Σάββατο 27 Οκτωβρίου 2018

«Επιβάτης πρώτης θέσεως» Από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Πόσο αργεί να ξημερώσει…» (μτφ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2009)

.............................................................




           Άντον Τσέχωφ (1860 - 1904)



·       «Επιβάτης πρώτης θέσεως»

 Από τη συλλογή διηγημάτων του Άντον Τσέχωφ (1860 – 1904) «Πόσο αργεί να ξημερώσει…» (μτφ. Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, εκδ. «Ελληνικά Γράμματα», 2009)



Στο σταθμό κατέβηκε κι έφαγε, ήρθε κάπως στο κέφι. Γύρισε στο βαγόνι, ξάπλωσε στο βελούδο του ντιβανιού τεντώνοντας μ’ ευχαρίστηση το κορμί του, για πέντε-έξι λεπτά πήρε έναν υπνάκο. Έπειτα μ’ ένα φευγαλέο χαμόγελο έστρεψε γλαρωμένα τα μάτια στον άλλον επιβάτη vis-a-vis:

   -Του μακαρίτη του πατέρα μου, είπε, του άρεσε μετά το φαγητό να του τρίβουν οι γυναίκες τις φτέρνες του. Του έμοιασα σ’ όλα· μόνο που εμένα μετά το φαγητό δε με τρώνε οι φτέρνες μου, παρά η γλώσσα μου και μέσα ο νους μου. Με το στομάχι γιομάτο μού αρέσει, έχω αυτό το βίτσιο να λέω διάφορα. Θα μου το επιτρέπατε, έχω την άδειά σας;

   -Κάντε μου τη χάρη, συγκατάνευσε ο συνεπιβάτης.

   - Μετά ένα καλό γεύμα φτάνει η παραμικρή αφορμή να μου έρθουνε κάτι σκέψεις μεγάλης, ξέρετε, σημασίας. Παραδείγματος χάριν. Προ ολίγου είδαμε κι οι δυο μας στην καντίνα δύο νέους και το ακούσατε κι εσείς πως ο ένας συνέχαιρε τον άλλον που πρόλαβε κιόλας να γίνει γνωστός στην κοινωνία. Ακούσατε πώς του το ‘πε: «Να σας συγχαρώ γίνατε κιόλας διάσημος, που θα πει αρχίζει η δόξα». Ηθοποιοί, ασφαλώς, ή τίποτα νεοσσοί της  δημοσιογραφίας. Μα δεν πρόκειται γι’ αυτούς. Εμένα, κύριέ μου, άλλο με απασχολεί: αλήθεια, τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις, η δόξα, η διασημότητα; Εσείς τι λέτε; Ο Πούσκιν ονόμασε τη δόξα «μπάλωμα φανταχτερό στου ποιητή επάνω την κουρελαρία», μα να το παραδεχτούμε – κανείς ακόμα δεν έδωσε ένα λογικό ορισμό σ’ αυτή τη λέξη. Αχ, και τι δε θα ‘δινα για έναν τέτοιο ορισμό!

   - Να τον κάνατε, τι;

   - Να σας πω. Αν ξέραμε τι σημαίνει η δόξα, ίσως και να μαθαίναμε με τι τρόπο την αποχτάει κανείς, απάντησε μετά από σκέψη ο επιβάτης της πρώτης. Να σας εξομολογηθώ, αγαπητέ κύριε, πως όταν ήμουνα νεότερος, λαχταρούσα μ’ όλες τις ίνες της ψυχής μου να γίνω διάσημος. Μπορώ να πω, ήταν η μανία μου. Γι’ αυτήν έμαθα γράμματα, γι’ αυτήν καθόμουνα και δούλευα, αγρυπνούσα τις νύχτες, υποσιτιζόμουν κι έκανα κακό και στην υγεία μου. Κι είμαι της γνώμης, όσο μπορώ να κρίνω απροκατάληπτα, πως είχα όλα τα εφόδια για να την αποχτήσω. Το επάγγελμά μου, εν πρώτοις: είμαι μηχανικός. Έφτιαξα, ξέρετε, στη ζωή μου καμιά δεκαριά γέφυρες εδώ στη Ρωσία, έκαμα σε τρεις πόλεις δίκτυα αποχέτευσης, δούλεψα Ρωσία, Αγγλία, Ελβετία… Δεύτερο, έχω γράψει όχι ένα και δύο άρθρα με θέματα της ειδικότητάς μου. Τρίτο, εγώ κύριέ μου, από μικρό παιδί είχα αδυναμία στη χημεία. Ασχολούμενος στον ελεύθερο χρόνο μου με την επιστήμη αυτή, ανακάλυψα τρόπους πώς ν’ απομονώσουμε κάποια οργανικά άλατα, τ’ όνομά μου θα το βρείτε σ’ όλα τα εγχειρίδια χημείας στις χώρες της αλλοδαπής. Όλα μου τα χρόνια διετέλεσα εν υπηρεσία κι έφτασα έως το βαθμό του τακτικού κρατικού συμβούλου· το δε υπηρεσιακό μητρώο μου, πάλλευκο. Δε θα σας απασχολήσω απαριθμώντας τι έκανα, τι προσέφερα, θα σας πω μόνο πως έκανα πολύ περισσότερα απ’ όσα η άλφα κι η βήτα διασημότητα. Ε, και τι νομίζετε; Τι έγινε μ’ όλ’ αυτά; Είμαι πια ένας γέρος, έτοιμος, κατά το λεγόμενο, να τινάξω τα πέταλα, κι αξιώθηκα να γίνω τόσο γνωστός όσο κι εκείνος εκεί πέρα ο μαύρος σκύλος που πηλαλάει στο ανάχωμα.

   - Κι αυτό εσείς πώς το γνωρίζετε; Μπορεί και να σας ξέρουν, μπορεί να είσαστε κι εσείς διάσημος.

   - Χμ… Για να κάνουμε  μια δοκιμή… Πέστε μου, εσάς το όνομα Κρικουνόφ σας λέει τίποτα, το ‘χετε ακουστά;

   Ο vis-à-vis σήκωσε ψηλά το βλέμμα του, χαμογέλασε:

   - Όχι, δεν έτυχε.

   - Είναι το επίθετό μου. Άνθρωπος εγγράμματος και σε ηλικία, κι ούτε μια φορά δεν ακούσατε τ’ όνομά μου. Κατόπιν τούτου, τι χρείαν έχομεν μαρτύρων; Σημαίνει ότι, κοπιάζοντας για τη φήμη μου, δεν έκανα ό,τι θα ‘πρεπε. Δεν ήξερα τους σωστούς τρόπους, δηλαδή πήγα να πιάσω τη δόξα από την ουρά, αλλά δεν την πλεύρισα από τη μεριά που έπρεπε.

   - Κι οι σωστοί τρόποι ποιοι είναι;

   - Ο διάολος τους ξέρει! Θα πείτε: Ταλέντο; Ιδιοφυΐα; Μοναδικότητα; Όχι, κύριε, τίποτε απ’ αυτά… Δίπλα μου περάσανε τόσοι και τόσοι, είδα να κάνουνε καριέρα άνθρωποι σε σύγκριση με μένα κενοί, τιποτένιοι, κάτι τενεκέδες θα ‘λεγα ακόμα. Δουλέψανε χίλιες φορές λιγότερο από μένα, κανένας τους δε φιλοτιμήθηκε να κάνει κάτι παραπάνω, ταλέντο μηδέν, ούτε και τους ενδιέφερε να κάνουν όνομα, κι όμως ορίστε! Γι’ αυτούς θα γράψουν οι εφημερίδες, γι’ αυτούς θ’ ακούσετε να μιλάνε! Αν δεν σας κούρασα, μπορώ να σας αναφέρω ένα μικρό παράδειγμα. Εδώ και μερικά χρόνια έφτιαξα στην πόλη Κ. μια γέφυρα. Και πρέπει να σας πω ότι σ’ αυτή την ψωριάρα την Κ. ήταν μια πλήξη αβάσταχτη. Αν δεν υπήρχανε κι οι γυναίκες και τα χαρτιά, σίγουρα θα τρελαινόμουνα εκεί πέρα. Περασμένα-ξεχασμένα τώρα πια, αλλά πράγματι από την ανία μου βρήκα κάποια και τα ‘φτιαξα, μια τραγουδίστρα. Ο διάολος να την πάρει, τι της βρίσκανε δεν ξέρω, μα όλοι την είχανε για καλλονή, όλοι κατενθουσιασμένοι, ενώ – πώς να σας το πω; - δεν ήτανε, κατά τη γνώμη μου, παρά μια συνηθισμένη γυναικούλα, κοινή κοινότατη, σαν τόσες και τόσες.  Ένα κοριτσόπουλο εκειδά, επιπόλαιο, ιδιότροπο, τσιγγούνικο, κι από πάνω ανόητο. Κοκότα την ανέβαζαν και την κατέβαζαν – το επάγγελμα τέτοιο ήτανε -, όταν όμως θέλανε να εκφραστούνε με τις γνωστές φιλολογικότητες, τη λέγανε ηθοποιό και αοιδό. Έναν καιρό ήμουνα κι εγώ μανιώδης θεατρόφιλος κι ο διάολος ξέρει πόσο με φουρκίζανε όταν άκουγα να παίζουν με του καλλιτέχνη το όνομα! Δεν είχε η τραγουδίστρα μου το παραμικρό δικαίωμα να λέγεται ηθοποιός, ακόμα και αοιδός, ούτε καν τραγουδίστρια. Ένα πλάσμα τελείως ατάλαντο, αναίσθητο, θα έλεγα άξιο οίκτου. Όσο μπορώ να κρίνω, τραγούδαγε πανάθλια, όλο κι όλο τα θέλγητρα της «τέχνης» της ήταν, όταν νόμιζε πως χρειάζεται, να δίνει τίποτα τσινιές με το πόδι της, και καρφί δεν της καιγότανε αν πηγαίνανε και τη βλέπανε όπως ήτανε μες στο καμαρίνι της. Από το βοντεβίλ διάλεγε συνήθως τα μεταφρασμένα από ξένες γλώσσες, με τραγούδια και με θέματα τέτοια που να μπορεί να καμαρώνει τον εαυτό της φορώντας αντρικό εφαρμοστό κοστούμι. Μ’ ένα λόγο – ουστ από δω! Αλλά πάμε παρακάτω. Το θυμάμαι σαν τώρα: είχαμ τα εγκαίνια της νέας γέφυρας. Ευχέλαιο, λόγοι, τηλεγραφήματα, τα γνωστά. Εγώ  τώρα, καταλαβαίνετε σ’ αναμμένα κάρβουνα, καμάρωνα το δημιούργημά μου κι είχα το φόβο μην ανοίξει στα δύο η καρδιά μου από τον πατρικό μου ενθουσιασμό. Όπως σας είπα, περασμένα-ξεχασμένα, αλλά βέβαια και ήμουν ενθουσιασμένος, μα την αλήθεια είχα φτιάξει μια γέφυρα θαύμα! Κι όχι γέφυρα, αλλά πίνακας ζωγραφικής, αληθινό μπριλάντι! Και πώς να κρατήσεις την ταραχή σου βλέποντας να καταφθάνει στην τελετή όλη η πόλη. «Ε, τώρα», σκεφτόμουν, «όλοι τούτοι δω θα με ματιάσουνε, πού να πάω να κρυφτώ;» Άδικα όμως, φίλε κύριε, είχα τόσο ανησυχήσει – ουαί και ουαί! Εκτός από τα επίσημα πρόσωπα, κανείς δε μου έδωσε την παραμικρή σημασία. Πλήθη ολόκληρα, σκαρφαλωμένα στους όχτους του ποταμού, στέκονται κι αγναντεύουν σαν κριάρια τη γέφυρα, και δεκάρα τσακιστή δε δίνουνε ποιος την έφτιαξε. Ο διάολος να τους γδάρει έναν έναν, από τότε – πώς να σας το πώ; - εμίσησα όλ’ αυτά τα μπουλούκια, αυτό το αξιότιμο κοινό. Μα να συνεχίσουμε. Όπου βλέπω ξαφνικά το κοινό να θορυβείται – ψου ψου ψου… Τα πρόσωπά τους πήρανε να χαμογελούν κι οι ώμοι ν’ ανασηκώνονται. «Εμένα θα είδαν!» σκέφτηκα. Κι έκανα διάνα! Κοιτάω, βλέπω ανάμεσα στα πλήθη να προχωρεί η τραγουδίστρα μου, κι από κοντά ένα τσούρμο παιδαρέλια. Πίσω δε απ’ όλη την πομπή να τρέχουνε με μεγάλη φούρια του όχλου τα βλέμματα. Άρχισε ένα χιλιόστομο σούσουρο: «Τι ομορφιά! Τι λάμψη!» Εδώ τώρα κάπου με πήρε κι εμένα το μάτι τους… Βλέπω δυο νεοσσούς, σίγουρα ντόπιοι θαυμαστές της σκηνικής τέχνης, που μου ρίξανε μια ματιά, αλληλοκοιταχτήκανε και μουρμουρίσανε ο ένας του άλλου: «Ο αγαπητικός της!». Ε, πώς το ‘χετε; Μια σε αηδιαστικότατη φυσιογνωμία με ψηλό καπέλο και χρονίως αξούριστο μούτρο, χοροπηδώντας δίπλα μου, γυρίζει για να μου πει:

   «Την ξέρετε την κυρία εκεί στην απέναντι όχθη; Είναι η τάδε… Φωνή κάτω πάσης κριτικής, την κατέχει όμως στην εντέλεια!...»

   «Μήπως μπορείτε», ρωτώ τον αηδιαστικό αυτόν κύριο, «να μου πείτε ποιος έχτισε τη γέφυρα;»

   «Να σας πω, δεν ξέρω. Κάποιος μηχανικός…»

   «Και ποιος εδώ στην ωραία σας Κ. έχτισε τη μητρόπολη;»

   «Ούτε κι αυτό μπορώ να σας το πω».

   Τον ρωτάω στη συνέχεια ποιος εδώ στην Κ. θεωρείται ο καλύτερος παιδαγωγός, ποιος ο καλύτερος αρχιτέκτονας… Έλαβα σ’ όλα μου τα ερωτήματα πλήρη άγνοια.

   «Πέστε μου, σας παρακαλώ, ρωτάω στο τέλος, η αοιδός με ποιον άραγε να τα ‘χει;»

   «Μ’ έναν μηχανικό Κρικουνόφ».

   Ε, αγαπητέ μου, τι έχετε να πείτε; Μα να συνεχίσουμε. Οι παλιοί τροβαδούροι και οι μενεστρέλοι δεν υπάρχουν πια στον κόσμο, τη δόξα την κατασκευάζουνε αποκλειστικά και μόνον οι εφημερίδες – σχεδόν. Την άλλη κιόλας μέρα μετά τα εγκαίνια της γέφυρας, ρίχνομαι με τα μούτρα στην τοπική εφημερίδα «Ο Αγγελιαφόρος», ζητώ κάτι να βρω και για την αφεντιά μου. Κάμποση ώρα ξήλωνα με τη σειρά τις τέσσερις σελιδούλες της κι επιτέλους – ιδού! Ζήτω! Αρχίζω να διαβάζω: «Χτες μ’ ένα θαυμάσιο καιρό και αθρόα συρροή λαού, παρουσία του εξοχότατου κυρίου νομάρχη τάδε και των άλλων αρχών ετελέσθησαν τα εγκαίνια της νέας γέφυρας» κλπ. Και στο τέλος: «Στα εγκαίνια, λάμποντας με την ομορφιά της, προσήλθε μεταξύ των άλλων και το ίνδαλμα του τόπου μας, η ταλαντούχος καλλιτέχνις μας τάδε. Οίκοθεν νοείται, η εμφάνισή της προκάλεσε αίσθηση. Η σταρ φορούσε…» κλπ. Και για μένα ούτε λέξη! Μα μισή έστω! Μικροπράγματα, θα πείτε. Ναι, μα ξέρετε; Έκλαψα από το κακό μου!

   Αυτοπαρηγορήθηκα λέγοντας πως η επαρχία είναι επαρχία, μην περιμένεις από δαύτην τίποτα· αν θες να κάνεις όνομα, σήκω και πήγαινε στις μεγάλες πολιτισμένες μας πολιτείες, πήγαινε πάνω στις πρωτεύουσες. Ειρήσθω εν παρόδω εκείνη την εποχή είχα στείλει στην Πετρούπολη για κάποιον διαγωνισμό μια εργασία μου. Και πλησίαζε η μέρα για τ’ αποτελέσματα.

   Αποχαιρέτησα την Κ. και τράβηξα για την Πετρούπολη. Από την Κ. ως την Πετρούπολη είναι μακρύς ο δρόμος. Για να μην πλήττω, πήρα λοιπόν ένα μοναχικό κουπέ και, εννοείται, είχα μαζί μου και την τραγουδίστρα μου. Όλο το δρόμο πίναμε σαμπάνιες – και τρα λα λα! Επιτέλους να ‘μαστε και στην πολιτισμένη μας πρωτεύουσα. Έφτασα ακριβώς τη μέρα του διαγωνισμού και είχα, φίλτατέ μου, την ευχαρίστηση να πανηγυρίσω το θρίαμβο – η εργασία έλαβε το πρώτο βραβείο. Ζήτω και ζήτω! Την επομένη, περνώντας από τη λεωφόρο Νιέφσκι, αγοράζω για εφτά πεντάρες ένα πάκο εφημερίδες. Επείγομαι να φτάσω στο ξενοδοχείο μου, ξαπλώνω στο ντιβάνι, αρχίζω, υπερνικώντας την ταραχή μου, το ξεφύλλισμα. Στην πρώτη εφημερίδα, μηδέν! Πιάνω την άλλη – θεέ μου και πάλι μηδέν! Τέλος, στην τέταρτη πέφτω πάνω στην είδηση: «Χτες με την ταχεία έφτασε στην Πετρούπολη η γνωστή καλλιτέχνιδα της επαρχίας μας τάδε. Με χαρά μας διαπιστώσαμε ότι το κλίμα του νότου είχε ευεργετικότατη επίδραση στην παλαιά γνωστή και φίλη: η υπέροχη σκηνική της εμφάνιση…» - τ’ άλλα δεν τα συγκράτησα! Από κάτω, αρκετά χαμηλότερα στα ψιλά ψιλά: «Χτες στον τάδε διαγωνισμό το πρώτο βραβείο έλαβε ο τάδε». Και τέρμα. Να προσθέσω μάλιστα πως αντί Κρικουνόφ που λέγομαι με γράψανε Κιρκουνόφ. Τι θα πει πολιτισμένα κέντρα, ε; Και να ‘τανε αυτό μόνο… Όταν μετά ένα μήνα αναχωρούσα από την Πετρούπολη, όλες οι εφημερίδες στη διαπασών μιλούσανε για την «ασύγκριτη, τη θεία και πολυτάλαντη καλλιτέχνιδά μας» και, σημειώστε το κι αυτό, αποκαλούσανε τη μετρέσα μου όχι με το επίθετό της, αλλ’ όπως πάει στις διασημότητες, με το μικρό της όνομα και το πατρώνυμό της…

   Περάσανε κάμποσα χρόνια και να με αυτή τη φορά στη Μόσχα. Με κάλεσε με ιδιόχειρη επιστολή του ο δήμαρχος για ένα έργο για το οποίο η Μόσχα κυριολεκτικά ωρύεται εκατό και πλέον χρόνια. Εκεί, μεταξύ των άλλων, έκανα σ’ ένα μουσείο πέντε δημόσιες διαλέξεις με φιλανθρωπικό σκοπό. Φρονώ, ήταν αρκετό ν’ ακουστεί επιτέλους και το δικό μου όνομα έστω και για ένα τριήμερο, δε νομίζετε; Και πάλι ουαί, πάλι αλίμονο! Ούτε σε μία εφημερίδα της Μόσχας δε γράφτηκε λέξη. Για πυρκαγιές, για οπερέτες, για τους ενόρκους που κοιμούνται πάνω στα έδρανα, κι ένα σωρό μέθυσους εμπόρους, φίσκα οι εφημερίδες, για μένα, για το προσχέδιο το δικό μου, τις διαλέξεις – άχνα. Και τι να πω και για το ίδιο το συμπαθέστατο μοσχοβίτικο κοινό! Πάω με τον τροχιόδρομο… Το βαγόνι κατάμεστο – κυρίες, αξιωματικοί, φοιτητές, φοιτήτριες – πάντα τα γένη και είδη.

   Γυρίζω σε μια στιγμή στο διπλανό μου, τον ρωτάω τόσο δυνατά που ν’ ακουστεί σ’ όλο το βαγόνι:

   -Λένε πως η Δούμα κάλεσε ένα μηχανικό για το τάδε έργο! Ποιος άραγε να ‘ναι ο μηχανικός, ξέρετε το όνομά του;

   Τον βλέπω να μου κουνάει το κεφάλι: όχι. Είδα και τους άλλους να μου ρίχνουν μια ματιά, και σ’ όλων τα βλέμματα διάβασα αυτό το ίδιο: «δεν ξέρω».

   Δεύτερη απόπειρα μήπως και βρεθεί κανείς να πιάσουμε την κουβέντα:

   -Λένε στο τάδε μουσείο κάποιος κάνει κάτι διαλέξεις! Και λένε πως είναι διαλέξεις εξαιρετικού ενδιαφέροντος!

   Δεν είδα να κουνηθεί μήτε ένα κεφάλι. Δεν ήθελε συζήτηση ότι κανένας τους δεν είχε ακούσει για τις διαλέξεις, οι κυρίες μάλιστα δεν είχανε ακουστά ούτε και το μουσείο. Κι όχι μόνο αυτό: σε μια στιγμή – άκουσον! άκουσον! – όλοι μαζί οι επιβάτες τινάζονται πάνω και ρίχνονται στα παράθυρα σα να θέλανε να τα σπάσουν. Τι συμβαίνει; Τι έτρεξε;

   -Κοιτάτε, κοιτάτε! με σκουντάει ο διπλανός μου. Τον βλέπετε εκείνον εκεί τον ξανθό που ανεβαίνει στο μόνιππο; Είναι ο διάσημος δρομέας Κινγκ!

   Και όλο το βαγόνι ασθμαίνοντας πήρε να μιλάει για δρομείς και δρομείς, που είχανε τότε πάρει τα μυαλά της Μόσχας.

   Πολλά τέτοια παραδείγματα θα μπορούσα να σας αναφέρω, αλλά νομίζω κι αυτά αρκούν. Ας πούμε τώρα ότι εγώ, εν σχέσει με τον εαυτό μου, πλανώμαι ότι είμαι ένας φανφαρόνος, ένας ατάλαντος άνθρωπος, αλλά πέραν εμού θα μπορούσα να σας υποδείξω πλήθος ονόματα συγχρόνων μας, ανθρώπων εξαίρετων με τα ταλέντα τους και την εργατικότητά τους, κι όμως πεθάνανε άγνωστοι των αγνώστων. Όλοι οι ρώσοι θαλασσοπόροι μας, οι χημικοί μας, οι φυσικοί, οι μηχανικοί, οι κτηματίες μας έξω στο ύπαιθρο – αυτούς τους ξέρει άραγε κανείς;  Γνωρίζει ο μορφωμένος μας όχλος τους καλλιτέχνες μας εδώ στη Ρωσία, τους γλύπτες μας, τους εργάτες της λογοτεχνίας μας; Ξέρω ένα παμπάλαιο ιερό τέρας της πένας εργατικότατο και ταλαντούχο, τριάντα τρία χρόνια τώρα βροντάει τις πόρτες των περιοδικών κι εφημερίδων, έχει γράψει ο θεός ξέρει πόσες κόλλες χαρτί, κάπου είκοσι φορές τον σύρανε στα δικαστήρια επί δυσφημήσει, κι όμως, παρ’ όλα αυτά, δεν μπόρεσε να βγει από το καβούκι του! Πέστε μου έναν κορυφαίο της λογοτεχνίας μας που ν’ απόχτησε όνομα προτού τον πάρει από κοντά πως τον σκοτώσανε σε μονομαχία, πως τρελάθηκε, τον στείλανε εξορία ή κλέβει στην τράπουλα.

   Μα τόσο συνεπαρμένος ήταν ο επιβάτης της πρώτης που σε μια στιγμή του πετάχτηκε το τσιγάρο από το στόμα και σηκώθηκε.

   -Μάλιστα, συνέχισε οργισμένος, και εκ παραλλήλου μ’ όλους αυτούς μπορώ να σας ονομάσω εκατοντάδες λογής τραγουδίστρες, σχοινοβάτες και παλιάτσους, που και ποιο βυζανιάρικο δεν τους ξέρει. Ναι, μάλιστα, κύριε!

   Ακούστηκε να τρίζει η πόρτα, πέρασε ένα κυματάκι αέρα και στο βαγόνι μπήκε μια φάτσα αγριωπή με μανδύα, ψηλό καπέλο και μπλε ματογυάλια. Έριξε μια ματιά στα καθίσματα, συνοφρυώθηκε, τράβηξε γι’ άλλα βαγόνια.

   -Ξέρετε ποιος ήτανε; ακούστηκε μια δισταχτική φωνή στην άλλη άκρη του βαγονιού. Ο Ν.Ν. ο διάσημος χαρτοκλέφτης από την Τούλα, που τον δικάσανε τις προάλλες για την υπόθεση της Τράπεζας Χ.!

   -Ορίστε μας! άναψε ο επιβάτης της πρώτης. Τον απατεώνα από την Τούλα τον ξέρει, για ρωτάτε τον όμως, γνωρίζει τι εστί Σεμιράντσκι, τι είναι ο Τσαϊκόφσκι ή ο φιλόσοφος Σολοβιόφ; Θα σας κουνήσει το κεφάλι σαν την ουρά του αλόγου… Γουρούνια!

   Περάσανε δυο-τρία λεπτά σιωπής.

   -Επιτρέψτε μου… αν έχετε την καλοσύνη, έβηξε συνεσταλμένος ο vis-à-vis. Επιτρέψτε μου να ρωτήσω κι εγώ κάτι… Έχετε μήπως ακουστά το όνομα Πουσκόφ;

   - Πουσκόφ; Χμ!... Πουσκόφ… Πουσκόφ… Όχι, δεν το γνωρίζω!

   - Το επίθετό μου… πρόφερε συγχυσμένος ο vis-à-vis. Δε σας έτυχε… Τριάντα πέντε χρόνια καθηγητής σ’ ένα από τα ρώσικα πανεπιστήμια… με κάνανε και μέλος της Ακαδημίας Επιστημών… δημοσιεύσεις δε, ουκ ολίγες…

   Εβάλανε κι δύο τα γέλια.

                                                                                                 1886      


Δεν υπάρχουν σχόλια: