Τετάρτη 17 Οκτωβρίου 2018

"Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΟΜΟΝΟΙΑ" από τη φίλη στο fb Χρύσα Κακατσάκη (facebook, 17/10/2018)

΄..............................................................

              
              Η ΔΙΚΗ ΜΟΥ ΟΜΟΝΟΙΑ 




από τη φίλη στο fb Χρύσα Κακατσάκη (facebook, 17/10/2018)

Στα ηχεία η Αρβανιτάκη. «Μη μιλάς και μην κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα». Η Ομόνοια μόνο τη μέρα ήταν το κέντρο διερχομένων που περιέγραψε ο Ιωάννου και έντυσε με νότες ο Μαμαγκάκης. Διαβάτες και περαστικοί τρύπωναν στα λαγούμια του Ηλεκτρικού να πάνε στα σπίτια ή στις δουλειές του. Τις νύχτες μεταμορφωνόταν. Κορμιά αναζητούσαν τον έρωτα, εφήμερο ή μόνιμο, πληρωμένο ή απλήρωτο. Δεν είχε σημασία. Κινηματογραφικά φλας μπακ. Cut. Εκείνη την αναγνωρίζεις από τη μπάσα φωνή της. Εκείνον από τη σεβάσμια μορφή. Η Σαπφώ Νοταρά και ο Γιάννης Τσαρούχης κάθονται 5 η ώρα το πρωί στο γαλατάδικο της πλατείας, γωνία με την Αθηνάς. Την κουβέντα τους διακόπτουν τα ψηλοτάκουνα της Πάολας. Μπαίνει και παραγγέλνει ένα γιαούρτι με μέλι, να πάνε κάτω τα φαρμάκια.
Εκεί κατηφόριζα φοιτήτρια με την παρέα μου από τα Εξάρχεια, όταν έκλειναν τα μπαράκια κι οι ταβέρνες. Τη δική μου Ομόνοια τη γνώρισα, πριν σκάσει μύτη ο νόμος Παπαθεμελή που απαγόρευε τα ξενύχτια. Ποιος πάει να κοιμηθεί, ποιος πάει να διαβάσει, όταν μπορείς να δεις την ανατολή στα μάτια των ανθρώπων; Αστικά σαλόνια και κοινωνικό περιθώριο, φοιτητές και ναταβατζήδες, ουσίες κι οινοπνεύματα γίνονται ένα κάτω από τα φώτα. Η δική μου Ομόνοια ήταν ακόμα στρογγυλή. Τα αυτοκίνητα έκαναν το γύρο πάντα βιαστικά. Έπεφταν οι οπαδοί στα σιντριβάνια της να γιορτάσουν με νερό τη νίκη των ομάδων τους.
Ανοίγω τηλεόραση. Επίθεση σε ΑΤ της Ομόνοιας. Η καρδιά της πόλης τώρα είναι τετράγωνη. Στις γωνίες της και στα γύρω στενά κουρνιάζουν άνθρωποι που τις περισσότερες ούτε η Αστυνομία δεν καταδέχεται να συλλάβει τη δυστυχία τους. Δεν είναι αυτή η ζωή που ονειρεύτηκαν. Cut ξανά. Στο φαρμακείο του Μπακάκου επαρχιώτες δίνουν το πρώτο τους ραντεβού στην πρωτεύουσα.. Σε λίγο καιρό θα παίρνουν τον καφέ τους στα μαρμάρινα τραπεζάκια του «Νέον». Στις αλάνες του χωριού τους κλωτσούσαν τη μπάλα, όχι ανθρώπινα κεφάλια. Σηκώνω το βλέμμα, όπως τα υψωμένα κινητά που συνωστίζονται να αιχμαλωτίσουν τη στιγμή, τις τελευταίες στιγμές ενός ανθρώπου που απειλεί να αυτοκτονήσει. Καταναλώνουν προκαταβολικά το θέαμα πριν στηθούν το βράδυ στις οθόνες τους.
Δεν είναι αυτή η δική μου Ομόνοια. Τώρα τη λένε Διχόνοια. Το τραγούδι τελειώνει. Χαμηλώνω το βλέμμα να γυρίσω το δίσκο. «Σαν έρθει η μέρα θα δω το ρήμαγμα, τις αδειανές ζωές και το ξετίναγμα».

Δεν υπάρχουν σχόλια: