Τετάρτη 1 Απριλίου 2020

"Σεβασμός στα "Αποβιωτήρια" εν ειρήνη" του συγγραφέα και φίλου στο fb Μανόλη Ξεξάκη (facebook, 1.4.2020)

.............................................................



Σεβασμός στα "Αποβιωτήρια" εν ειρήνη







Σεβασμός στα "Αποβιωτήρια" εν ειρήνη

Όταν πέθανε ο πατέρας μου, το 2008, βρήκαμε στο συρτάρι του το "Αποβιωτήριο" του αδελφού του, υπογραμμένο από τον παπά που τον έθαψε στα Γιάννενα. 
Θα ήθελα να ξέρω αν υπάρχει τάφος. Δεν έμαθα ποτέ. 
Ο Μόσχος -έτσι τον έλεγαν- τραυματίστηκε στο Μέτωπο της Αλβανίας το 1941 και πέθανε σε ένα μήνα στο νοσοκομείο Ιωαννίνων. 
Αυτό το απροσδόκητο χαρτί κι ένα ρολόι είχαν στείλει στον παππού μου από το Επιτελείο για να του αναγγείλουν το θάνατο του παιδιού του.
Δύσκολα πράγματα. Ήξερα κάπως την ιστορία. Τη δραματοποίησα όσο μπόρεσα και την έβαλα στο βιβλίο που έγραψα, ως αφήγηση του ίδιου του πατέρα μου. 
Κάθε φορά που τη διαβάζω, συγκινούμαι. 
Σήμερα βάζω το απόσπασμα εδώ ως δείγμα των αγώνων και θυσιών του Ελληνισμού. Και των πολεμικών, αλλά κι όσων διεξάγονται εν ειρήνη κι απαιτούν τη συμμετοχή όλων μας.
Ιδού το απόσπασμα:
"... Ένα βράδυ μάς ξύπνησε ο πατέρας μας στις τρεις μετά τα μεσάνυχτα. Παιδιά, είπε σ΄εμένα και στον Μόσχο, στους δυο αγουροξυπνημένους γιους του, ήρθε η ώρα να εκπληρώσω ένα τάμα. Να σας ανεβάσω στην κορυφή του Ψηλορείτη και να προσκυνήσουμε στη Χάρη του Τιμίου Σταυρού-
Κατεβήκαμε κι οι τρεις στον στάβλο, έστρωσε τον γάιδαρο, κάτσαμε στην καπούλα εγώ, στο σωμάρι ο Μόσχος, και πεζός από πίσω ερχόταν ο αφεντάκης μας, και μας δασκάλευε για όσα θα συναντήσουμε.
Όταν φτάσαμε στις ρίζες του Ψηλορείτη, δέσαμε τον γάιδαρο σε σκοίνο, και ξεκινήσαμε με τα πόδια για την κορυφή.
Βρεθήκαμε εκεί ξημερώματα. Είδαμε το νησί της Κρήτης να πλέει στο νερό και τον ήλιο να βγαίνει από τη θάλασσα. Το εκκλησάκι στην κορυφή ήταν φτιαγμένο με πέτρες χωρίς λάσπη ανάμεσά τους, σαν τα μιτάτα των βοσκών. Είχε μέσα ως Αγία Τράπεζα μια πλάκα στηριγμένη σε δυο πελέκια και πίσω της έναν σιδερένιο σταυρό, κι αυτόν στηριγμένο με πέτρες.
Ο πατέρας μας πλησίασε και προσκύνησε, καλώς. Πλησιάζω εγώ, και τελευταίος ο Μόσχος. Πιάνει τον σταυρό να προσκυνήσει, και γκρεμίζονται μια σωρέ, πέτρες και σίδερα μαζί. Τίμιε μου Σταυρέ μου, Τίμιε μου Σταυρέ μου, φώναξε ο πατέρας μας, γιάντα μάς το κάμες ε-τούτο-να;
Είχαμε παγώσει κι οι τρεις. Στην ερημιά των κορυφών, τα μικρά γίνονται μεγάλα. Αρπάξαμε τον σταυρό με τον Μόσχο, που ήταν γεροδεμένος άντρας, τον βάλαμε στη θέση του και ξαναχτίσαμε τις πέτρες.
Σε λίγο, πήγα να φυλαχτώ πίσω που έκοβε ο αέρας, κι είδα τον πατέρα μας να κλαίει βουβά. Κακό σημάδι, παιδί μου, είπε όταν άρνεψε.
Ήταν Ιούνιος του 1937. Την άλλη χρονιά πήγα κληρωτός στρατιώτης εγώ, κι ακολούθησε ο Μόσχος. Όταν ξέσπασε ο πόλεμος, το ’40, βρεθήκαμε κι οι δυο στα σύνορα της Ελλάδας.
Το σύνταγμά μας στρατοπέδευσε στους πρόποδες του βουνού Μπουντανόρ. Απέναντι, μας είπαν, βρίσκεται το Τεπελένι της Αλβανίας. Ένας κοντοχωριανός μας, μου είπε ότι παραπέρα ήταν το Σύνταγμα του αδελφού μου. Έτρεξα και τον βρήκα κι αγκαλιαστήκαμε. Μη ρίχνεσαι μπροστά, Μόσχο, του είπα όταν καταλάγιασε η συγκίνησή μας. Γέλασε. Αδέρφι, είπε, δεν σκοτώνουν μόνο οι σφαίρες, κι η τύχη σκοτώνει κι ο Θεός σκοτώνει. Δεν τον ξαναείδα και δεν έμαθα ποιο από τα τρία δεν ήταν με το μέρος του. Τραυματίστηκε στο κεφάλι από βλήμα όλμου και πέθανε σε ένα μήνα στο νοσοκομείο Ιωαννίνων.
Εγώ, όταν έσπασε το μέτωπο, γύρισα από την Αλβανία στην Αθήνα με τα πόδια. Έμεινα εκεί έναν χρόνο. Πεινούσα το μισό, αλλά τον άλλο μισό έτρωγα στο Νοσοκομείο Ευαγγελισμός όπου με τακτοποίησε συγγενής μας ως συντηρητή των ξύλινων κουφωμάτων.
Επέστρεψα με ψαροκάικο στο Ρέθυμνο με τη δεύτερη απόπειρα.
Από το Ρέθυμνο βάδισα εικοσιπέντε χιλιόμετρα με βροχή, και βρέθηκα ολόγρος τα μεσάνυχτα στο χωριό μας. Πίσσα σκοτάδι παντού. Με γαύγιζαν τα σκυλιά. Είχα στραβόβεργα να τα διώξω, αλλά ήξερα και λέξεις να τα ησυχάσω. Βρήκα την πόρτα του πατρικού μου και χτύπησα απαλά με το κότσι του μεσαίου δαχτυλιού μου. Άκουσα από μέσα τρεμουλιαστή τη φωνή του πατέρα μου: Ξύπνα Ερήνη, γ-κι-ήρθε ν-το κοπέλι μας, είπε στη μάνα μου.
Έβγαλαν τον σύρτη, κατέβασαν το κοντεμιρί, και μου άνοιξαν διάπλατα οι γονέοι. Ήταν χαρά και κηδεία μαζί. Εγώ γύρισα, αλλά ο αδελφός μου είχε αφήσει την τελευταία του αναπνοή στα χιόνια της Αλβανίας. Η παρασιά άναβε κι η μάνα μου έβαλε να βράσουν πατάτες και κρεμμύδια, μια σούπα για να στυλωθώ.
Έβαλα στεγνά ρούχα και καθίσαμε με τον πατέρα στη φωτιά. Θυμήθηκες το σημάδι; με ρώτησε. Έγνεψα ναι, αλλά είχα κόμπο στον λαιμό. Όταν ησυχάσαμε, μου είπε: Έστειλαν από τον στρατό το Αποβιωτήριο του Μόσχου κι ένα ρολόι. Τι να τα κάνουμε; Το ρολόι δουλεύει, αλλά ο χρόνος του Μόσχου τελείωσε.


(Μανόλης Ξεξάκης, «Το θέατρο της οικουμένης», μυθιστόρημα, α’ τόμος «Τα θεμέλια της ζωής», εκδόσεις IANOS)

Δεν υπάρχουν σχόλια: