούζα, που είχε αφιερώσει
τη ζωή της στο να μεγαλώνει σκυλιά.
«Ψέματα λες. Είναι πανέμορφη, ξανθιά, κάνει
τσίτσιδη ηλιοθεραπεία σε μια ταράτσα, και για να φτάσεις ως αυτήν, δεν έχεις
παρά να παραμερίσεις κάτι απλωμένα σεντόνια» απάντησε ο Αρανσίβια.
Αμετακίνητη η χώρα της μνήμης. Άφθαρτη σαν
τη θηλή της Αγίας Θηρεσίας ή σαν μια ταινία του Ροζέ Βαντίμ..."
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου