..............................................................
*εκπαιδευτικός
Ο αντικατοπτρισμός της Ιθάκης
Στις 21 Αυγούστου στην Ιθάκη
δεν συναντήθηκαν ο Οδυσσέας με την Πηνελόπη, αλλά τα αφηγήματα ενός
αλλόκοτου διδύμου: των δανειστών και της κυβέρνησης.
Οι διεθνείς πιστωτές έχουν άμεση ανάγκη ενός success story σε μια
περίοδο που μαύρα σύννεφα συσσωρεύονται στον ευρωπαϊκό ορίζοντα, δέκα
χρόνια από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008: η
ακροδεξιά-λαϊκιστική κυβέρνηση της Ιταλίας ετοιμάζεται για ένα δικό της
αντάρτικο, η «σοσιαλιστική» κυβέρνηση της Ισπανίας δεν κατάφερε να
αποσπάσει την υποστήριξη του Κοινοβουλίου για το νέο δημοσιονομικό
πρόγραμμα, ο εμπορικός πόλεμος με τις ΗΠΑ μαίνεται ανεξέλεγκτος, το
μεταναστευτικό διχάζει και κοστίζει και το Brexit περιπλέκει περαιτέρω
την κατάσταση.
Από την άλλη, η κυβέρνηση, με όλο το παλιό πολιτικό και μιντιακό
κατεστημένο απέναντί της, καίγεται να δείξει ότι τα βάσανα τελειώνουν
και αρχίζει μια περίοδος ανάκαμψης και ανάτασης.
Αυτό ήταν το αφήγημα της Ιθάκης, το οποίο θα συμπληρωθεί από ψήγματα
αναδιανομής της φτώχειας στη ΔΕΘ, με ορίζοντα τις εκλογές τους επόμενους
μήνες.
Φυσικά όλοι ξέρουμε ότι ο Οδυσσέας, η Πηνελόπη και η Ιθάκη αφορούν τα
πρόσωπα και την τοπογραφία της ελληνικής μυθολογίας, οι συμβολισμοί της
οποίας ασκούν τη δική τους γοητεία στο μυαλό και στις ψυχές των
Ελλήνων, όταν μάλιστα τους έχει αριστοτεχνικά αξιοποιήσει και ο Κ.
Καβάφης. Ομως γνωρίζουμε επίσης ότι η πραγματικότητα, δυστυχώς, έχει
ελάχιστα κοινά με τις ραψωδίες της Οδύσσειας.
Κάθε πλευρά, ανάλογα με το ακροατήριο στο οποίο απευθύνεται, ανέπτυξε και τη δική της μυθολογία.
Για παράδειγμα, οι δανειστές ύφαναν τον μύθο τού «extend and
pretend», δηλαδή της τακτικής να επιμηκύνεις σε χρόνο τα δάνεια και τα
μέτρα και να υποκρίνεσαι ότι κάποτε θα εισπράξεις το σύνολό τους.
Φυσικά οι πολιτικές και οικονομικές ελίτ γνωρίζουν ότι τίποτα τέτοιο δεν θα συμβεί. Τι κερδίζουν; Οι
κυβερνήσεις πίστωση χρόνου στην εξουσία και οι οικονομικές ελίτ (με
επικεφαλής τους μετόχους των τραπεζών) τεράστια κέρδη από τους τόκους
και πολιτικό έλεγχο στις δανειολήπτριες χώρες.
Η κυβέρνηση από τη δική της μεριά υιοθέτησε τον μύθο της «εξόδου από τα μνημόνια» και της επιστροφής στις αγορές.
Ομως όλοι (;) γνωρίζουν ότι η «αυστηρή επιτήρηση» θα υφίσταται μέχρι
την αποπληρωμή του 75% των δανείων προς τους Ευρωπαίους, ότι θα υπάρχει
αυτόματη επιβολή επιπλέον «διαρθρωτικών» μέτρων σε περίπτωση απόκλισης
από τα πρωτογενή πλεονάσματα, αλλά και τέσσερις αξιολογήσεις ετησίως.
Επιπλέον η ΕΛΣΤΑΤ, η ΑΑΔΕ και το Υπερταμείο (+ΤΑΙΠΕΔ) είναι πλέον
«Ανεξάρτητες Αρχές» που δίνουν λόγο απευθείας στους δανειστές και μαζί
με την Τράπεζα της Ελλάδας συνιστούν το «τετράγωνο της αμαρτίας».
Ετσι η «κυρίαρχη» ελληνική κυβέρνηση στερείται των βασικών εργαλείων
άσκησης οικονομικής πολιτικής. Ακολουθεί η δέσμευση για ιδιωτικοποίηση
όσων δημόσιων αγαθών έχουν απομείνει (ύδρευση, ενέργεια, μεταφορές
κ.λπ.), αλλά και για περαιτέρω περικοπές στο εναπομείναν «κοινωνικό
κράτος».
Και φυσικά η χώρα είναι δεσμευμένη πολιτικά τουλάχιστον μέχρι το
2060, ενώ το δημόσιο χρέος, που το 2009 ήταν στο 129% του ΑΕΠ, μετά από
οχτώ βάρβαρα χρόνια λιτότητας σήμερα βρίσκεται στο 180%. Παράλληλα η
«αυστηρή επιτήρηση» εμπεριέχει «ρήτρα μη αντιστρεψιμότητας» των
μνημονιακών νόμων, αλλά και συνέχιση των καταστροφικών «διαρθρωτικών»
μεταρρυθμίσεων.
Η γερμανική Frankfurter Allgemeine Zeitung στο βασικό της ρεπορτάζ
προχθές έγραφε ότι «για τους Ελληνες δεν αλλάζει κάτι», ενώ με μεγάλη
ειλικρίνεια η Franfurter Rundschau έλεγε ότι «οι δανειστές έσωσαν ένα
σύστημα που μετατρέπει τα κράτη σε ομήρους των χρηματοπιστωτικών
αγορών».
..........................................................
Βγαίνουμε από τα μνημόνια;
Δίνω προκαταβολικά την απάντηση: όχι, δεν βγαίνουμε από τα μνημόνια.
Προκειμένου να αποδειχτεί αυτή η θέση δεν χρειάζεται να επικαλεστώ
πολλά στοιχεία, που, ξεκινώντας από την 20ή Σεπτεμβρίου, όταν το
κουαρτέτο θα είναι και πάλι στην Αθήνα για να εποπτεύσει τον νέο
προϋπολογισμό, φτάνουν αισίως στο 2060 και, καλώς (!) εχόντων των
πραγμάτων, και στον 22ο αιώνα.
Το κύριο επιχείρημά μου είναι ότι, όπως πολύ καλά είχαμε δείξει από
καιρό -μαζί και κάποιοι από τη σημερινή κυβέρνηση- τα μνημόνια δεν είναι
«προγράμματα και συμφωνίες», αλλά καθεστώς.
Προφανώς κανείς δεν ισχυρίζεται πως ήρθη το καθεστώς. Πώς θα
μπορούσε, άλλωστε, να το ισχυριστεί, όταν οι υποσχόμενες «θετικές
παρεμβάσεις» είναι τόσο οριακές, τόσο μάρτζιναλ, που λένε και οι
αγγλοσάξονες οικονομολόγοι.
Βέβαια, ιδίως ο πρωθυπουργός λατρεύει τους ευφημισμούς.
Πάρτε, για παράδειγμα, την κύρια νέα υπόσχεση, τη δίκαιη ανάπτυξη.
Δεν είναι ότι δεν τη θέλει η κυβέρνηση, τη θέλει. Είναι που η δίκαιη
ανάπτυξη, με δεδομένο το συγκεκριμένο καθεστώς, είναι απολύτως αδύνατη.
Ακόμη κι αν υποθέσουμε πως κάποια από τα «θετικά» θα γίνουν, θέλει
τρομερή έλλειψη ενσυναίσθησης για να πιστέψεις πως μπορεί η μεγάλη
πλειονότητα των νέων ανθρώπων να ξεφύγει από την κατάθλιψη, τις
εκμηδενισμένες προσδοκίες, την απουσία μέλλοντος, επειδή θα ανεβεί ο
υποκατώτατος μισθός κατά 20 ευρώ, ώστε μετά από είκοσι έτη να έχουν
επιτύχει τον στόχο της εξέλιξής τους σε γενιά των 700 ευρώ.
Ή ότι ο πολύ μεγάλος αριθμός εργαζόμενων και συνταξιούχων που δεν
βγάζουν κανένα δεκαπενθήμερο μέχρι τέλους θα δει πραγματικά «καλύτερες
μέρες». Δεν θα δει. Για τον πολύ απλό λόγο πως είναι τέτοια η κατάπτωση
και η φτωχοποίηση, η μετεξέλιξή μας σε λευκούς Κινέζους εργαζόμενους,
που σιγά σιγά τίποτε δεν μπορεί να βελτιωθεί.
Ή θα υπάρξουν, αν υπάρξουν, ριζικές και μεγάλες αλλαγές, έντονα
συγκρουσιακές και επικίνδυνες, ή για εκατομμύρια ανθρώπους, νέους και
μεγαλύτερους, το μέλλον είναι η χαμοζωή.
Το γεγονός πως αυτές οι αλλαγές είναι δύσκολες δεν μειώνει την αλήθεια της προηγούμενης πρότασης.
Οπως, άλλωστε, λέει ο σοφός Ερίκ Καντονά στην τελευταία ταινία του
Κεν Λόουτς, «χρειάζεται κίνδυνος για να ξεπεραστεί ο κίνδυνος».
Δεν το ξέρουν στην κυβέρνηση; Γιατί, λοιπόν, ισχυρίζονται όσα ισχυρίζονται;
Ο Μαρξ θα έλεγε πως πρόκειται για περιπτώσεις φενακισμένης
συνείδησης. Ο Αλτουσέρ θα αναφερόταν σε κατεξοχήν ιδεολογικά όντα, σε
φαντασιακή σχέση με τις πραγματικές συνθήκες της ύπαρξης.
Στις μέρες μας, ο Ζίζεκ, αν έσκυβε πάνω στο φαινόμενο, θα διέβλεπε μια συνθήκη την οποία συχνά έχει περιγράψει στα βιβλία του: οι
άνθρωποι ξέρουν, αλλά δεν δίνουν σημασία σε αυτό που ξέρουν. Προτιμούν
να πιστεύουν. Και αφού αυτό που πιστεύουν, κηρύττουν και πράττουν είναι
αντίθετο σε αυτό που ξέρουν, επιλέγουν να πιστεύουν, «να πιστεύουν στην
πίστη τους». Πράγμα που ο ίδιος ονομάζει, απλώς, κυνισμό.
Πρόσφατα, από αυτήν την στήλη, ο Τάσος Παππάς αναφέρθηκε σε αυτό που θεωρεί το σεξπιρικό δίλημμα της Αριστεράς:
«Πρέπει η Αριστερά να αναλαμβάνει την ευθύνη της διακυβέρνησης σε
εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες με δυσμενείς συσχετισμούς στο εσωτερικό και
στο διεθνές πεδίο ή πρέπει να αρνείται κάθε εμπλοκή στη διαχείριση και
να προετοιμάζεται για τη μεγάλη ώρα της ανατροπής;».
Τρία χρόνια πριν, όμως, δεν ήταν τόσο γενικό το δίλημμα που τέθηκε.
Ηταν πολύ ειδικότερο. Δέχεσαι να εφαρμόσεις έμπρακτα την πιο ακραία
νεοφιλελεύθερη πολιτική διαιωνίζοντας το μνημονιακό καθεστώς εις το
διηνεκές, διαλύοντας, πολύ πιθανόν σχεδόν οριστικά, μέσα από την πιο
πικρή αποκαρδίωση, το κίνημα ή επιλέγεις να σεβαστείς το πάνδημο «όχι»,
παίρνοντας το ρίσκο που αντιστοιχεί σε μια τέτοια επιλογή;
Στην πρώτη περίπτωση, δεν υπάρχει επιστροφή. Καμία σταδιακότητα δεν
μπορεί να υποκαταστήσει την απαραίτητη ριζική παρέμβαση υπέρ των
κατώτερων τάξεων – άσε που δεν είναι εφικτή. Στη δεύτερη περίπτωση, αν
δεν έλεγες ψέματα όταν δήλωνες πως «το μόνο που έχουμε να φοβηθούμε
είναι ο φόβος», σημαίνει πως είχες την ευκαιρία σου – και τον Καντονά
μαζί σου.
Η επιλογή του πρώτου δρόμου δεν ήταν «ρεφορμισμός», ήταν πραγματική
καταδίκη. Γιατί αν επιδιωχθεί στο μέλλον αλλαγή του καθεστώτος, πάλι θα
σημαίνει σύγκρουση, αλλά με πολύ χειρότερους όρους. Ακόμη και βράζοντας
στο ζουμί μας όμως, είμαστε τρομερά ευάλωτοι απέναντι στο παραμικρότερο
φύσημα του ανέμου στη διεθνή οικονομία.
Οποιος θέλει μπορεί, φυσικά, να εθελοτυφλεί. Οπως πολλοί κυβερνητικοί
που απασχολούνται αγωνιωδώς με το πώς θα αποφύγουν τον… κυβερνητισμό,
όταν το μόνο που διαθέτουν είναι μια κυβέρνηση και τίποτε άλλο.
Για να γυρίσω όμως στο σεξπιρικό δίλημμα, δεν συμφωνώ και επί του
γενικού. Δεν είναι η ανάληψη ή όχι της διακυβέρνησης το θεμελιώδες «to
be or not to be» για την Αριστερά.
Δυο αιώνες τώρα, όταν σέβεται τον εαυτό της, άλλα είναι τα επίδικα
που θέτει, πολύ ριζικότερα – η διακυβέρνηση αποτελεί ένα πολύ μικρό
κομματάκι τους.
*εκπαιδευτικός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου