...............................................................
["...Το έργο αυτό είναι παλιό·..." ή η μεγάλη συγκίνηση της οικειότητας, της επανάληψης]
από τον φίλο στο fb Κώστα Κουτσουρέλη (facebook, 24/8/2018)
Σ'
ένα αξιολάτρευτο ποιηματάκι του ο Χάινε σατιρίζει μια ευσυγκίνητη νεαρά
που την παίρνουν τα δάκρυα στη θέα ενός ηλιοβασιλέματος.
Μια κόρη παρά θίν' αλός,
όλο και στέναζε βαθιά.
Την συγκινούσε ασφαλώς
το γέρμα του ήλιου στα νερά.
« Ω δεσποινίς ! προς τί οι λυγμοί !
Το έργο αυτό είναι παλιό·
νά : πάντα ο ήλιος δύει εκεί —
και ξαναβγαίνει από 'δω. »
Όμως η δεσποινίς είναι που έχει εδώ το δίκιο κι όχι το φοβερό εκείνο πειραχτήρι που υπήρξε στα ευρωπαϊκά γράμματα ο Ερρίκος. Η μοναδικότητα ή η σπανιότητα ενός θεάματος δεν είναι προϋπόθεση ουσιαστική για να μας συγκινήσει. Ειδάλλως το αδιαχώρητο στα μνημεία και τις εξοχές θα γινόταν στις σπάνιες εκλείψεις κι όχι στις ρομαντικές, και τακτά επαναλαμβανόμενες, πανσελήνους.
Όπως και στην τέχνη, η "πρωτοτυπία" στα φυσικά φαινόμενα είναι αλήθεια ότι εντυπωσιάζει, ότι ηλεκτρίζει. Όμως η μεγάλη συγκίνηση (που είναι έννοια ευρύτερη της απλής διανοητικής έξαψης που γεννάει το πρωτόφαντο) προϋποθέτει κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό: την οικειότητα, πάει να πει την επανάληψη.
Το ηλιοβασίλεμα μας συγκινεί βαθύτατα, ακριβώς επειδή το έχουμε ζήσει αναρίθμητες φορές, επειδή είναι κομμάτι της ζωής και της μνήμης μας. Δεν περιμένουμε να δούμε κάτι καινούργιο, ούτε το επιθυμούμε, θέλουμε να δούμε μια παραλλαγή του ήδη γνωστού και αγαπημένου. Για το ίδιο λόγο πηγαίνουμε όλοι μας για νιοστή φορά σε μια παράσταση του Σοφοκλή ή του Σαίξπηρ. Την υπόθεση την ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά, δεν είναι αυτή που μας θέλγει. Πάμε να την ξαναζήσουμε, και να τη θυμηθούμε.
Μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα, το κελάρυσμα ενός ρυακιού, η ορμή ενός καταρράκτη, το θρόισμα του δάσους το καταμεσήμερο, η άψογη συμμετρία ενός ρόδου, το λαμπύρισμα ενός βότσαλου στην ακτή, η χρωματική πανδαισία μιας πεταλούδας, μια όμορφη γυναίκα, ένα χαριτωμένο παιδί, όλα αυτά παρότι χιλιοϊδωμένα μάς τέρπουν και μας συνεπαίρνουν κάθε φορά από την αρχή. Πολύ περισσότερο: μας εθίζουν, με τον τρόπο που ένα αγαπημένο μας τραγούδι μάς εθίζει τόσο ώστε να θέλουμε να το ακούμε διαρκώς.
Το μεγάλο αισθητικό αυτό δίδαγμα, οι μεγάλοι καλλιτέχνες το ήξεραν ανέκαθεν. Γι' αυτό και το έργο τους περισσότερο απ' ό,τι στις καινές επίνοιες το βασίζουν στην αξιοποίηση της κοινής σ' όλους μας κληροδοσίας των αιώνων: στους μύθους, στις σταθερές επαναλαμβανόμενες μορφές, στα κοινόχρηστα μοτίβα και θέματα. Η μορφή του τραγουδιού λ.χ., αυτό το ολιγόλεπτο, απλούστατο στη δομή του και ακαριαία εύληπτο μουσικολεκτικό ακρόαμα, είναι η κοινότερη και γι' αυτό οικουμενικότερη και δημοφιλέστερη αισθητική φόρμα που διαθέτουμε. Δεν υπάρχει πολιτισμός και εποχή που το αγνοεί. Ακόμη και τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού, η Γκερνίκα του Πικάσσο λ.χ., πραγματικά δημοφιλή μάς έγιναν όταν πια τα συνηθίσαμε, όταν οι άγριες μορφές τους, χωρίς να χάσουν τίποτα από την εκφραστική τους δύναμη, μας έγιναν οικείες.
Προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη, θα έλεγα ότι η ίδια η αισθητική δεκτικότητα του ανθρώπου κατά πάσα πιθανότητα είναι εξ αρχής πεπερασμένη. Η πρωτοτυπία ως αίτημα καλλιτεχνικό συνιστά αδιέξοδο, όχι επειδή είναι δύσκολο να επιτευχθεί (δεν είναι, ο τελευταίος αιώνας το απέδειξε). Αλλά επειδή δεν τη χρειαζόμαστε.
Οι λιγοστές οικείες μορφές που έφτιαξε για μας το παρελθόν, μας φτάνουν και μας παραφτάνουν.
Μια κόρη παρά θίν' αλός,
όλο και στέναζε βαθιά.
Την συγκινούσε ασφαλώς
το γέρμα του ήλιου στα νερά.
« Ω δεσποινίς ! προς τί οι λυγμοί !
Το έργο αυτό είναι παλιό·
νά : πάντα ο ήλιος δύει εκεί —
και ξαναβγαίνει από 'δω. »
Όμως η δεσποινίς είναι που έχει εδώ το δίκιο κι όχι το φοβερό εκείνο πειραχτήρι που υπήρξε στα ευρωπαϊκά γράμματα ο Ερρίκος. Η μοναδικότητα ή η σπανιότητα ενός θεάματος δεν είναι προϋπόθεση ουσιαστική για να μας συγκινήσει. Ειδάλλως το αδιαχώρητο στα μνημεία και τις εξοχές θα γινόταν στις σπάνιες εκλείψεις κι όχι στις ρομαντικές, και τακτά επαναλαμβανόμενες, πανσελήνους.
Όπως και στην τέχνη, η "πρωτοτυπία" στα φυσικά φαινόμενα είναι αλήθεια ότι εντυπωσιάζει, ότι ηλεκτρίζει. Όμως η μεγάλη συγκίνηση (που είναι έννοια ευρύτερη της απλής διανοητικής έξαψης που γεννάει το πρωτόφαντο) προϋποθέτει κάτι άλλο, εντελώς διαφορετικό: την οικειότητα, πάει να πει την επανάληψη.
Το ηλιοβασίλεμα μας συγκινεί βαθύτατα, ακριβώς επειδή το έχουμε ζήσει αναρίθμητες φορές, επειδή είναι κομμάτι της ζωής και της μνήμης μας. Δεν περιμένουμε να δούμε κάτι καινούργιο, ούτε το επιθυμούμε, θέλουμε να δούμε μια παραλλαγή του ήδη γνωστού και αγαπημένου. Για το ίδιο λόγο πηγαίνουμε όλοι μας για νιοστή φορά σε μια παράσταση του Σοφοκλή ή του Σαίξπηρ. Την υπόθεση την ξέρουμε απέξω κι ανακατωτά, δεν είναι αυτή που μας θέλγει. Πάμε να την ξαναζήσουμε, και να τη θυμηθούμε.
Μια ξαφνική καλοκαιρινή μπόρα, το κελάρυσμα ενός ρυακιού, η ορμή ενός καταρράκτη, το θρόισμα του δάσους το καταμεσήμερο, η άψογη συμμετρία ενός ρόδου, το λαμπύρισμα ενός βότσαλου στην ακτή, η χρωματική πανδαισία μιας πεταλούδας, μια όμορφη γυναίκα, ένα χαριτωμένο παιδί, όλα αυτά παρότι χιλιοϊδωμένα μάς τέρπουν και μας συνεπαίρνουν κάθε φορά από την αρχή. Πολύ περισσότερο: μας εθίζουν, με τον τρόπο που ένα αγαπημένο μας τραγούδι μάς εθίζει τόσο ώστε να θέλουμε να το ακούμε διαρκώς.
Το μεγάλο αισθητικό αυτό δίδαγμα, οι μεγάλοι καλλιτέχνες το ήξεραν ανέκαθεν. Γι' αυτό και το έργο τους περισσότερο απ' ό,τι στις καινές επίνοιες το βασίζουν στην αξιοποίηση της κοινής σ' όλους μας κληροδοσίας των αιώνων: στους μύθους, στις σταθερές επαναλαμβανόμενες μορφές, στα κοινόχρηστα μοτίβα και θέματα. Η μορφή του τραγουδιού λ.χ., αυτό το ολιγόλεπτο, απλούστατο στη δομή του και ακαριαία εύληπτο μουσικολεκτικό ακρόαμα, είναι η κοινότερη και γι' αυτό οικουμενικότερη και δημοφιλέστερη αισθητική φόρμα που διαθέτουμε. Δεν υπάρχει πολιτισμός και εποχή που το αγνοεί. Ακόμη και τα μεγάλα έργα του μοντερνισμού, η Γκερνίκα του Πικάσσο λ.χ., πραγματικά δημοφιλή μάς έγιναν όταν πια τα συνηθίσαμε, όταν οι άγριες μορφές τους, χωρίς να χάσουν τίποτα από την εκφραστική τους δύναμη, μας έγιναν οικείες.
Προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη, θα έλεγα ότι η ίδια η αισθητική δεκτικότητα του ανθρώπου κατά πάσα πιθανότητα είναι εξ αρχής πεπερασμένη. Η πρωτοτυπία ως αίτημα καλλιτεχνικό συνιστά αδιέξοδο, όχι επειδή είναι δύσκολο να επιτευχθεί (δεν είναι, ο τελευταίος αιώνας το απέδειξε). Αλλά επειδή δεν τη χρειαζόμαστε.
Οι λιγοστές οικείες μορφές που έφτιαξε για μας το παρελθόν, μας φτάνουν και μας παραφτάνουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου