Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1962, αλλά όταν ήμουν ενός έτους η οικογένειά μου μετακόμισε στο χωριό Οξύλιθος Κύμης Ευβοίας, όπου ο πατέρας μου υπηρέτησε ως Ενωμοτάρχης Χωροφυλακής. Στο δημοτικό σχολείο του χωριού έβγαλα την πρώτη τάξη του δημοτικού. Η μητέρα μου, που καταγόταν από ένα χωριό της ορεινής Ναυπακτίας και είχε πάει σχολείο μέχρι την τετάρτη δημοτικού, με είχε ήδη μάθει να διαβάζω πριν πάω στο σχολείο. Μια μέρα, τριών-τεσσάρων χρονών πρέπει να ήμουν, με πήγαινε ο πατέρας μου στον γιατρό του χωριού για να μου κάνει μία ένεση, το ήξερα και φοβόμουν. Αυτός μου έλεγε αστεία και ξαφνικά αρχίσαμε να τρέχουμε. Μα ο διασκελισμός του ήταν τόσο μεγαλύτερος απ’ το δικό μου, που εγώ, καθώς εκείνος με κρατούσε από το χέρι, νόμιζα πως πέταγα.
Το 1969 ο πατέρας μου πήρε μετάθεση σ’ ένα χωριό της Σύρου, την Ποσειδωνία ή Ντελαγκράτσια. Εκεί μείναμε τρία χρόνια, τα ωραιότερα της παιδικής μου ηλικίας. Το χωριό είχε φοίνικες, ευκάλυπτους και πολλά όμορφα αρχοντικά, παραμυθένιο σκηνικό. Ποδόσφαιρο, παιχνίδια στη θάλασσα και ψάρεμα με τον πατέρα μου. Κι από κοντά κι εμείς τα παιδιά στα γλέντια των μεγάλων. Ο διαπεραστικός ήχος της γκάιντας που πρώτα τη φουσκώνανε και μετά έπαιζε μόνη της! Στη Ντελαγκράτσια τελείωσα και την τετάρτη δημοτικού. Στο μονοθέσιο σχολείο. Για όλο το σχολείο ένας δάσκαλος, σε μία αίθουσα και οι έξι τάξεις, 32 μαθητές συνολικά, 6 στην τάξη μου. Στα τρία χρόνια που έμεινα εκεί, άλλαξα τρεις δασκάλους. Είχαμε κι έναν κήπο στο σχολείο με ζαρζαβατικά, που τον φροντίζαμε οι μαθητές και τρώγανε κι οι δάσκαλοι …καλή τους ώρα όσοι ζουν!
Το 1972 ήρθαμε στην Αθήνα, στο Βύρωνα. Την πρώτη μέρα στο σχολείο, πέμπτη δημοτικού, τα έχασα. Δυο τμήματα η κάθε τάξη του σχολείου, σύνολο δώδεκα αίθουσες και 400 με 500 παιδιά στο προαύλιο, στην προσευχή! Ποτέ δεν είχα δει τόσο πολλά παιδιά, ούτε στη Μέκκα να ήμασταν. Τελειώνει η προσευχή και μπαίνουμε. Σε ποια αίθουσα έπρεπε να πάω; Μπερδεύτηκα και έβαλα τα κλάματα.
Είχαμε έρθει στην Αθήνα από το 1972, είχα τελειώσει το Βαρβάκειο και την πρώτη μέρα μου στο Πολυτεχνείο, Οκτώβρης του 1980, συνέβη κάτι παρόμοιο. Όχι δεν έβαλα τα κλάματα, απλώς είχα πάρει λάθος λεωφορείο, κι αντί για την Πολυτεχνειούπολη στου Ζωγράφου βρέθηκα στην Πανεπιστημιούπολη στα Ιλίσια. Τυχαίο; Ξέρω ’γω;
· Σπουδάσατε ηλεκτρολόγος μηχανικός στο πολυτεχνείο και μετά αλλάξατε άρδην πορεία ασχολούμενος με το θέατρο. Πώς έγινε αυτό;
Φταίει ένας συμφοιτητής και φίλος μου που ανήκε στο δυναμικό της Θεατρικής Ομάδας Κούλουρης (ΘΟΚ), στη Σαλαμίνα. Αυτός με έφερε σε επαφή μαζί τους κι έτσι κόλλησα το μικρόβιο. Μου πρότειναν να παίξω τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην «Ποντικοπαγίδα» της Κρίστι, έτσι από το πουθενά. Στο θέατρο, ως τότε, είχα πάει μόνο μια φορά με το σχολείο, στην «Οδύσσεια» του Ευαγγελάτου. Θυμάμαι ακόμα... Είχανε δυο κοντάρια που τα κούναγαν, κι αυτές ήταν οι συμπληγάδες πέτρες, κύριε ελέησον! Και για να παραστήσουνε τη θάλασσα κούναγαν δύο μπλε μακρόστενα πανιά. Αφαίρεση, ε; Τι ωραίος κόσμος, διαφορετικός!
Αλλά τα ξέχασα αμέσως όλα αυτά. Βαρβάκειο. Μαθήματα, βαθμοί και εξετάσεις. Και όλα αυτά σαν σκόνη σκέπασαν τα πάντα. Μέχρι το 1980 που μπήκα στο Πολυτεχνείο. Εκεί άλλαξε άρδην η κατάσταση. Ανεμελιά, διαβάσματα, παρέες, εκδρομές και ιδιαίτερα μαθήματα μαθηματικών και φυσικοχημείας. Ήθελα να βγάζω μόνος μου τα λεφτά που ξόδευα. Ήρθε κι η Σαλαμίνα και το αεράκι της φύσηξε και έδιωξε τη σκόνη. Έπαιξα εκεί σε δυο ακόμα παραστάσεις της Ομάδας. Βλεπόμαστε ως τώρα, φίλοι μου.
· Ποιοι ρόλοι και ποια έργα σας σημάδεψαν; Ποιους ρόλους επιθυμείτε να ερμηνεύσετε;
Χαίρομαι πάρα πολύ για τη γνωριμία μου με όλους. Με τον Κλοβ, τον Εστραγκόν, τον Μπερανζέ, τον Αγαμέμνονα, τον Κόλλια, τον Μιγκέλ, τον Βίσλερ, τον Καρίονα, τον Φέρη, τον Ζορμπά, τον Βόυτσεκ, τον Στάνλεϋ, τον Σμιτς, τον Κριστομπίτα, τον Μαρούφ, τον Άντζελο, τον Αντωνάκη, τον Ζορζέτο, τον Στροβίλη και τους ρόλους στο Λιωμένο Βούτυρο, Δάφνις και Χλόη, Ήρα, The Man Who, στη Νικαράγουα, στη Λέσχη, στους Μιμίαμβους και στη Ριμάδα τη ζωή, τον ακροβάτη και τους αγγελιαφόρους στον Ορέστη και στον Ηρακλή, τον Τσεμπουτίκιν, τον τρελό, τον Μπουν, τον Τειρεσία, τον πατέρα στο Reality, τον Κρίστοφερ, τον Τίχιι, τον Αρτούρ Αρτούροβιτς, τον Μπατζαλέκα, τον Οντάν, το Σιμωνίδη και τον Οδυσσέα.
Αλλά και με τους κινηματογραφικούς μου ρόλους στον Εχθρό μου, στην Ουράνια, στον Καουμπόη, στη Γεννήτρια, στο Δημακόπουλο, στο Debtfulls στην Ελεύθερη Κατάδυση, και βεβαίως τον Κων/νο Κεδρινό των Μεταφραστών (Les Traducteurs), της Γαλλικής ταινίας που έπαιξα και η οποία προσεχώς -κορωνοϊού επιτρέποντος- θα προβληθεί και στην Ελλάδα.
Κι άλλοι πολλοί… Από συνεργασίες μου με ποιητές, ορχήστρες, στο ραδιόφωνο, στην τηλεόραση, στη ΘΟΚ στη Σαλαμίνα. Όλοι κάτι είχαν από μένα. Κι εκεί που τα κατάφερνα κι εκεί που αποτύγχανα. Κι εκεί που άρεσα, κι εκεί που δεν άρεσα.
Και ονειρεύομαι κι εγώ, όπως και όλοι οι ηθοποιοί, να παίξω κι άλλους ρόλους! Δεν θα πω ονόματα. Οι ρόλοι στο χαρτί, βεβαίως μεταφέρουν κάποιες σημασίες. Όμως είναι επάνω στη σκηνή που αυτές οι σημασίες δοκιμάζονται, δικαιώνονται ή ματαιώνονται. Και κάτι παραπέρα: Η σκηνή γεννάει νέες σημασίες. Γι’ αυτό δεν έχει σημασία ποιους ρόλους θα ήθελα να παίξω, αλλά το πώς θα τους ερμηνεύσω όταν έρθει η ώρα.
· Ποιους ηθοποιούς θαυμάζετε; Αν δεν ήσασταν ο Μαυροματάκης, ποιος ηθοποιός θα θέλατε να είστε;
Μου αρέσει πολύ ο Ίαν Μακ Κέλλεν, αλλά νομίζω πως αν ήμουνα αυτός, μπορεί τα πράγματα για μένα να ήταν κάπως καλύτερα, αλλά για τον ίδιο είναι σίγουρο πως είναι καλύτερα που ο Ίαν Μακ Κέλλεν είναι αυτός ο ίδιος και όχι κάποιος άλλος. Οπότε σκέφτομαι πως είναι πιο καλά να μείνει αυτός, αυτός που είναι και θα δω εγώ τι θα κάνω με ΄μένα. Μου αρέσει και ο Μαξ Φον Σίντοφ πάρα πολύ, και επειδή πέθανε πρόσφατα… Μήπως να γίνω αυτός;
· Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο προτέρημα και ποιο το μεγαλύτερο ελάττωμά σας;
Βιάζομαι πολύ να φτάσω σε αποτέλεσμα, αλλά αυτό δεν είναι δα και το χειρότερο. Πού να σας λέω τώρα! Όσο για προτερήματα, πολλά! Μια το ένα, μια το άλλο, αλλά μέχρι να τα καταλάβω, χάνονται. Ξέρετε, εμένα με έμαθε η μάνα μου να μην κομπάζω, να μην κοκορεύομαι για τα καλά μου, τις επιτυχίες μου, τα προτερήματά μου. Είναι ελάττωμα λοιπόν για έναν άνθρωπο να αναφέρεται στα προτερήματά του. Είναι βεβαίως ίδιον της εποχής μας να αυτοδιαφημιζόμαστε για να πετύχουμε. Τι να πετύχουμε, ε; Πώς θα αποδειχτεί ο ένας πιο καλός από τον άλλον; Πώς θα φάει ο ένας τον άλλον, τελικά; Βασίζεται πολύ σ’ αυτό η κοινωνία μας. Να τη χαιρόμαστε.
· Ποια ιστορική προσωπικότητα θαυμάζετε και γιατί;
Τον Ρήγα Φεραίο. Γιατί το μυαλό του χώρεσε όλους τους λαούς της ευρύτερης περιοχής της νοτιοανατολικής Ευρώπης. Την εποχή που άρχισαν να σχηματίζονται τα εθνικά κράτη αυτός μίλησε για ομοσπονδία κρατών, για συνεργασία και αλληλεγγύη και για συμμαχία των μικρών και αδύναμων κρατών σε μία εποχή που κυριαρχούσαν οι συμμαχίες των Μεγάλων Δυνάμεων.
· Μετράτε μια διαδρομή 30 χρόνων στο θέατρο. Παρά ταύτα γίνατε γνωστός στο ευρύ κοινό μετά από 20 χρόνια από τη διαφήμιση του «ομορφάντρα»(ο γιατρός της πείνας). Σας ενοχλεί αυτό; Πώς διαχειρίζεστε γενικά την αναγνωρισιμότητα;
Θαρρώ πως μαζί με τους υπόλοιπούς μου ρόλους, ναι, κι αυτόν τον αγαπώ πολύ. Όσο για την αναγνωρισιμότητα, έχει και τα καλά της, πέρα από τις δυσκολίες της. Είναι μέρος της δουλειάς μου. Τη διαχειρίζομαι δε κατά περίστασιν. Άλλοτε εκνευρίζομαι και άλλοτε μου αρέσει.
· Με ποια κριτήρια κάνετε μια συνεργασία;
Το έργο, ο ρόλος, τα χρήματα, πόσο τους αγαπάω ή με αγαπούν οι συνεργάτες μου, πόσο με σέβονται και με εμπνέουν, όλα αυτά και άλλα τόσα είναι τα κριτήρια και βέβαια με διαφορετική σειρά κάθε φορά. Υπερισχύει όμως κάτι που δεν έχει όνομα, είναι μια αίσθηση και μια προσωπική μου σχέση με το χρόνο.
· Σε τι συνίσταται μια καλή ερμηνεία;
Στην έλλειψη της βεβαιότητας γι’ αυτό που κάνεις. Και ως εκ τούτου και γι’ αυτό που είσαι. Ή της συνειδητοποίησης ότι αυτό που είσαι, δηλαδή αυτό που εσύ νομίζεις ότι είσαι είναι απολύτως αδιάφορο.
Εντάξει, απ’ αυτό θα αρχίσεις, αλλά πρέπει να ξέρεις πως ό,τι καλείσαι να κάνεις υπερβαίνει αυτό που είσαι.
Όταν νομίσεις πως το έχεις φτάσει, πέθανες.
Γιατί ποτέ δεν θα το φτάσεις. Είναι μια ήττα από τα αποδυτήρια, που λέμε.
Η συνειδητοποίηση αυτής της ήττας είναι το ζητούμενο.
Έχει να κάνει σίγουρα με τη συνειδητοποίηση της θνητότητάς μας.
Ο δυτικός άνθρωπος έχει ξεκοπεί απ’ αυτό.
· Ποια υποκριτική μεθοδολογία (π.χ. Στανισλάφσκι ή κάτι προσωπικό) χρησιμοποιείτε για να δουλέψετε έναν ρόλο;
Τη μέθοδο Μαυροματόφσκι… Οι μέθοδοι είναι μοντέλα που προσπαθούν να αναπαραστήσουν μια πραγματικότητα. Μέχρις ενός σημείου φτάνουν όμως. Ύστερα τι γίνεται; Η τέχνη όμως βρίσκεται εκεί, σ’ αυτό το ύστερα. Παίδεμα, αμφισβήτηση, επαναλήψεις, αγωνία για να ανακαλύψεις κάτι, ίσως τη χαρά. Συνεχής διαπραγμάτευση με το ανικανοποίητο, χαρά με τις μικρές χαρές, τάισμα στη φαντασία, χαλινάρια στη φαντασία, τόλμη και ταυτοχρόνως σύνεση, να παραδίνεσαι στο ένστικτο, να ελέγχεις το ένστικτο, τίποτα δε θα σου χαρίσει βεβαιότητα… Τι μέθοδος μου λέτε; Είναι πιο πολύπλοκα τα πράγματα. Οι μέθοδοι είναι σαν τις ιδεολογίες. Μοντέλα, χρήσιμα, αλλά μόνο για την εκκίνηση. Όπως η μίζα του αυτοκινήτου. Μετά… Δουλειά, υπομονή και αποδοχή.
· Ποια η σχέση σας με το τρίπτυχο «Θέατρο-Σινεμά-Τηλεόραση»;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου