...............................................................
Κοντοζυγώνει η ώρα
Πραγματικά, δεν ήξερα τι να
του απαντήσω. Οχι από φόβο, ανωτερότητα ή απροετοιμασιά. Απλά, δεν είχα
απάντηση. Και να πεις πως δεν ήταν σαφής. Σαφέστατος ήταν. Με ρώτησε
απολύτως ξεκάθαρα, κάτι απολύτως απλό: «πώς διασκεδάζεις εσύ δηλαδή;».
Αρχισα να κοιτάω πάνω, κάτω, να παίρνω μία έκφραση βαθιά σκεπτόμενης
κόρης, λες και έπρεπε να εξηγήσω την κβαντομηχανική συμπεριφορά της ύλης
στο υποατομικό επίπεδο, δεν έπειθα κανέναν οπότε το μούγκωσα. «Αφού στα
μπουζούκια δεν πας, πώς διασκεδάζεις δηλαδή;».
Είναι ένα θέμα αυτό με τους δημοσιογράφους (γενικεύω; Ε, και;).
Κολλάνε όταν δεν κάνουν αυτοί τις ερωτήσεις. 'Η που θα μιλάνε από μόνοι
τους, ως γνώστες για ό,τι κινείται, αναπνέει και πεθαίνει ή που θα
ρωτάνε. Αλλά όταν ερωτώνται οι ίδιοι, βραχυκυκλώνουν. Συνήθως σου πετάνε
ένα «δεν αποκαλύπτω τις πηγές μου» (άσχετο!) και νομίζουν όχι μόνο ότι
απάντησαν (ό,τι να 'ναι όμως!), αλλά ότι έδωσαν και ΤΗΝ απάντηση (έχουν
τον απάλευτο, δεν το συζητώ). Μέσα σ' αυτούς, κι εγώ.
Η αλήθεια είναι πως όχι. Δεν πάω στα μπουζούκια. Μια φορά πήγα μόνο,
και ήταν και ελαφρολαϊκά, μη φανταστείς κάτι βαρύ -είχε πάρει πτυχίο
κολλητή φίλη. Αντεξα τρία τέταρτα. Τη φίλησα, της ευχήθηκα «καλή ζωή»,
σιχτίρισα ευγενικά που μας έβαλε πρώτο τραπέζι πίστα να μην ακούμε από
τη φασαρία ούτε τις σκέψεις μας και την έκανα με γοργό βηματισμό. Δεν
μπορώ τον θόρυβο, δεν αντέχω την αντάρα, δεν βαστάω τόσα κορμιά μαζωμένα
να «διασκεδάζουν» (κατά τ' άλλα, όμως, είμαι ένας υπέροχος άνθρωπος).
Αρα, τι μένει; Πώς μπορεί να διασκεδάσει κανείς; Πόσο άκαιρη θα
ακουστεί ως απάντηση το «στο θέατρο» ή «στον κινηματογράφο» (ούτε καν
«στο σινεμά») ή «σε μουσικές σκηνές»; Πάρε κοπελιά τον Τσόμσκι ανά
χείρας και αλάργα, θα απαντούσα εγώ, σε όποιον απαντούσε έτσι. Οπότε,
μούγκα η δικιά σου. «Μάλλον... δεν διασκεδάζω...», ψέλλισα. «Είναι που
δεν έχω και χρόνο», δικαιολογήθηκα.
Ελα, όμως, που τα αδικαιολόγητα δεν δικαιολογούνται. Οπως και τα γραμμένα, άγραφα δεν γίνονται, που έλεγε και η γιαγιά μου.
Μικρή νόμιζα πως αυτά τα «γραμμένα» τα γράφουν κάποιοι σοφοί, με
ειδική μελάνη που δεν σβήνει με τίποτα. Και είχα δίκιο. Αυτό που δεν
ήξερα τότε είναι πως ναι μεν δεν σβήνει, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι
διαβάζεται κιόλας.
Και επειδή ουκ ολίγες φορές πήρα τον Τσόμσκι παραμάσχαλα, αυτός ο
σπουδαίος Αμερικανός στοχαστής έδωσε την απάντηση που εγώ δεν θα
τολμούσα να ξεστομίσω: η τεχνική της διασκέδασης είναι τμήμα της
κοινωνικής χειραγώγησης. Πώς; Μέσω ενός αδιάκοπου καταιγισμού ασήμαντων
λεπτομερειών και ανούσιων σχολίων (από το τι έφαγε η δείνα, μέχρι τι
γραβάτα φόρεσε ο τάδε και αν αυτή ταίριαζε με το τραπεζομάντιλο πάνω στο
οποίο έφαγε η δείνα). Δεν θα περιαυτολογήσω: Ανοίγεις την τηλεόραση και
λες «δίκιο είχε ο πώς τον λένε».
Τι γίνεται όμως όταν την κλείνεις;
Μοναξιά. Αβάσταχτη μοναξιά. Αναρωτιέμαι αν δεν υπήρχαν οι οθόνες (κινητών, τάμπλετ, υπολογιστών, τηλεοράσεων), τι θα μας κάναμε;
Δεν ζούμε μέσα στην οθόνη, ούτε μέσω αυτής. Ζούμε εξαιτίας της. Και
μας κάνει «παρέα». Και είμαστε «ωραία». Χωρίς άλλη παρέα. Εμείς κι
εκείνη.
«Ξέρεις πώς είναι να ζεις με έναν διαρκή φόβο;» ρώτησε η γενετικά
προηγμένη ρεπλίκα τον Δημιουργό - Πατέρα της στην εξαιρετική, σχεδόν
θρησκευτική ταινία, Blade Runner. Ο φόβος ήταν πως δεν ήξερε πότε ήταν
να πεθάνει. Οπως και εμείς. Και, φυσικά, μετά τον σκότωσε. Οπως και
εμείς. Και καλά του κάναμε. Χωρίς Πατέρα πια, νιώθουμε ελεύθεροι.
Ελεύθεροι να φοβόμαστε μόνοι.
Το Blade Runner βασίστηκε στο μυθιστόρημα του Φίλιπ Κ. Ντικ, «Το
Ηλεκτρικό Πρόβατο». Στον δικό του δυστοπικό κόσμο, που τον μεταφέρει στο
2019 (κοντοζυγώνει η ώρα), δεν υπάρχουν πραγματικά ζώα. Μόνο ηλεκτρικά.
Και αυτά μπορούν να τα αποκτήσουν μόνο οι πολύ πολύ πλούσιοι. Η πλέμπα
έχει μόνο οθόνες. Και μαζί τους διασκεδάζει, ζει και υπάρχει. Ισως με
κάποια μικρά διαλείμματα για διαφημίσεις. Ευτυχώς, δεν κρατάνε πολύ.
... Καλωσήρθατε! Μετά το μπρέικ, είμαστε και πάλι μαζί!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου