..............................................................
Τα νανοδιηγήματα που βραβεύτηκαν στον Διαγωνισμό
Α΄ Βραβείο
Νατάσα Αβούρη: «Δεν έχω εισιτήριο»
Δεν έχω εισιτήριο. «Βιάζομαι, έχω παράσταση», θα
του πω. «Ας προλάβαινες», θα μου πει. «Έχω να έρθω στην Ελλάδα χρόνια»,
θα του πω… «Σιγά τον Ευρωπαίο!», θα μου πει. Άντε να εξηγήσεις σε Έλληνα
δημοσιοϋπαλληλίσκο ποιος είσαι. Πέντε στάσεις ακόμα για Μέγαρο…. Ρώμη,
Άμστερνταμ, Παρίσι, Κοπεγχάγη! Η Αθήνα δεν ήταν στα σχέδιά μου. Ούτε το
να μη βρω ταξί. Αλλά τι περιμένεις από χώρα που… Τέσσερις στάσεις.
Αμάν, ελεγκτής; Α, όχι, επιβάτης… Πώς αντέχουν τις λακκούβες; Πάλι
φρενάρισμα; Σιγά κυρά μου την τσάντα σου, ξέρεις πόσο κοστίζει η βιόλα;
Α, θέση! Γρήγορα, πριν κάτσει η γριά. Πού είναι το μαντίλι μου;
Ανυπόφορη μπόχα! Τρεις στάσεις. Δεν είναι το πρόστιμο, σιγά…. Το
ρεζιλίκι όμως; Τα κουτσομπολιά της ορχήστρας; Όχι, επ’ ουδενί λόγω! Σκάω
εδώ μέσα! Άντε, προχώρατε! Φανάρι… Δύο στάσεις. Κι άλλοι από δαύτους
ανέβηκαν. Πακιστανοί, Ινδοί, νέγροι… Τι είν’ αυτός; Και βιολιτζής
ζητιάνος τώρα; Δεν μπορώ, θα σκάσω! Πλησιάζει. Φύγε, δεν έχω ψιλά. Μη,
μη μ’ ακουμπάς! Ω Θεέ, δεν ακούει! Ζαλίζομαι. Να σηκωθώ! Πάλι κοντά
έρχεται. Τι θες; Μία στάση. Κατεβαίνει. Ευτυχώς! Ωχ! Ελεγκτής! Τώρα; Για
μια στάση; Θα λιποθυμήσω! Πάλι ο ζητιάνος;! Γιατί ξανάρχεται; Σκύβει
προς το μέρος μου! Τι…
«Πάρε, συνάδελφε, το εισιτήριο. Και καλή δουλειά!»
Β΄ Βραβείο
Θούλη Στάικου: Τι μου είπαν;
Εσώρουχο, βρακί δηλαδή, κάλτσες ως το γόνατο, φανέλα μακό με μανίκι,
φόρεμα ή φούστα-μπλούζα, ό,τι θέλετε, αυτά, μόνο να κοιτάξετε να μην
είναι συνθετικά, καταλαβαίνετε. Καταλάβαινα.
Στη γωνία Μενελάου και Θησέως να τηνα, με περίμενε. Όχι, δεν θέλω να
έρθεις μαζί μου, της ψιθύρισα, μη μ’ ακούσει κανείς να της μιλάω.
Πήγαινε πάνω, σε παρακαλώ, δεν θ’ αργήσω. Με κοίταζε μ’ εκείνο το
κωλοπαιδίστικο πείσμα στο στόμα, θα έρθω θες δε θες, γιατί έτσι θέλω.
Κοίτα, σου υπόσχομαι πως θα σου πάρω τα καλύτερα, τα πιο όμορφα, ξέρω
ποια σ’ αρέσουν, ξέρω ποια σου πάνε, πράσινα σαν τα μάτια σου, ας είναι
και κλειστά, πάλι πράσινα θα είναι, εις τον αιώνα. Αλλά φύγε, γαμώτο
μου, φύγε πια κωλόγρια, ως την τελευταία στιγμή να με παιδεύεις,
τσακίσου, στο κρεβάτι σου αμέσως, ακούς;
Αυτή τη φορά, πρώτη και τελευταία, θα σε ντύσω και θα σε χτενίσω όπως
θέλω εγώ, να δεις πώς είναι μόνο. Μόνο να δεις πώς είναι. Έλα τώρα,
κάνε γρήγορα μη μου παγώσεις κι έχουμε άλλα, θα έχουμε πολύ καιρό μετά
να τα βρούμε οι δυο μας.
Γ΄Βραβείο
Κατίνα Βλάχου: Οικείο πένθος
Πέρασαν δίπλα μου ήσυχα, σαν να πήγαιναν περίπατο. Εκείνη στα
σαράντα κρατούσε το αγόρι από το χέρι. Ήταν δεν ήταν πέντε το παιδί.
Σταμάτησαν δύο μνήματα πιο πέρα. Τους έκρυβε ο κορμός από ένα κυπαρίσσι
κι άκουγα μόνο τις κουβέντες της μητέρας.
-Ναι, εδώ είναι τώρα ο μπαμπάς.
…………….
-Ναι, εδώ. Θα φέρνουμε λουλούδια, θα ανάβουμε και το κεράκι…
……………..
-Μα, βέβαια, ό, τι θέλεις να του πεις.
Πέρασε κάποιο λεπτό σιωπής.
Άκουσα ύστερα την παιδική φωνή να τραγουδάει: «φεγγαράκι μου λαμπρό…». Έλιωσε μέσα μου κάτι βαρύ, παλιό και μαύρο. Εμένα ούτε στην κηδεία δεν με είχαν πάρει, κι ας ήμουν έντεκα όταν πέθανε ο πατέρας. Πενήντα χρόνια έχουν περάσει κι αξόδευτο το πένθος μου ακόμα.
Περίμενα να φύγουν πρώτα εκείνοι. Ήσυχα όπως ήρθαν, πιασμένοι χέρι χέρι, με προσπέρασαν. Πήγα ύστερα να δω το μνήμα. Ετών 49, πριν ένα μήνα. Μια παιδική ζωγραφιά αδέξια ακουμπισμένη στο μάρμαρο έγραφε «για τον μπαμπά μου». Έκλαψα από ανακούφιση κι ευγνωμοσύνη. Σ’ αυτή τη μάνα θα ήθελα να αφήσω ένα σημείωμα θαυμασμού και αγάπης αλλά δεν τόλμησα να μπω αδιάκριτα στον ξένο πόνο. Ένα ευχαριστώ, ένα μπράβο θα της τα χρωστάω πάντα, όπως και το παιδί της, υποθέτω, όταν μεγαλώσει.
-Ναι, εδώ είναι τώρα ο μπαμπάς.
…………….
-Ναι, εδώ. Θα φέρνουμε λουλούδια, θα ανάβουμε και το κεράκι…
……………..
-Μα, βέβαια, ό, τι θέλεις να του πεις.
Πέρασε κάποιο λεπτό σιωπής.
Άκουσα ύστερα την παιδική φωνή να τραγουδάει: «φεγγαράκι μου λαμπρό…». Έλιωσε μέσα μου κάτι βαρύ, παλιό και μαύρο. Εμένα ούτε στην κηδεία δεν με είχαν πάρει, κι ας ήμουν έντεκα όταν πέθανε ο πατέρας. Πενήντα χρόνια έχουν περάσει κι αξόδευτο το πένθος μου ακόμα.
Περίμενα να φύγουν πρώτα εκείνοι. Ήσυχα όπως ήρθαν, πιασμένοι χέρι χέρι, με προσπέρασαν. Πήγα ύστερα να δω το μνήμα. Ετών 49, πριν ένα μήνα. Μια παιδική ζωγραφιά αδέξια ακουμπισμένη στο μάρμαρο έγραφε «για τον μπαμπά μου». Έκλαψα από ανακούφιση κι ευγνωμοσύνη. Σ’ αυτή τη μάνα θα ήθελα να αφήσω ένα σημείωμα θαυμασμού και αγάπης αλλά δεν τόλμησα να μπω αδιάκριτα στον ξένο πόνο. Ένα ευχαριστώ, ένα μπράβο θα της τα χρωστάω πάντα, όπως και το παιδί της, υποθέτω, όταν μεγαλώσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου