..............................................................
Προσαρμοστικότητα, μεταμόρφωση και αλλαγή
Πάντοτε στη ζωή και στην ιστορία η υπερβολική προσαρμοστικότητα στις δεδομένες συνθήκες δεν ήταν δείγμα ζωτικότητας, αλλά ανήγγελλε γήρας και θάνατο, λόγω απώλειας εφευρετικότητας και δημιουργικότητας
Ετσι περιέγραφαν το 2011, μέσα στην καρδιά της κρίσης, οι Στεφάν Εσέλ
και Εντγκάρ Μορέν, στο βιβλίο τους «Ο δρόμος της ελπίδας» (εκδόσεις
Πατάκη), το τρέχον αδιέξοδο των κοινωνιών μας. Πρόσθεταν δε πως «δεν
αρκεί να εκσυγχρονίσουμε τον πολιτισμό, αλλά πρέπει επίσης να
εκπολιτίσουμε τη νεωτερικότητα». Μια νεωτερικότητα που με την
τελειοποίηση των τεχνολογικών μέσων οδήγησε τη βαρβαρότητα σε νέα ύψη.
Οσον αφορά δε το πρώτο σκέλος του συλλογισμού τους, την «υπερβολική
προσαρμοστικότητα στις δεδομένες συνθήκες», αυτό περιγράφει την
πολυπλοκότητα και συνθετότητα του πολιτικού μας προβλήματος, το οποίο
έχει κοινωνικό, οικονομικό και ψυχολογικό υπόβαθρο και αγγίζει τον
σκληρό πυρήνα του θέματος της κοινωνικής αλλαγής.
Τι δυνατότητες υπάρχουν σήμερα για μια ριζοσπαστική ανατροπή του
καπιταλισμού-ζόμπι; Ποιες κοινωνικές συμμαχίες μπορούν να την
εξασφαλίσουν; Πώς και πόσο έχουν αλλάξει τα κοινωνικά και πολιτικά
υποκείμενα της αλλαγής; Πόσο και σε ποιους έχει εμπεδωθεί το αίσθημα της
ανάγκης για ριζική αλλαγή;
Ποια είναι η εναλλακτική στο σημερινό καταστροφικό σύστημα και ποιοι
οι δρόμοι που οδηγούν σε αυτήν; Και κυρίως πόσοι και σε τι βαθμό είναι
διατεθειμένοι να ρισκάρουν και να εμπλακούν σε αυτή την περιπέτεια;
Γιατί φυσικά είναι διαφορετική μια αρνητική κινητοποίηση του τύπου «δεν
θέλω τα μνημόνια» ή «αντιστέκομαι στη λιτότητα» και διαφορετική μια
θετική κινητοποίηση του τύπου «διεκδικώ αυτό ή εκείνο το πολιτικό
σχέδιο».
Στην Ελλάδα (και αλλού) υπήρξε το πρώτο είδος κινητοποίησης με τους
αγώνες κατά της λιτότητας, κατά των ανισοτήτων και κατά του παραδοσιακού
και χρεοκοπημένου πολιτικού συστήματος. Εκείνο που έλειψε και λείπει
είναι ένα συνεκτικό σχέδιο για το μέλλον, μια ρεαλιστική ουτοπία, όσο
και εάν το τελευταίο μπορεί να θεωρηθεί αντίφαση εν τοις όροις.
Σ’ αυτό το κενό χώρεσε και «κούμπωσε» η μετατροπή της υποταγής στη
μνημονιακή πολιτική σε «παράλληλο πρόγραμμα». Ετσι έγινε η προσαρμογή
-με ένα ολόκληρο λεξικό νεολογισμών- στο αφήγημα της «ανάπτυξης», της
«καθαρής εξόδου» και της δίκαιης αναδιανομής της φτώχειας. Ετσι
εξηγείται φυσικά και η μεταμόρφωση της Σταχτοπούτας σε πριγκίπισσα και
κάπως έτσι η Ελλάδα από μαύρο πρόβατο της Ευρώπης έγινε το πλέον
υποδειγματικό και το πιο παραγωγικό ζώο της αγέλης.
Μέρος του κόσμου (και της Αριστεράς), υιοθετώντας το δόγμα «το μη
χείρον, βέλτιστον», αποδέχτηκε αυτή την ταχυδακτυλουργία, ξέροντας κατά
βάθος ότι πρόκειται περί τέτοιας, ενώ ένα άλλο μέρος (κυρίως οπαδών του
ΣΥΡΙΖΑ) αποδέχτηκε εν τοις πράγμασι το δόγμα credo quia absurdum, δηλαδή
«πιστεύω επειδή είναι παράλογο».
Αυτή η τελευταία εκδοχή είναι και η πιο καταστροφική, αφού δεν έχει
τον παθητικό χαρακτήρα της πρώτης, αλλά ενεργητικό. Και δεν θα πρέπει να
ξεχνάμε πως μια τρίτη κατηγορία είναι και εκείνοι που διαμόρφωσαν ένα
νέο πλέγμα υλικών συμφερόντων σε κυβέρνηση, διοίκηση και γραφειοκρατία,
στο οποίο, όπως είναι γνωστό, έχουν παρεισφρήσει πολλά από τα πλέον
καιροσκοπικά, τυχοδιωκτικά και αδίστακτα στοιχεία του Ancien Régime της
μεταπολίτευσης.
Ετσι σε αυτή τη φάση, και ανεξαρτήτως προθέσεων και κινήτρων,
κυριαρχεί η «υπερβολική προσαρμοστικότητα», η οποία είναι το εύφορο
έδαφος για την ανακύκλωση της νεωτερικής βαρβαρότητας και όχι
καλλιέργειας του εκπολιτισμού της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου