Τετάρτη 31 Οκτωβρίου 2018

Philip Larkin, Εννέα Ποιήματα (μετάφραση-επίμετρο): Κώστας Κουτσουρέλης) (http://www.poiein.gr, 29 Οκτ 2018)

.............................................................

 

Philip Larkin, Εννέα Ποιήματα (μετάφραση-επίμετρο): Κώστας Κουτσουρέλης)



ANNUS MIRABILIS

Τι εστί στην πράξη σαρκική ομιλία
τό ’μαθα εγώ (μάλλον αργά) το ’63 –
η «Τσάττερλυ» είχε μόλις τότε επιτραπεί
και οι Μπητλς ετοίμαζαν το πρώτο τους LP.

Ώς τότε όλα αυτά είχαν κανόνα:
για να σου κάτσει ήθελε αρραβώνα.
Απ’ τα δεκάξι άρχιζε αυτή η ντροπή
και μόλυνε σιγά σιγά το καθετί.

Αλλά εκεί πάνω κόπηκε ο καυγάς μαχαίρι.
Γίναμε ίσοι σ’ όλα μας, τέλειοι εταίροι.
Και η ζωή; Ένα κόλπο γκρόσσο,
σωστό λαχείο που πληρώνει όσο όσο.

Ποτέ δεν έζησα πληρέστερη ευτυχία
απ’ όσο (έστω αργά) το ’63 –
η «Τσάττερλυ» είχε μόλις τότε επιτραπεί
και οι Μπητλς ετοίμαζαν το πρώτο τους LP.

~ . ~

ΕΡΩΣ

Το ζόρικο στα ερωτικά:
ο ρόλος του εγωισταρά.
Μόνο ένας γάιδαρος σωστός
σκάζει τον άλλο ανελλιπώς
και ούτε που τον μέλλει.
Ταίρι; Ψοφίμι θέλει.

Ακούς «τι ανιδιοτέλεια!»
Πως είναι τάχα τέλεια
τον άλλο αν έχεις για θεό
κι εσύ του μένεις πάντα υπό.
Μα είναι δικιά μου αυτή η ζωή
όσο κι η Γη είναι στρογγυλή.

Κι όμως, γι’ αγάπες οι πολλοί
ψοφάν – κι οι λύκοι κι οι αμνοί.
Κι έχουν για κακομοίρη
πάντοτε τον μονήρη
που αρνείται ν’ αποκτηνωθεί.
Μα ας πάει αυτός να πηδηχτεί.

~ . ~

ΤΟ ΠΡΩΤΟ…

Το πρώτο που κατάλαβα
σ’ αυτή την πλάση:
ο χρόνος είναι η ηχώ
του τσεκουριού στα δάση.

~ . ~


ΑΥΓΗ

Να ξυπνάς, και ν’ ακούς στη σιωπή
πετεινούς να λαλούν από πέρα,
την κουρτίνα τραβώντας πιο κει
σμήνη νέφη να βλέπεις του αιθέρα —
τι παράξενο νά ’ναι η καρδιά
έτσι δίχως αγάπη, ψυχρή σαν αυτά.

~ . ~

ΕΔΩ ΝΑ ΔΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗ

Ναι, ο μπαμπάκας κι η μαμάκα σε γαμούν.
Όχι οι καημένοι ότι το θέλουνε, αλλά…
Κάθε τους λάθος στην καμπούρα σου κρεμούν
και κάνουν κι έξτρα, για την πάρτη σου ειδικά.

Μα τους γαμήσανε κι αυτούς έναν καιρό
άλλοι βλαμμένοι με παπιόν ρετρό ή μπιζού,
που όταν δεν κάναν μεταξύ τους τον καλό
στρίβαν ο ένας το καρύδι του αλλουνού.

Η δυστυχία είναι βάκιλλος σωστός,
κολλάει μέσω της γαμήλιας τελετής.
Άνοιξ’ τα μάτια σου και δείξου πονηρός,
παιδιά δικά σου ούτε στιγμή να μη σκεφτείς!

~ . ~

ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΜΟΣ

Αφού έχω πρώτα βεβαιωθεί, ούτε ψυχή,
αφήνω πίσω μου την πόρτα να βροντήσει.
Ακόμη ένας ναός: πέτρα, στασίδια και χαλιά,
συνόψεις· σκόρπια λουλούδια από την Κυριακή,
τώρα πια σ’ αποσύνθεση· στην άκρη του ιερού
μπρούντζινα κι άλλα σκεύη· τ’ όργανο όρθιο στη γωνιά·
και μια βαριά σιωπή, υγρή απ’ τη μούχλα του καιρού.
Τις πιάστρες σκύβω του ποδήλατου να βγάλω:
έτσι αδέξιος κι ασκεπής τα σέβη μου υποβάλλω.

Περνώ πιο μέσα, την κολυμβήθρα ψηλαφώ.
Από δω κάτω ο θόλος σαν καινούργιος μοιάζει·
να τον αναπαλαίωσαν τάχα; το αγνοώ.
Μπρος στ’ αναλόγιο ανεβαίνω, διακρίνω
κάτι χωρία μακρόσυρτα, όλο απειλές· με τρόπο
άθελα μεγαλόφωνο «τετέλεσται» προφέρω.
Ο αντίλαλός μου μια στιγμή καγχάζει.
Πριν βγω ένα κέρμα στο παγκάρι αφήνω,
η στάση, σκέφτομαι, δεν άξιζε τον κόπο.

Την έκανα όμως: την κάνω μάλιστα συχνά,
και πάντα καταλήγω σαστισμένος όπως τώρα
ν’ αναρωτιέμαι τι να θέλω εντέλει· κι άλλοτε πάλι,
όταν θα πέσουν οι εκκλησίες σ’ αχρησία
τι θ’ απογίνουν. Μήπως κλειδώσουν πουθενά
τους κώδικες, τους δίσκους, τ’ αρτοφόρια,
κρατήσουν για εκθετήριο κάμμια καθεδράλη
και όλα τ’ άλλα αφεθούν στ’ αγρίμια και τη μπόρα;
Να φέρνουν, θα νομίζουμε τότε, κακοτυχία;

Μήπως θα σέρνουν το παιδί τους κάθε βράδυ
τίποτα αλλόκοτες γυναίκες ώς εκεί ν’ αγγίξει
μια πέτρα· ή για να βρει βοτάνια· ή για να δει
τους πεθαμένους να βαδίζουν στο σκοτάδι;
Το δέος πάντως όσο νά ’ναι θα σωθεί,
θα σκάει μύτη απ’ τα παιχνίδια μας στην τύχη·
μα η δεισιδαιμονία, όπως η πίστη, θα πεθάνει,
και τι θα μείνει όταν κι η απιστία θα λήξει;
Οι βάτοι, η χλόη, οι πλάκες, ο ουρανός, οι τοίχοι,

μια σκιά, κάθε βδομάδα πιο θαμπή, ολοένα
ένας σκοπός πιο σκοτεινός. Αναρωτιέμαι ποιος
θα είν’ ο έσχατος που θά ’ρθει να τρυπώσει
Εδώ προϊδεασμένος; Μήπως κανείς σχολαστικός
χαρτογιακάς που ξέρει τι θα πει «υπερώον»;
Κανείς ερειπιοπότης ίσως, παλαβός γι’ αρχαία,
κάνας χριστουγεννομανής που πάει να μαστουρώσει
με μυροδόχες και μ’ αυλούς και μίτρες αρχιερέα;
Ή μήπως θα είναι κάποιος σαν εμένα,

βαριεστημένος κι αδαής, που θα γνωρίζει ωστόσο
ότι ο πηλός του πνεύματος πια τρίφτηκε, έμεινε άμμος;
Και που αν θα κάνει απ’ τα προάστια δρόμο τόσο,
είναι επειδή για αιώνες έζησαν εδώ αρμονικά
όσα είναι τώρα χώρια –η γέννα, ο γάμος,
ο θάνατος– και που για κείνα ειδικά
χτίστηκε αυτό το κέλυφος; Γιατί ιδέα δεν έχω
τι αξίζει ο επιπλωμένος τούτος στάβλος ο σαπρός.
Μ’ αρέσει όμως να στέκομαι εδώ μέσα σιωπηλός·

είναι ένας οίκος σοβαρός σε τόπο σοβαρό,
Η ατμόσφαιρά του ανακινεί κάθε μας φόβο,
τον κάνει οικείο, με μοιραίο μανδύα τον ντύνει.
Κι αυτό δεν γίνεται, όχι, ν’ απαρχαιωθεί·
πάντοτε μ’ έκπληξη κανείς θ’ αναρριγεί
εμπρός στην πείνα μέσα του πιο σοβαρός να γίνει,
κι εκείνη θα τον οδηγεί πάντα στον τόπο αυτόν
που, όπως τού ’παν κάποτε, ανάσταινε σοφούς,
έστω και γιατί μέσα του κρύβει τόσους νεκρούς.

~ . ~

ΕΩΘΙΝΟ

Όλη τη μέρα στη δουλειά, τα βράδια πίνω.
Ξυπνώ στις τέσσερις μες στ’ άηχο σκοτάδι.
Κοιτώ τα στόρια αντίκρυ μου προσμένοντας το φως.
Ώς τότε αυτόν που είναι πάντα εκεί διακρίνω:
μια μέρα ακόμη πιο κοντά, κι άοκνο, τον Άδη
κάθε μου σκέψη ν’ ακυρώνει έξω απ’ το πώς
το πού, το πότε θα πεθάνω και εγώ.
Στείρα απορία. Όμως του φόβου αυτού η αγχόνη,
πως θα πεθάνεις, θα σε βρουν νεκρό,
πάντοτε αστράφτει τρομερή και καθηλώνει.

Σβήνει ο νους στη λάμψη της. Όχι από τύψεις
–για ό,τι δεν έζησες, για όσα χρωστάς,
για τ’ άπρακτα, τα πεταμένα χρόνια– ούτε επειδή
καιρό σου πήρε για ν’ αρθείς σ’ αυτά τα ύψη,
τη λαθεμένη για να δεις, αν ίσως, διαδρομή.
Αλλά γι’ αυτό τ’ ανέκκλητο, το τέλειο πουθενά,
τον όλεθρο τον βέβαιο όπου τραβάς
και όπου για πάντα θα χαθείς. Παύοντας πια
να είσαι εδώ, ή όπου αλλού. Και είναι αυτή
η πιο μεγάλη αλήθεια, η πιο τρομακτική.

Είναι ένα ξέχωρο είδος φόβου, ειδικό,
κανένα τέχνασμα φτηνό δεν το εξαλείφει.
Το ξεφτισμένο το μπροκάρ των θρησκειών
που υποκρίνονται πως ες αεί θα ζούμε,
οι σοφιστείες πως δεν γίνεται έλλογο ον
να τρέμει ό,τι να νιώσει δεν μπορεί, οι τυφλές
να δουν ότι φοβόμαστε αυτό ακριβώς:
πως οι αισθήσεις μας δεν θα ’ναι ζωντανές
πως πια δεν θα σκεφτόμαστε, δεν θα ποθούμε,
πως απ’ τη νάρκωση κανείς δεν ανανήφει.

Κι έτσι στου βλέμματος κολλάει την άκρη,
ένα μικρό στίγμα θολό, ένα ρίγος διαρκές
που συγκρατεί και καταπνίγει τις ορμές.
Πολλά άγχη διαψεύδονται ίσως, μα όχι αυτό,
πάντα επιστρέφει, πάντοτε ξεσπάει
σε λάβρο τρόμο όταν ξεμένουμε χωρίς
παρέα ή ποτό. Δεν ωφελεί ευψυχία εδώ:
τον άλλο απλώς να μην τρομάξεις βοηθάει.
Γενναίος τον τάφο δεν τον γλίτωσε κανείς.
Ίδιος ο θάνατος με σθένος ή με δάκρυ.

Αργά το φως στάζει στα έπιπλα μορφή.
Βαρύ προβάλλει ό,τι γνωρίζουμε καλά,
ό,τι πάντα γνωρίζαμε: πως δεν υπάρχει διαφυγή
ή διαλλαγή εδώ. Ένας θα βγει χαμένος.
Στο μεταξύ μες στα κλειστά γραφεία σαλεύουν
πανέτοιμα τ’ ακουστικά, ο κόσμος όλος
βγαίνει απ’ τη νάρκη, απαθής, συγκεχυμένος.
Απών ο ήλιος, άσπρη λάσπη ο ουράνιος θόλος.
Έφτασε η ώρα πάλι για δουλειά.
Οι ταχυδρόμοι, σαν γιατροί, περιοδεύουν.

~ . ~

ΑΚΟΜΗ ΖΩΝΤΑΝΟΣ

Ζωή θα πει συνήθεια, έξη μηχανική –
η αυτοσυντήρηση είναι ο μόνος της σκοπός.
Με απώλεια ισοδυναμεί ή πτώση αργή.
Κάθε φορά κι αλλιώς.

Χάνεις σε δύναμη, σ’ ενέργεια, σε μαλλιά –
σε κάθε γήπεδο ή ταμπλώ. Κι αν ήταν ποκεράκι
θα ’κανες λίγη υπομονή ν’ αλλάξει η μοιρασιά.
Μα έλα που παίζεις σκάκι.

Άπαξ και βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει
τα βλέπεις εύκολα όλ’ αυτά: σαν φώτα στο καντράν.
Κάθε τι αντίθετο, για σένα, ή ξένη σκέψη
ούτε που υπάρχει καν.

Και τ’ όφελος; θα πεις. Μόνο ότι συν τω χρόνω
τον ίσκιο σου αρχινάς κάπως και ξεφοβάσαι,
το φέρσιμό σου ότι κρατάς στον ίσιο δρόμο.
Μα αν θες τελείως να ’σαι

ειλικρινής, όταν θα πέσεις πια του θανατά
κι αυτή σου η ικανοποίηση θα πάει στράφι.
Βλέπεις, το μάθημα ήτανε για έναν μοναχά.
Κι αυτός τώρα μας γράφει.

~ . ~

Ο ΧΛΟΟΚΟΠΤΗΣ

Ο χλοοκόπτης σκάλωσε, ξανά· σκύβοντας
στις λεπίδες είδα έναν σκαντζόχοιρο πιασμένο.
Είχε πεθάνει. Εκεί, μες στο μακρύ γρασίδι.

Τον είχα ξαναδεί, τον είχα μάλιστα ταΐσει κάποτε.
Τώρα είχα πετσοκόψει τον σεμνό του κόσμο
αγιάτρευτα. Και που τον έθαψα, τι βγήκε;

εγώ σηκώθηκα τ’ άλλο πρωί, εκείνος όχι.
Η επομένη του χαμού, η απουσία η νέα
μοιάζουνε όλες μεταξύ τους· ας είμαστε καλοί,

ας έχουμε έγνοια ο ένας τον άλλο,
όσο ακόμα είναι καιρός.

~ . ~

Ο Philip Arthur Larkin (1922-1985) είναι αναντίρρητα ο δημοφιλέστερος Άγγλος ποιητής του Μεταπολέμου. Εκτός από στίχους, έγραψε μυθιστορήματα, δοκίμια και κείμενα για την τζαζ. Δεινός τεχνίτης της γλώσσας και της παραδοσιακής προσωδίας, επέκρινε την άχαρη και στρυφνή ποίηση του μοντερνισμού. Εργάστηκε ως βιβλιοθηκάριος και διετέλεσε poeta laureatus, ποιητής δαφνηφόρος του Βρετανικού Στέμματος. Το έργο του κινείται στο κλίμα του υπαρξιακού σαρκασμού, ενός βαθύτατα μηδενιστικού πεσσιμισμού, καρυκευμένου ωστόσο από το λοξό εγγλέζικο χιούμορ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: