.............................................................
·«Παράφωνο»
διήγημα της Χρύσας Σπηλιώτη
Από τη συλλογή διηγημάτων «Χαμένο δίκιο»
(εκδ. Κέδρος, 2008)
Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, η
χαρά της ζωής μου ήταν να τραγουδάω. Και δεν ήταν μόνο η επιρροή απ’ τους άλλους
γύρω μου που αγαπούσαν τη μουσική. Σίγουρα όχι. Ήταν η αληθινή κλίση μου. Το
πίστευα και το πιστεύω ακόμα. Στο μυαλό μου πάντα ηχούσαν μελωδίες, συμφωνίες
ολόκληρες, ατόφια ομορφιά.
Αλλά, πράγμα περίεργο, όποτε επιχειρούσα να
εκφράσω αυτή την ομορφιά, αντί για αγαλλίαση έβλεπα δυσαρέσκεια στα μάτια των
άλλων. Μερικοί αγενείς μάλιστα δε δίσταζαν να κλείσουν και τα αυτιά τους στο
τραγούδι μου, ρίχνοντας επικριτικές ματιές στους γονείς μου, λες κι είχαν
εκείνοι κάποιο λάθος. Κι όμως, μου πρόσφεραν μια άριστη μουσική παιδεία. Απ’ τα
γεννοφάσκια μου παρακολουθούσα μαθήματα σολφέζ.
«Ντο ρε μι, ρε μι φα, μι φα σολ. Φα, σου λέω
παιδί μου, φα, καταλαβαίνεις;» επέμενε η δασκάλα μου.
«Αυτό
δεν είναι φα. Πες λα».
«Λα».
«Μπράβο, αυτό είναι το φα. Λοιπόν, όταν σου
λέω φα, εσύ θα τραγουδάς λα. Τώρα κατάλαβες;»
«Όχι».
Πάλι απ’ την αρχή. Αλλάξαμε όλα τα ονόματα στις
νότες, αλλά, παρ’ όλα αυτά, δεν έδειχνε ποτέ ικανοποιημένη από τις επιδόσεις
μου. Ούτε μετά τις ατέλειωτες ώρες ασκήσεων ακρίβειας κι αρπισμών. Αντιθέτως, η
κυρία Αθηνά άρχισε να χάνει την ψυχραιμία της μαζί μου πριν καν ανοίξω το στόμα
μου να τραγουδήσω, με το που μ’ έβλεπε. Εξακολουθούσε όμως για καιρό να
προσπαθεί να με βάλει, όπως έλεγε, στον «ίσιο δρόμο».
Ίδρωνε, απελπιζόταν και μου μελάνιαζε με τσιμπιές
το κορμί όποτε δεν έπιανα με τον δικό της τρόπο τις νότες.
Ώσπου μια γκρίζα συννεφιασμένη μέρα, με
βλέμμα που προμήνυε άγρια καταιγίδα, με πέταξε κακήν κακώς έξω από την παιδική μας
χορωδία, παραμένοντας σκληρή, ατσάλινη, θα ‘λεγα, στις ικεσίες της μητέρας μου.
Ούτε από τα φλογερά δάκρυά της συγκινήθηκε. Αντίθετα, της έριξε αλύπητα και τη
χαριστική βολή, αρνούμενη να συνεχίσει ακόμη και τα ιδιαίτερα και τόσο
ακριβοπληρωμένα μαθήματα μαζί μου, λες και χαιρόταν να τη βλέπει να βυθίζεται
στη ντροπή. Ε, βέβαια, τεράστια ντροπή για την οικογένειά μας, όπου όλα τα μέλη
της εδώ και γενιές ήταν διάσημοι μουσικοί, ξαφνικά ένας, μόνο ένας στην ιστορία
της, ο μονάκριβος γιος της μητέρας μου, να βαπτίζεται απ’ τη δασκάλα του «αθεράπευτα
παράφωνος».
Η συννεφιά εκείνης της ημέρας εισέβαλε στη
ζωή μας μαζί με την επίσημη και τελεσίδικη εκείνη επικύρωση της ανεπάρκειάς μου
να ακολουθήσω τα εφ’ ετάχθην.
Κι όμως, αντίθετα απ’ ό,τι μπορεί
να φανταστεί κανείς, εγώ δεν έχασα το κουράγιο μου,
γιατί απλούστατα κανείς στον κόσμο δεν
μπορούσε να με πείσει ότι δεν ήμουν γεννημένος για την τέχνη της μουσικής.
Ακόμη και η ρητή απαγόρευση του πατέρα μου μετά, να μην τραγουδώ ακόμα και στο
ίδιο μου το σπίτι, δε με πτόησε. Δεν εννοώ βέβαια πως δεν ένιωθα δυστυχής. Ατέλειωτος
μου φάνηκε ο χρόνος που έζησα ταπεινωμένος, στην ξενιτιά της οικογενειακής εστίας.
Υπέμενα βέβαια, τι άλλο μου έμενε να κάνω.
Ώσπου μια μέρα, που σκάλιζα απορροφημένος
μια ζωγραφιά σ’ ένα κομμάτι ξύλο, ξεχάστηκα κι έκανα να πιάσω ένα ψιλό λα,
χωρίς ν’ αντιληφθώ πως η μπουκιά στο στόμα του παππού γλίστρησε αμάσητη στο
λαρύγγι του και παραλίγο να τον πνίξει.
Αντιλήφθηκα αμέσως όμως, από τις αγριοφωνάρες
του πατέρα μου, το ατόπημά μου να τολμήσω να ενοχλήσω για άλλη μια φορά τα τόσο
ευαίσθητα στη φωνή μου αυτιά τους.
Την ίδια στιγμή, κάτι έγινε μέσα μου,
τρομερό, καταλυτικό, ανεπανόρθωτο. Μια αστραπή φώτισε το μυαλό μου, διώχνοντας
απ’ την καρδιά κάθε φρούδα ελπίδα. Μου ήταν πια ξεκάθαρο πως δεν είχε νόημα να
προσπαθώ να πείσω κανέναν για τίποτα. Πως η ζωή μου κοντά στους δικούς μου θα
ήταν αέναη κόλαση. Η απόφαση ήταν ακαριαία.
Έφυγα την ίδια νύχτα. Τι σημασία είχε που
ήμουνα τόσο μικρός; Γλίστρησα, μια μικρή σκιά, έξω απ’ το σπίτι και τους το ‘σκασα.
Θα ‘χα
ξεμακρύνει πολύ, γιατί ένιωσα μια ξαφνική κούραση να με παραλύει. Κοντοστάθηκα
κι έριξα μια ματιά πίσω. Είχα χωθεί κιόλας βαθιά στο άγριο, πυκνό δάσος. Το
σπίτι μου μια μικρή κουκκίδα πίσω στο ξέφωτο κι εγώ μέσα στο σκοτάδι και το
κρύο.
Τρεμούλιασα από φόβο, καθώς συνειδητοποίησα
πως ήμουν τελείως μόνος.
Λανθασμένη εκτίμηση, γιατί μεμιάς κάτι
σύρθηκε πίσω μου. Τινάχτηκα προς το μέρος του, αντιλαμβανόμενος ό,τι προλάβαινε
να πιάσει η περιφερειακή μου όραση. Μια σκιά, ένα χέρι που κρατούσε όπλο. Μια
κραυγή έκανε να ξεφύγει από το λαρύγγι μου, που πνίγηκε αμέσως σαν αντίκρισα
καταπρόσωπο τον άγνωστο. Ένα πλατύ χαμόγελο στο χοντρουλό και φιλικό του
πρόσωπο όμως μετέτρεψε αυτόματα τον τρόμο μου σε ευγνωμοσύνη. Πόσο καιρό είχε
κάποιος να με κοιτάξει με τόση καλοσύνη!
«Έλα κοντά», μου έκανε, «μη φοβάσαι».
Στάθηκα παρ’ όλα αυτά για λίγο αναποφάσιστος.
«Έλα», χαμογέλασε πιο γλυκά, «τι ομορφούλης
που είσαι». Τον πλησίασα ξεθαρρεμένος από την αναπάντεχη αποδοχή, σίγουρος πια
πως ήταν ο σωτήρας μου. Αλλά ο προδότης της αφελούς εμπιστοσύνης μου με
στρίμωξε μεμιάς επιδέξια, μ’ άρπαξε στα χέρια του σαν θήραμα και μ’ έσυρε μαζί του
αδιαφορώντας για τις απεγνωσμένες κραυγές μου.
Ούτε κατάλαβα για πότε φτάσαμε στο σπίτι
του. Μ’ έριξε κατευθείαν σε μια φυλακή μόνο με νερό. «Πιες»,
γρύλισε μεταμορφωμένος σε τέρας. Εγώ ακίνητος. Έσκυψε και με πλησίασε με τη
χοντρή του μούρη. «Πιες, δε διψάς;» Εγώ μιλιά. Τι θα μου κάνει, μανούλα μου, τι θέλει από μένα; σκέφτηκα.
«Τραγούδα», με διέταξε. Τι ήθελε να κάνω,
λέει; Να υπογράψω την καταδίκη μου; Τσιμουδιά.
Την άλλη μέρα τα ίδια. Μόνο που αυτή τη φορά,
εκτός από νερό, μου έδωσε να φάω και κάτι σπόρους. «Τραγούδα». Τρελός ήμουνα; Και
μια πιθανότητα να υπήρχε να γλιτώσω από τα νύχια του, έτσι και τραγουδούσα δεν
υπήρχε καμιά. Μήπως δεν ήξερα πως το τραγούδι μου ξυπνούσε πάντα τα πιο βάρβαρα
ένστικτα;
Και την άλλη μέρα το ίδιο μαρτύριο: «Τραγούδα».
Πάλι με πλησίασε με τη χοντρή, την τεράστια ιδρωμένη μούρη του, η ανάσα του
βαριά, τα ρουθούνια φουσκωμένα. Θεέ μου, πώς μου έκοβε την ανάσα! Τι να κάνω; Ας
τραγουδήσω αποφάσισα σαν να πήδαγα στο κενό, ας τραγουδήσω ψιθυριστά
τουλάχιστον, μπας και δεν τον αγριέψει η φωνή μου. Άρχισα να μουρμουράω ένα
σκοπό, που βγήκε στην αρχή σαν κλέφτης από το στόμα μου, μα γρήγορα έγινε
κύριος της ψυχής μου.
Τα χοντρά ρουθούνια από πάνω μου στάθηκαν
για μια στιγμή χωρίς ανάσα, σαν μαγεμένα. Δηλαδή έτσι μου φάνηκε, γιατί οι
λάθος εκτιμήσεις διαδέχονταν η μία την άλλη μ’ αυτόν τον αγριάνθρωπο.
Με σφυριχτή ανάσα και μ’ ασυγκράτητη οργή
μού όρμησε.
Πιο ανελέητος κι απ’ τους οικείους μου. «Δεν
έχω ακούσει τίποτα χειρότερο στη ζωή μου», μούγκρισε υψώνοντας το χέρι του σαν
φονικό όπλο πάνω απ’ το κεφάλι μου.
Αυτός γίγαντας, εγώ μια σταλιά πλάσμα. Τώρα
με σκοτώνει, είπα, κι έκλεισα σφιχτά τα μάτια, τουλάχιστον να μην το δω. Άκουσα
όμως… άκουσα που μ’ άγριες, άτσαλες, βιαστικές κινήσεις, αδημονώντας να
απαλλαγεί από μένα, ξεκλείδωσε την πόρτα του κλουβιού μου. «Δρόμο, δρόμο από δω»,
συνέχισε να ουρλιάζει.
«Πού ξανακούστηκε αηδόνι να κρώζει έτσι».
Και με μια κίνηση άνοιξε το παράθυρο.
Ελεύθερος. Πέταξα έξω ελεύθερος, και
για πρώτη φορά έφτασα πετώντας τόσο ψηλά, χάρη στην παραφωνία μου που μου έσωσε
τη ζωή.
Πέρασα γοργά πάνω απ’ τα δέντρα στο ξέφωτο,
όπου φωλιάζουν όλα τα αηδόνια του δάσους – η οικογένειά μου.
Σε απόσταση ασφαλείας από τη δασκάλα μου,
την κυρία Αθηνά, την ξερακιανή αηδόνα, τις τσιμπιές και τη σοφία της. Χαιρέτησα
από εκεί ψηλά τους φίλους μου, τα αδέρφια μου, έριξα ένα πικρό δάκρυ που μου
λίγωσε την καρδιά για τη μάνα μου, που την έβλεπα πια αμυδρά να χάνεται στο
βάθος, κι έφυγα γι’ άλλα μέρη, να βρω κι άλλους παράφωνους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου