Σάββατο 20 Οκτωβρίου 2018

Τρία μικρά διηγήματα από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Ω, γυναίκες, γυναίκες!... και άλλα διηγήματα» (μτφ. Παυλίνα Παμπούδη, εκδ. ΡΟΕΣ, 2004)

 ..............................................................



  


Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904)





Τρία μικρά διηγήματα από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Ω, γυναίκες, γυναίκες!... και άλλα διηγήματα» (μτφ. Παυλίνα Παμπούδη, εκδ. ΡΟΕΣ, 2004)





·       «Τράγος ή παλιάνθρωπος;»



ΘΕΡΜΟ, ΑΠΟΧΑΥΝΩΤΙΚΟ ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ. ΜΙΑ ΝΕΑΡΗ κοπέλα, γύρω στα δεκαοχτώ, είναι γερμένη πάνω σ’ έναν καναπέ, στο σαλόνι. Μυγάκια πλανώνται πάνω απ’ το πρόσωπό της, ένα ανοιχτό βιβλίο κείτεται στα πόδια της, το στόμα της είναι μισάνοιχτο, η ανάσα της είναι ήρεμη και ρυθμική. Κοιμάται.

   Ένας μικροκαμωμένος γέρος, γόνος της παλιάς, φιλήδονης γκογκολιανής αριστοκρατίας, μπαίνει στο σαλόνι. Βλέποντας την κοιμισμένη κοπελίτσα στον καναπέ, χαμογελά και την πλησιάζει ακροποδητί.

   «Ω, πόσο αξιαγάπητη είναι!» ψιθυρίζει πλαταγίζοντας τα χείλη του. «Χο, χο… Μια ωραία κοιμωμένη. Τι κρίμα που δεν είμαι καλλιτέχνης! Κοίτα αυτό το κεφάλι, αυτό το μπρατσάκι!»

   Ο γέρος σκύβει πάνω από το χέρι του κοριτσιού, το χαϊδεύει με τα ροζιασμένα του δάχτυλα και του δίνει ένα φιλί. Το κορίτσι αναστενάζει βαθιά, ανοίγει τα μάτια και σαστισμένο κοιτά το γέρο.

   «Ω, εσύ είσαι,  mon prince;» μουρμουρίζει, προσπαθώντας να ξυπνήσει. «Συγχώρεσέ με, φαίνεται πως αποκοιμήθηκα».

   «Ναι, πράγματι, κοιμόσουν» υποτονθορίζει ο πρίγκιπας. «Και κοιμάσαι, ακόμα, ναι, και μ’ ονειρεύεσαι, ναι, και με βλέπεις στα όνειρά σου… Κοιμήσου, κοιμήσου… Δεν είμαι παρά ένα όνειρο».

   Το κορίτσι τον πιστεύει και κλείνει τα μάτια.

   «Τι κρίμα» ψιθυρίζει καθώς βυθίζεται πάλι στον ύπνο, «στα όνειρά μου δε βλέπω ποτέ άλλο τίποτα εκτός από τράγους και παλιανθρώπους».

   Ο πρίγκιπας, θορυβημένος κάπως, βγαίνει ακροποδητί.

....................................................
 
·       «Ένα σημείο των καιρών»




ΕΚΔΗΛΩΣΑΝ ΤΟΝ ΕΡΩΤΑ ΤΟΥΣ Σ’ ΕΝΑ ΣΑΛΟΝΙ ΜΕ ΑΝΟΙΧΤΟΧΡΩΜΗ γαλάζια ταπετσαρία.

   Ο νεαρός με την ευχάριστη εμφάνιση γονάτισε μπροστά στην κοπέλα και εξέφρασε την αγάπη του.

   «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, πολυαγαπημένη μου!» αναστέναξε. «Σου ορκίζομαι, τη στιγμή που η ματιά μου στάθηκε πάνω σου, ένιωσα χαμένος! Πολυαγαπημένη, πες μου… πες μου… ναι ή όχι;»

   Η κοπέλα άνοιξε το στόμα της για ν’ απαντήσει, αλλά, εκείνη τη στιγμή, το κεφάλι του αδερφού της εμφανίστηκε στην πόρτα.

   «Λίλυ, μπορείς να έρθεις εδώ ένα λεπτό;»

   «Τι τρέχει;» ρώτησε η Λίλυ και τον ακολούθησε έξω από το δωμάτιο.

   «Συγνώμη που σας διακόπτω, αλλά είμαι ο αδερφός σου και είναι ιερό καθήκον μου να σε προφυλάξω. Να είσαι προσεχτική μ’ αυτόν τον άνθρωπο. Λέγε όσα λιγότερα μπορείς – μόνο ό,τι είναι απαραίτητο να πεις».

   «Μα μου κάνει πρόταση γάμου!»

   «Πολύ ωραία! Μπορείς να του εκφράσεις την αγάπη σου, να τον παντρευτείς, αλλά προς Θεού, πρόσεχε! Ξέρω τι σου λέω – είναι τελείως παλιάνθρωπος! Αν του δώσεις την παραμικρή ευκαιρία, θα μας ξεπουλήσει!»

   «Ω, Μαξ σ’ ευχαριστώ! Δεν είχα ιδέα…»

   Η κοπέλα επέστρεψε στο σαλόνι, απάντησε καταφατικά στον νεαρό, τον άφησε να την αγκαλιάσει και του υποσχέθηκε πως θα γίνει δική του. Αλλά προχώρησε προσεχτικά – μίλησε μόνο για αγάπη.

......................................................
 

·       «Από το ημερολόγιο ενός κοριτσιού»



   13 Οκτωβρίου

   Επιτέλους, κάτι συνέβη και στο δρόμο μου! Κοίταξα έξω και δεν πίστευα στα μάτια μου. Ένας ψηλός, επιβλητικός, καστανός άντρας με σκοτεινά, φλογερά μάτια, βηματίζει πάνω κάτω, κάτω απ’ το παράθυρό μου. Το μουστάκι του – εξαιρετικό! Βηματίζει εδώ και πέντε μέρες, από νωρίς το πρωί μέχρι αργά το βράδυ, και κοιτάζει συνέχεια πάνω, στα παράθυρά μας! Κάνω πως δεν πρόσεξα τίποτα.



   15 Οκτωβρίου

   Βρέχει από τα ξημερώματα, κι ο δύστυχος βαδίζει ακόμα πάνω κάτω. Ως ανταμοιβή, του ‘κανα τα γλυκά μάτια και του ‘στειλα ένα φιλί. Απάντησε με το πιο ελκυστικό χαμόγελο. Ποιος είναι; Η αδελφή μου, η Βάρια, λέει πως είναι ερωτευμένος μαζί της, και πως εξαιτίας της βρίσκεται στη βροχή. Είναι τόσο αφελής! Γίνεται ένας μελαχρινός άντρας να ερωτευτεί μια μελαχρινή κοπέλα; Η μαμά μάς έστειλε να φορέσουμε κάτι πιο κομψό και να καθίσουμε στο παράθυρο.

«Μπορεί να είναι απατεώνας ή κάτι τέτοιο, αλλά μπορεί κάλλιστα να είναι κι ένας αξιοπρεπής τζέντλεμαν» είπε. Απατεώνας! Quel… Μαμά, είσαι τόσο ανόητη!



   16 Οκτωβρίου

   Η Βάρια λέει ότι της έχω καταστρέψει τη ζωή. Λες κι είναι δικό μου φταίξιμο που αυτός αγαπά εμένα κι όχι εκείνη! Άθελά μου πέταξα ένα σημείωμα στο πεζοδρόμιο. Ο αταχτούλης – έγραψε «αργότερα» στο μανίκι του με κιμωλία. Μετά, βημάτισε πάνω κάτω κι έγραψε στην αυλόπορτα απέναντι στο δρόμο: «Ναι, ας συναντηθούμε! Αργότερα!». Το έγραψε με κιμωλία και μετά το έσβησε γρήγορα. Ω, γιατί χτυπά έτσι η καρδιά μου;



   17 Οκτωβρίου  

   Η Βάρια με χτύπησε με τον αγκώνα στο στήθος, το αναξιοπρεπές, ποταπό, ζηλιάρικο κτήνος! Εκείνος, σήμερα, σταμάτησε έναν αστυνομικό και του μίλησε πολλή ώρα για κάτι, δείχνοντας τα παράθυρά μας. Η ιστορία περιπλέκεται! Μάλλον θα τον δωροδόκησε… Αχ, άντρες, είστε τύραννοι και δυνάστες – κι όμως πόσο χαριτωμένοι κι υπέροχοι είστε!



   18 Οκτωβρίου

   Μετά από μακρά απουσία, ο αδερφός, ο Σεργκέι, γύρισε στο σπίτι απόψε. Δεν πρόλαβε ούτε να ξαπλώσει, και τον κάλεσαν να παρουσιαστεί στο αστυνομικό τμήμα.



   19 Οκτωβρίου

   Το κάθαρμα! Το κτήνος! Αποκαλύφθηκε ότι τις δώδεκα τελευταίες μέρες προσπαθούσε να συλλάβει, τον αδερφό μου, τον Σεργκέι, που φαίνεται ότι είχε καταχρασθεί κάποιο ποσό.

   Σήμερα, έγραψε στην αυλόπορτα: «Είμαι ελεύθερος τώρα· μπορούμε να συναντηθούμε».

   Το γουρούνι! Του έβγαλα τη γλώσσα!




Δεν υπάρχουν σχόλια: